Η υιοθεσία και η αναδοχή ήταν για χρόνια μια ανοιχτή πληγή στην κρατική παιδική πρόνοια. Το 2018 ο νέος νόμος έφερε αλλαγές που ήταν ιδιαίτερα σημαντικές. Οπως λέει στο «Βήμα» η υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων «χρειάστηκαν πολλά, μεθοδικά και στοχευμένα βήματα για να αλλάξει μια παγιωμένη κατάσταση». Η κυρία Δόμνα Μιχαηλίδου μιλά για τις ενέργειες που έγιναν εν μέσω πανδημίας προκειμένου να κερδηθεί χρόνος, την καταγραφή όλων των παιδιών που φιλοξενούνται σε δομές, απαντά για την κριτική που δέχθηκε από την αντιπολίτευση και τονίζει ότι ο στόχος του υπουργείου είναι να ολοκληρώνονται οι υιοθεσίες και οι αναδοχές εντός ενός έτους.

 

– Τον Μάιο του 2018 ψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή το νομοσχέδιο για την υιοθεσία και την αναδοχή που έδινε λύσεις σε χρόνιες παθογένειες. Τι βήματα έχουν γίνει αυτά τα δύο χρόνια;

 

«Οι αναδοχές και οι υιοθεσίες τις τελευταίες δεκαετίες συνδέονται συχνά στο μυαλό όλων μας με ιστορίες αποθάρρυνσης. Ο νόμος που ψηφίστηκε το 2018 πράγματι προέβλεπε νέες διαδικασίες. Πέρα από την ψήφιση, όμως, απαιτούνται μεθοδικά και στοχευμένα βήματα για να αλλάξει μια παγιωμένη κατάσταση. Από την υλοποίηση των προβλεπόμενων διατάξεων μέχρι τον συντονισμό όλων των εμπλεκόμενων φορέων ώστε να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις υποχρεώσεις τους. Δυστυχώς, η προηγούμενη κυβέρνηση, για πάνω από έναν χρόνο μετά την ψήφιση του νόμου δεν εργάστηκε για την υλοποίησή του. Για παράδειγμα, όταν ανέλαβα καθήκοντα, είχε γίνει καταγραφή των παιδιών σε μόνο 2 από τις συνολικά 82 δομές παιδικής φροντίδας. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που καταγράψαμε, τα παιδιά που βρίσκονται σε δομές είναι 1.747. Από τον Δεκέμβρη έως τις αρχές Ιουλίου κάναμε έναν αγώνα ταχύτητας για να ολοκληρώσουμε εκκρεμείς διαδικασίες και να δημιουργήσουμε νέες, όπου χρειάζονταν, με γνώμονα τη μείωση του χρόνου παραμονής των παιδιών σε δομές.

Τον Ιανουάριο ολοκληρώσαμε την καταγραφή όλων των παιδιών στο πληροφορικό σύστημα. Εν μέσω της πανδημίας, αξιοποιήσαμε τεχνολογικά μέσα για να επιμορφώσουμε 130 δημόσιους λειτουργούς από όλη την Ελλάδα, προκειμένου να οργανωθούν τα εκπαιδευτικά σεμινάρια υποψήφιων γονέων, τα οποία και ξεκινήσαμε τον Μάιο σε όλες τις γεωγραφικές περιφέρειες. Τέλος, όπως ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός, τη Δευτέρα ξεκίνησε η ψηφιακή σύνδεση παιδιών με υποψηφίους γονείς και πραγματοποιήθηκαν ήδη 202 προτάσεις σύνδεσης παιδιών που παρέμεναν αναιτιολόγητα σε δομές».

– Εκτός από την καταγραφή, έχει καταρτιστεί από τα ιδρύματα και ο ατομικός-ηλεκτρονικός φάκελος του κάθε παιδιού ώστε με την ενηλικίωσή του να μπορεί να γνωρίζει την καταγωγή του;

 

«Το Ατομικό Σχέδιο Οικογενειακής Αποκατάστασης περιλαμβάνει, πέραν του πλάνου αποκατάστασης για κάθε παιδί (αναδοχή, υιοθεσία, επιστροφή στη βιολογική οικογένεια), όλα εκείνα τα στοιχεία που το αφορούν, όπως τη ληξιαρχική πράξη γέννησης, τα στοιχεία για τους βιολογικούς του γονείς και όλα τα προσωπικά του δεδομένα. Αυτά είναι απόρρητα στοιχεία που μπορεί να μάθει μόνο το παιδί όταν ενηλικιωθεί και αφού το ζητήσει».

– Στις 6 Ιουλίου κηρύξατε την έναρξη της διαδικασίας σύνδεσης παιδιών με υποψήφιους γονείς. Μέσα από ποια διαδικασία το παιδί γίνεται μέλος της οικογένειας;

«Για τις προτάσεις που προκύπτουν από το σύστημα υπάρχει μια διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί. Αρχικά, ενημερώνονται οι κοινωνικοί λειτουργοί του παιδιού και των υποψηφίων γονέων. Κατόπιν, οι κοινωνικοί λειτουργοί επικοινωνούν πρώτα μεταξύ τους και μετά με τους υποψήφιους γονείς, με τους οποίους και συζητούν την πρόταση συνταιριάσματος. Επειτα, ξεκινά η περίοδος προσαρμογής, κατά την οποία το παιδί συναντά τους υποψήφιους γονείς, υπό την εποπτεία του κοινωνικού του λειτουργού. Τέλος, αν και τα δύο μέρη συμφωνούν, το παιδί τοποθετείται στην οικογένεια. Φυσικά σε κάθε στάδιο λαμβάνεται υπόψη η γνώμη του παιδιού με τρόπο που να συνάδει με την ηλικία και την ωριμότητά του».

 

– Πιστεύετε ότι είναι εφικτό, στο μέλλον, η παραμονή στις δομές να μειωθεί σημαντικά και παιδιά να μπορούν να πάνε σε ανάδοχες οικογένειες ακόμη και από το μαιευτήριο;

 

«Στόχος μας είναι η παραμονή του παιδιού σε δομή να αποτελεί μόνο ένα μικρό μεταβατικό στάδιο στη ζωή του και η ολοκλήρωση των διαδικασιών υιοθεσίας να γίνεται εντός ενός έτους. Πλέον υπάρχει ένα αποτελεσματικό σύστημα, το οποίο προβλέπει συγκεκριμένες διαδικασίες και αυστηρές προθεσμίες. Για να τηρηθούν αυτές, έχουμε ήδη ενισχύσει το σύστημα με κοινωνικούς λειτουργούς, τόσο του Δημοσίου όσο και ειδικά εκπαιδευμένους ιδιώτες, για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια. Οσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, πρέπει να σας πω ότι υπάρχει ήδη το πρόγραμμα «Πρώτη Αγκαλιά» που προβλέπει την άμεση βραχεία τοποθέτηση του παιδιού από το μαιευτήριο σε μια ανάδοχη οικογένεια, ώστε μέχρι να βρεθεί μια πιο μόνιμη λύση να μη χρειαστεί το παιδί να φιλοξενηθεί σε οποιαδήποτε δομή. Για να καλύψουμε όμως, με τον τρόπο αυτόν, παραπάνω βρέφη από νοσοκομεία χρειαζόμαστε παραπάνω αιτήσεις για το «Πρώτη Αγκαλιά»».

 

– Ποια ήταν τα προβλήματα που αντιμετωπίσατε στην εφαρμογή του νόμου;

«Το μεγαλύτερο ήταν η έλλειψη συντονισμού μεταξύ φορέων. Μιλάμε για 82 δομές από τη Θράκη μέχρι την Κρήτη, για τις κοινωνικές υπηρεσίες 13 περιφερειών, για 12 Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας και άρα για εκατοντάδες εργαζομένους που έπρεπε να εναρμονιστούν με έναν νέο νόμο. Μιλώντας με όλους αυτούς τους φορείς καταλάβαμε ότι οι πρακτικές που ακολουθούνταν διέφεραν και κατά συνέπεια έπρεπε σταδιακά να περάσουμε από τον κατακερματισμό ενεργειών σε ένα συντονισμένο σύστημα. Υπήρχε αντίσταση, αλλά είχαμε επιμονή».

– Η αντιπολίτευση σας καταλογίζει ότι «με τροπολογίες σε υπό συζήτηση νομοσχέδιο προσπαθείτε να εισαγάγετε στη διαδικασία του ψηφιακού ταιριάσματος και ιδιωτικούς φορείς παιδικής προστασίας με αμφίβολη επιστημονική στελέχωση». Τι απαντάτε;

«Η αντιπολίτευση βλέπει προβλήματα ακόμη και στα αυτονόητα. Η διαδικασία της ψηφιακής σύνδεσης παιδιών και υποψήφιων γονέων δεν οριζόταν στον νόμο. Συνεπώς δεν αλλάζουμε τίποτα αναφορικά με τους φορείς και τον τρόπο που εμπλέκονται στο σύστημα, αλλά ορίζουμε συγκεκριμένες διαδικασίες για αυτούς. Οπως ξεκαθάρισα στη Βουλή, τις αποφάσεις για τα παιδιά που προστατεύονται από το κράτος τις παίρνει το κράτος με μόνο γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον τους. Η εμπλοκή ιδιωτικών φορέων στη διαδικασία υιοθεσίας/αναδοχής ήταν επιλογή της σημερινής αντιπολίτευσης που τοποθέτησε ιδιωτικές δομές στο Εθνικό Συμβούλιο Αναδοχών και Υιοθεσίας – το οποίο και αλλάξαμε. Στο υπουργείο είμαστε κάθετοι. Τις αποφάσεις για τις αναδοχές και τις υιοθεσίες θα τις παίρνει το κράτος».

 

– Εχοντας την ευθύνη αυτής της διαδικασίας, έχετε συζητήσει με υποψήφιους γονείς ή με παιδιά σε ιδρύματα; Τι έχετε αποκομίσει από αυτή σας την εμπειρία;

 

«Εχω επισκεφτεί δομές σε όλη την Ελλάδα, τόσο δημόσιες όσο και ιδιωτικές και εκκλησιαστικές. Κάθε συζήτηση με τη διοίκηση των φορέων, τους εργαζομένους και τα φιλοξενούμενα παιδιά έφερνε στο φως και μια πτυχή που δεν θα μπορούσε να μάθει κανείς από το γραφείο του. Το ίδιο ισχύει και για τις συζητήσεις που κάνω με υποψήφιους αλλά και θετούς και ανάδοχους γονείς. Εχω προσωπική επαφή μαζί τους. Βιώνουν τις αγωνίες και ξέρουν τις δυσκολίες που μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει με το σύστημα, τους φορείς και τις διαδικασίες, οπότε μας παρέχουν εξαιρετική βοήθεια στα βήματα που πήραμε αλλά και σε αυτά που θα ακολουθήσουν».