Ο γιατρός Λη είχε μείνει πάλι άυπνος. Δεν το χωρούσε το μυαλό του. Τον βασάνιζε η αμφιβολία. Ενιωθε πως εκείνη η πρώτη αναλαμπή, η πρώτη σκέψη που ήρθε και τάραξε την ήρεμη ζωή του, είχε γίνει κάτι σαν χιονοστιβάδα. Μια συνειρμική χιονοστιβάδα, μια αλυσιδωτή χημική αντίδραση που απλώθηκε και πλημύρισε και το τελευταίο εγκεφαλικό του κύτταρο. Ενα μείγμα εκρηκτικό που σκάει πρώτα μέσα σου και που ωστόσο μ’ έναν τρόπο μαγικό βάζει τις σκέψεις σου σε τάξη, σε μια ιεραρχημένη τάξη.

Πού να το πει; Πού να το μοιραστεί; Πώς να σιγουρευτεί; Ηπιε τον πρωινό του καφέ στο μπαλκόνι σιωπηλός, απόμακρος. Σήμερα ήταν η μέρα της απόφασης. Ναι, έπρεπε να το πει. Επρεπε να πει πως είχε αντιληφθεί κάτι παράξενο, κάτι δυνητικά τρομακτικό.

Τον βασάνιζε η ιδέα πως κανείς άλλος στο νοσοκομείο δεν είχε εκφράσει προβληματισμό. Εστω μια κουβέντα, ένα σχόλιο. Σκεφτόταν, πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τόσο σοβαρό κάτω από τη μύτη τόσων ανθρώπων και κανείς να μη λέει τίποτα.

Εβαλε τον σάκο του στον ώμο και πήρε το αγαπημένο του μονοπάτι στις όχθες του Γιαντζού. Τρία χιλιόμετρα από το σπίτι του το νοσοκομείο. Το νερό τον γαλήνευε, τον βοηθούσε να πιάνει το νήμα της ημέρας, να έχει την αίσθηση η την ψευδαίσθηση πως όλα είναι υπό έλεγχο. Η μέρα ήταν ζεστή και υγρή. Μια γλυκιά μυρωδιά καμένου απροσδιόριστης προέλευσης τον συνόδεψε σχεδόν σε όλη τη διαδρομή.

Ευχόταν πλησιάζοντας το νοσοκομείο να τους βρει όλους ανάστατους. Μια κατάσταση συναγερμού θα τον καθησύχαζε. Θα του αφαιρούσε ένα βάρος που το σήκωνε εδώ και τρεις μέρες μέσα σ’ ένα σύννεφο αβεβαιότητας και πανικού.

Η ευχή του όμως δεν έπιασε. Μάταια έψαχνε για σημάδια ανησυχίας στα βλέμματα του προσωπικού που τον καλημέριζε. Η γνώριμη πρωινή κινητικότητα, αλλά τίποτα περισσότερο. Πέρασε πρώτα να πει καλημέρα στη Σουάν. Είχανε αρχίσει να βλέπονται πριν δύο βδομάδες. Δεν της είχε κάνει κουβέντα. Φοβόταν μήπως την τρομάξει άδικα σε περίπτωση που οι φόβοι του αποδεικνύονταν αβάσιμοι.

Μπήκε στο γραφείο του με φούρια, πέταξε τον σάκο του στην καρέκλα, έβαλε την μπλούζα του και κατευθύνθηκε για τους θαλάμους του παθολογικού. Ηλπιζε οι βαριές πνευμονίες που είχαν αρχίσει να συρρέουν στο νοσοκομείο να μην ήταν περισσότερες. Η εικόνα που αντίκρυσε του ‘κοψε τα πόδια. Τα περιστατικά είχαν γίνει 15 και τέσσερις από τους ασθενείς είχαν διασωληνωθεί. Πήγε στο γραφείο των γιατρών και προσποιήθηκε πως ψάχνει τον φάκελο κάποιου γνωστού του. Τους άνοιγε τον ένα μετά τον άλλο. Δύσπνοια, πυρετός, καταβολή – όλες εξακριβωμένες πνευμονίες και όλες με μια κόκκινη ένδειξη – αγνώστου αιτιολογίας.

Οι γιατροί της μονάδας μπαινόβγαιναν ανταλλάσσοντας βιαστικές κουβέντες. Κάτι του φάνηκε πως τους απασχολούσε, αλλά δεν έδειχναν προβληματισμένοι. Το βλέμμα του διευθυντή της κλινικής όταν τον είδε στην αίθουσα ήταν γεμάτο απορία και εκνευρισμό. Τι δουλειά είχε εκείνος, νεαρός οφθαλμίατρος, να ψαχουλεύει στην παθολογική. Σκέφτηκε πως ήταν μια καλή ευκαιρία να του αναφέρει τις υποψίες του. Οχι όμως μπροστά στους άλλους. Θα περίμενε μέχρι το μεσημέρι να ‘χουν τελειώσει οι επισκέψεις στους θαλάμους.

Στάθηκε έξω από την πόρτα του διευθυντή και όπως σήκωσε το χέρι να χτυπήσει, τον άκουσε να μιλάει έντονα στο τηλέφωνο. Δίστασε, ίσως δεν ήτανε καλή ιδέα τελικά. Γύρισε βιαστικά στο γραφείο του. Εκλεισε την πόρτα κι άνοιξε τον υπολογιστή του.

«Αγαπητοί συνάδελφοι, εδώ και τρεις μέρες συρρέουν στο νοσοκομείο μας βαριές ιογενείς πνευμονίες από άγνωστο αίτιο. Σύμφωνα με τον διεθνή κανονισμό υγείας πρέπει να το αναφέρουμε στον ΠΟΥ αμέσως και να πάρουμε τα μέτρα μας για το ενδεχόμενο η κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχό μας. Δεν πρέπει να περιμένουμε περισσότερο. Πρέπει να δράσουμε άμεσα. Γιατρός Λη, 10 Δεκεμβρίου 2019». Αποδέκτες συνάδελφοι στο νοσοκομείο και ο ιατρικός σύλλογος.

Η Σουάν τον περίμενε στην έξοδο. Περπάτησαν μαζί στο ποτάμι. Αισθανόταν μια έντονη κόπωση. Η γλυκιά μυρωδιά στον αέρα τώρα του ‘φερνε αηδία. Κάθισαν σ’ ένα πλωτό καφενεδάκι και εκεί δεν άντεξε. Της διηγήθηκε την αγωνία του και για το μέιλ που έστειλε πριν λίγο. Αισθανόταν ανακουφισμένος. Είχε περάσει τη σκυτάλη σε συναδέλφους που πίστευε πως νοιάζονταν και που ήταν πιο αρμόδιοι από κείνον. Γύρισαν στο σπίτι και πήγε αμέσως να ξαπλώσει. Ξύπνησε από το επίμονο κουδούνισμα του τηλεφώνου. Τον καλούσαν από την τοπική επιτροπή του κόμματος. Αύριο το πρωί στις 8 θα τον περίμενε αυτοκίνητο της αστυνομίας. Ηταν αργά, περασμένες δέκα. Η Σουάν είχε γυρίσει σπίτι της.

Το πρωί η κούραση δεν είχε φύγει. Με δυσκολία σηκώθηκε και πρόλαβε να πιει δυο γουλιές καυτού καφέ. Το μαύρο αυτοκίνητο μπροστά στην πόρτα του τον γέμισε έναν απροσδιόριστο φόβο. Εφτασαν στα τοπικά γραφεία του κόμματος. Τον συνόδεψαν σε μια μεγάλη αίθουσα μ’ ένα μεγάλο μακρύ τραπέζι στη μέση. Του ‘δειξαν να κάτσει απέναντι σε τέσσερις άντρες και μια γυναίκα, όλοι βλοσυροί και σχεδόν ανέκφραστοι. Διαπράξατε σοβαρό παράπτωμα με το μέιλ που στείλατε. Θα περάσετε πειθαρχικό με πολύ σοβαρές συνέπειες για τη σταδιοδρομία σας. Επιασε τον σφυγμό του κάτω από το τραπέζι. Θα πρέπει να είχε τουλάχιστον 120 σφίξεις. Ενιωθε ρίγος. Ζήτησε συγγνώμη και ζήτησε να τον οδηγήσουν στο νοσοκομείο. Είχε ψηλό πυρετό. Οι φωνές γύρω του γίνονταν όλο και πιο απόμακρες. Είχε την αίσθηση πως είχε περάσει σε μια άλλη διάσταση. Το απόγευμα έκανε έντονη δύσπνοια. Τον πήγαν στην εντατική, τον καλωδίωσαν και του έδωσαν οξυγόνο. Ηταν σαν όνειρο. Οι φωνές, οι κουβέντες γύρω του όλο και απομακρύνονταν. Σήκωσε το τηλέφωνό του και τράβηξε μια σέλφι. Οταν σε δυο μέρες έφυγε από τη ζωή, η σέλφι είχε κάνει τον γύρo του κόσμου.

Ο κ. Αγις Δ. Τσουρός είναι πρώην διευθυντής Πολιτικής και Διακυβέρνησης για την Υγεία και την Ευεξία στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, επισκέπτης καθηγητής στο Imperial College London.