Η πανδημία έριξε τον φακό πάνω στους εργαζομένους πρώτης γραμμής. Τους γιατρούς και νοσηλευτές, τους εργαζομένους υπεραγορών, τους διανομείς, τους συλλέκτες απορριμμάτων. Αυτοί όχι μόνο συνέχισαν το έργο τους με κίνδυνο να νοσήσουν, αλλά επέτρεψαν τη συνέχιση ολόκληρης της οικονομίας που κινούνταν από το σπίτι. Τους αξίζει σεβασμός και στήριξη. Αυτή όμως είναι και μια καλή αφετηρία διαλόγου για όλους τους εργαζομένους πρώτης γραμμής.

Η ελληνική επιχειρηματικότητα στέκεται εν πολλοίς στο μοντέλο μιας σταθερής ομάδας διοίκησης και ενός ευκόλως εναλλασσόμενου προσωπικού. Αυτό έχει για πολλούς να κάνει με την εποχικότητα της εργασίας σε αρκετούς βασικούς κλάδους της, όπως ο τουρισμός, η εστίαση και το εμπόριο. Νομίζω όμως ότι έχει βασιστεί περισσότερο σε μια στρεβλωμένη αντίληψη για την ίδια την αξία της εργασίας, που προτείνει πως το οικονομικότερο και πιο ελαστικό προσωπικό είναι αυτό που συμφέρει. Δεν είναι έτσι.

Ειδικά σε περιόδους κρίσης και αυξημένου ανταγωνισμού, ο ζήλος των εργαζομένων κάθε πρώτης γραμμής μπορεί να αποτελέσει τον καθοριστικό παράγοντα επιβίωσης μιας επιχείρησης. Το χαμόγελο του σερβιτόρου, η εξυπηρέτηση του πωλητή, η επιμέλεια και η φιλοξενία του ξενοδοχοϋπαλλήλου είναι λόγοι για τους οποίους ο καταναλωτής θα επιλέξει να δειπνήσει, να ψωνίσει, να επισκεφθεί μία, και όχι μία άλλη επιχείρηση – όπως και ταξιδιωτικό προορισμό στον τουρισμό. Οι εργασιακές συμπεριφορές όμως απορρέουν από το ίδιο το εργασιακό περιβάλλον. Αν οι εργοδότες δεν στηρίξουν τους εργαζομένους πρώτης γραμμής τους, θα χάσουν την υπεραξία που αυτοί θα τους προσφέρουν μεσοπρόθεσμα.

Οντας 28 ετών, ανήκω σε μια γενιά που ενηλικιώθηκε με δεδομένη την εργασιακή ανασφάλεια. Λόγω τόσο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα όσο και μιας γενικότερης ελαστικοποίησης της εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο κορωνοϊός έφερε στην επιφάνεια το μέγεθος της τελευταίας, με ακραίο παράδειγμα τις ΗΠΑ, οι οποίες είδαν σε λιγότερο από ένα τρίμηνο περίπου 40 εκατομμύρια εργαζομένους να χάνουν τη δουλειά τους. Οι «εικοσάρηδες» είναι ίσως οι πιο χτυπημένοι από την ελαστικοποίηση αυτή, ενώ ταυτόχρονα δουλεύουν σκληρά για να απολαύσουν τα κάποτε βασικά, όπως η αυτονόμηση από το οικογενειακό περιβάλλον. Σε μεγάλα αστικά κέντρα, το μέσο ενοίκιο πλησιάζει επικίνδυνα σε μέγεθος τον μέσο μηνιαίο μισθό.

Η αξία της εργασίας βέβαια δεν εξαρτάται αναγκαστικά και αποκλειστικά από τον μισθό. Μια καλή δουλειά προϋποθέτει όμως την αίσθηση ασφάλειας για το μέλλον στο εργασιακό περιβάλλον. Την έγκαιρη και αναμενόμενη πληρωμή, τον σεβασμό από και προς τους γύρω, την ευκαιρία εξέλιξης και ανάδειξης, την άνεση επικοινωνίας με τον εργοδότη, την ίση ευκαιρία. Τα θέματα αυτά γίνονται όλο και πιο σημαντικά καθώς μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο κρίσης, και έχοντας πάρει μαθήματα από αυτήν που αφήνουμε πίσω μας.

Προσβλέποντας στην επικείμενη τόνωση της οικονομίας από ευρωπαϊκά κονδύλια, καλούνται κράτος και εργοδότες να αναρωτηθούν πάνω σε τι είδους εργασιακά περιβάλλοντα θέλουν να χτίσουν μια ανταγωνιστική οικονομία. Και σε ποιους κλάδους αυτή θα βασιστεί. Ολα δείχνουν ότι η απασχόληση σύντομα θα βρεθεί στο επίκεντρο των εξελίξεων και του διαλόγου. Ας αναρωτηθούμε αυτή τη φορά, επιπλέον των δεικτών ανεργίας: θέλουμε καλές δουλειές ή κακές δουλειές;

*Ο κ. Γιώργος Σκανδαλίδης είναι απόφοιτος του Cambridge και εργάζεται σαν Manager στην Dialectica.