Η Microsoft δεν μετέχει στην GAFA, όπως φαίνεται από την έλλειψη του γράμματος «Μ» από το δαιμονοποιημένο ακρωνύμιο. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για έναν τεχνολογικό κολοσσό που όχι μόνο έχει γλιτώσει τη στοχοποίηση από την Ουάσιγκτον αλλά έχει κλείσει χρυσά «ντιλ» 10 δισ. δολαρίων επί προεδρίας Τραμπ με την αμερικανική κυβέρνηση.

Παρά ταύτα, είναι ο τέταρτος μεγαλύτερος χορηγός της εκστρατείας του Δημοκρατικού υποψηφίου Τζο Μπάιντεν, σύμφωνα με τα στοιχεία της ιστοσελίδας OpenSecrets που παρακολουθεί και καταγράφει το επιχειρηματικό χρήμα που ρέει φανερά και απροκάλυπτα στην αμερικανική πολιτική σκηνή.

Τόσο αχάριστη είναι η εταιρεία που ίδρυσε ο Μπιλ Γκέιτς; Σύμφωνοι, ουδέποτε έχει καταγραφεί ένας καλός λόγος για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα από τον χαρισματικό «αρχιτέκτονα λογισμικού» της Microsoft. Για την ακρίβεια, ο Γκέιτς και η σύζυγός του Μελίντα (αμφότεροι ασχολούνται πλέον αποκλειστικά με το φιλανθρωπικό τους ίδρυμα) έχουν ρητώς εδώ και δεκαετίες ξεκαθαρίσει ότι δεν αναμειγνύονται με την πολιτική.

Δεν συντάσσονται πολιτικά με κάποιο κόμμα ή υποψήφιο, ανεξαρτήτως αν η εταιρεία τους ανέκαθεν χρηματοδοτούσε και τους δύο μονομάχους για την προεδρία, όπως κατά κανόνα πράττουν στις ΗΠΑ οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι.

Εχουν αναμειχθεί στην εκστρατεία του

Στην περίπτωση Μπάιντεν όμως το πράγμα έχει ξεφύγει. Οχι προσωπικά από το ζεύγος Γκέιτς (που τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της πανδημίας έχει ασκήσει έντονη κριτική στον Ντόναλντ Τραμπ), αλλά από τον όμιλο.

Διότι η Microsoft Corp. έχει εργαστεί πολύ για την εκλογή του Μπάιντεν. Διότι εκτός από το ζεστό χρήμα που έχει χαρίσει, έχει διοργανώσει και εράνους για τον Δημοκρατικό υποψήφιο, αρχής γενομένης από τη μεγάλη εκδήλωση συγκέντρωσης χρημάτων που συντόνισε πέρυσι στη Μεντίνα της Πολιτείας της Ουάσιγκτον.

Υπεύθυνος για τις πρωτοβουλίες αυτές, όπως εξάλλου και για τον ρόλο που διαδραμάτισε δημοσίως για την επιτυχία της Εθνικής Διάσκεψης των Δημοκρατικών που διοργανώθηκε τον περασμένο Αύγουστο στο Μιλγουόκι, είναι ο πρόεδρος του ομίλου Μπραντ Σμιθ.

Στήριξη και από τα μεγαλοστελέχη

Ο ίδιος θεωρείται ότι ενθάρρυνε και άλλα μεγαλοστελέχη της Microsoft να ταχθούν αναφανδόν υπέρ του Μπάιντεν. Ο επικεφαλής Τεχνολογιών της εταιρείας Κέβιν Σκοτ και η σύζυγός του συνεισέφεραν από την τσέπη τους 50.000 δολάρια στην καμπάνια του Δημοκρατικού υποψηφίου, ενώ ο συνιδρυτής του LinkedIn και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Microsoft Ρέιντ Χόφμαν δώρισε… μισό εκατομμύριο δολάρια!

«Η Microsoft συνήθως κρατά ίσες αποστάσεις από τα κόμματα, αλλά εσχάτως έχει αναμειχθεί με την πολιτική πολύ περισσότερο από κάθε άλλη τεχνολογική εταιρεία» διαπιστώνει στο Reuters ο Μαξ Μοράν της CERP. Για την ακρίβεια, έχει αναμειχθεί στην εκστρατεία του ενός εκ των δύο κομμάτων. Διότι ενώ είναι μία εκ των τεσσάρων μεγαλύτερων χορηγών του Μπάιντεν, δεν συγκαταλέγεται (όπως καμία άλλη τεχνολογική εταιρεία εξάλλου) ούτε στους 20 μεγαλύτερους χορηγούς του Τραμπ.

Στο στόχαστρο και  από τις δύο πλευρές

Γιατί συμβαίνει αυτό; Η απάντηση έχει να κάνει με την τύχη που (φοβάται ότι) θα έχει η Microsoft σε περίπτωση εκλογής του Μπάιντεν. Διότι ο Τραμπ έχει βάλει στο στόχαστρο τις Big Tech για προσωπικούς λόγους. Επειδή θεωρεί ότι του κάνουν πόλεμο (το Facebook και το Twitter τού λογοκρίνουν τις υβριστικές και διχαστικές αναρτήσεις για παράδειγμα). Ο Μπάιντεν θα κυνηγήσει τον κλάδο για λόγους πολιτικών πεποιθήσεων.

Επειδή δεν ανέχεται μονοπωλιακές πρακτικές και παραβίαση των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού, κατηγορίες που αντιμετωπίζουν κατά κόρον οι αμερικανικοί τεχνολογικοί κολοσσοί στην Ευρώπη, όπου έχουν καταδικαστεί και σε τσουχτερά πρόστιμα άλλωστε.

Οι αμερικανοί αναλυτές πιστεύουν ότι ο Σμιθ και το επιτελείο του στη Microsoft προσπαθούν κατά κάποιον τρόπο να εξευμενίσουν τον Μπάιντεν και τους Δημοκρατικούς που, όπως όλα δείχνουν, θα σχηματίσουν μια liberal – αν και όχι αβάσταχτα αριστερή – κυβέρνηση στις 20 του προσεχούς Ιανουαρίου.

Πρόκειται άλλωστε για μια εταιρεία που, όπως σημειώνει ο καθηγητής στη Νομική Σχολή του Howard University Αντριου Γκάβιλ, «καταφέρνει να κρατά στραμμένη την προσοχή των πολιτικών και εποπτικών αρχών σε οποιονδήποτε άλλο την ώρα που η ίδια διατηρεί δεσπόζουσα θέση σε πολλούς από τους τομείς που δραστηριοποιείται».