Επειτα από 62 χρόνια ύπαρξης, με προόδους, οπισθοδρομήσεις, οικονομικές κρίσεις, υφέσεις και αναζωπυρώσεις εθνικισμού, η Ευρωπαϊκή Ενωση με 27 κράτη-μέλη συνεχίζει την ειρηνική αλλά πολυτάραχη πορεία της, παρά την «πληγή» που δημιούργησε η αποχώρηση της Βρετανίας. Ο άξονας Γερμανίας – Γαλλίας συνεχίζει να λειτουργεί με περισσότερες τριβές μετά την ενοποίηση της Γερμανίας και την ανάδειξή της ως της μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Η πρόσφατη βαθιά οικονομική κρίση έφερε στην επιφάνεια τις ατέλειες του σπουδαιότερου επιτεύγματος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της νομισματικής ενοποίησης, καθώς δημιούργησε ρήγματα μεταξύ του πλουσιότερου ευρωπαϊκού Βορρά και του φτωχότερου ευρωπαϊκού Νότου. Η κρίση έθεσε σε δοκιμασία την αντοχή του εγχειρήματος του κοινού νομίσματος και ανέδειξε τα υπαρκτά ελλείμματα δημοκρατίας και κυρίως αλληλεγγύης, που οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στις διαφορές αντιλήψεων και στην έλλειψη αλληλοκατανόησης μεταξύ των λαών της Ευρώπης σε Βορρά και Νότο.

Αυτές οι διαφορές αντιλήψεων των ευρωπαϊκών λαών είναι προφανώς αποτέλεσμα της διαφορετικής ιστορικής πορείας που ακολούθησε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, η οποία διαμόρφωσε την πολιτισμική της φυσιογνωμία. Οι αντιλήψεις σχετικά με τον οικονομικό ορθολογισμό, την προσήλωση στο καθήκον, την αποτελεσματικότητα της ανθρώπινης δράσης, την κοινωνική αλληλεγγύη, την εμπιστοσύνη στο κράτος και γενικότερα τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας και της κοινωνίας είναι διαφορετικές στον ευρωπαϊκό Βορρά σε σχέση με τον ευρωπαϊκό Νότο. Βεβαίως, οι ευρωπαϊκοί λαοί δεν διαφοροποιούνται, θεωρητικά τουλάχιστον, ως προς τις αντιλήψεις τους για τη δημοκρατία, ωστόσο και σε αυτά τα ζητήματα διαπιστώνονται αποκλίσεις, ιδίως στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, λόγω της διαφορετικής ιστορικής τους διαδρομής σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτές οι διαφορετικές αντιλήψεις αναπόφευκτα επηρεάζουν τις αποφάσεις των κυβερνήσεων στη διαμόρφωση και στην άσκηση της πολιτικής τους.

Διαπιστώνουμε συνεπώς ότι τόσο ο τρόπος αντιμετώπισης της πανδημίας με υγειονομικά μέτρα, όσο και ο τρόπος αντιμετώπισης των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας με δημοσιονομικά και χρηματοπιστωτικά μέσα δυστυχώς διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά και του ευρωπαϊκού Νότου. Φαίνεται ότι και στην περίπτωση της κρίσης της πανδημίας (όπως και στην ανάλογη περίπτωση της οικονομικής κρίσης πριν από μερικά χρόνια) οι διαφορές των πολιτισμικών χαρακτηριστικών των ευρωπαϊκών λαών οδηγούν στις διαφορές αντιμετώπισης των κρίσεων. Ετσι στις χώρες-μέλη του ευρωπαϊκού Βορρά τα υγειονομικά μέτρα είναι λιγότερο αυστηρά ή και ανύπαρκτα με κόστος ανθρώπινες ζωές (βλ. Σουηδία) μπροστά στον κίνδυνο οικονομικής κατάρρευσης σε σύγκριση με τον Νότο.

Οι διαφοροποιήσεις όμως που διαπιστώνονται στον τρόπο αντιμετώπισης των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας μεταξύ Βορρά και Νότου έχουν σοβαρές συνέπειες για την ευστάθεια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος γιατί οδηγούν σε νέες ανισότητες. Οι μεγάλες οικονομικές δυνατότητες των χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά επιτρέπουν πολύ μεγαλύτερες δημοσιονομικές και χρηματοπιστωτικές παροχές στις επιχειρήσεις και στους εργαζομένους τους σε σχέση με τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Αντίθετα, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, και μεταξύ αυτών και η χώρα μας, οι οποίες, αν και, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, πλήττονται οικονομικά πολύ περισσότερο – λόγω των ασθενών οικονομικών δομών τους και της εξάρτησής τους από τον τουρισμό -, δεν έχουν, εξαιτίας της υπερχρέωσής τους, μεγάλα περιθώρια παροχών στις οικονομίες τους για να επανέλθουν στην ανάπτυξη.

Τίθεται συνεπώς και πάλι ζήτημα της αλληλεγγύης μεταξύ Βορρά και Νότου, όπως είχε τεθεί στην πρόσφατη κρίση. Δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι οι παραδοσιακές αντιλήψεις των Βορείων θα αναμενόταν να καμφθούν μπροστά στην πανδημία που απειλεί τις ανθρώπινες ζωές και καταδικάζει στη φτωχοποίηση μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε όλες ανεξαιρέτως τις ευρωπαϊκές χώρες, η δυστοκία για «γενναιόδωρες» αποφάσεις είναι για ακόμη μια φορά παρούσα. Η κωλυσιεργία στη δημιουργία ενός κοινού Ταμείου Ανάκαμψης με διάφορα προσχήματα είναι γεγονός. Η προσπάθεια της Γαλλίας ως ενδιάμεσης χώρας να συμβιβάσει την άρνηση των βόρειων χωρών με τις ανάγκες των Νοτίων συνεχίζεται με ελπίδες συμβιβασμού. Ευτυχώς, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ήδη λάβει γενναίες αποφάσεις – όπως με την επέκταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, παρά τις αντιρρήσεις των Βορείων (βλ. απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου) -, ενώ συνεχίζει να προειδοποιεί για την ανάγκη δημοσιονομικής αλληλεγγύης των πλουσιότερων προς τις φτωχότερες χώρες της Ενωσης.

Φαίνεται ότι οι παραδοσιακές αντιλήψεις των ευρωπαϊκών λαών δεν αλλάζουν εύκολα. Θα χρειαστούν πολλές ακόμη δεκαετίες κοινωνικής «ώσμωσης» και αλληλογνωριμίας των λαών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης για να αλλάξουν. Αξίζει ωστόσο η προσπάθεια για μια νέα συνεννόηση ώστε να υποχωρήσουν τα στερεότυπα για τον «σκληρά εργαζόμενο» ευρωπαϊκό Βορρά και τον «σπάταλο» ευρωπαϊκό Νότο. Η πανδημία αποτελεί μια νέα ευκαιρία αλληλοκατανόησης, η οποία θα μπορούσε να δώσει μια νέα πνοή στο ευρωπαϊκό εγχείρημα και ένα νέο παράδειγμα οργάνωσης του δημόσιου βίου στην Ευρώπη.

Εξάλλου, εφόσον εκδηλωθεί ουσιαστική ευρωπαϊκή δημοσιονομική αλληλεγγύη με στόχο την ισόρροπη ανάπτυξη όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, θα επωφεληθούν πρώτα οι βόρειες χώρες με τις νέες δυνατότητες εξαγωγών και επενδύσεων που θα δημιουργηθούν. Επιπλέον, η ενδυνάμωση της Ευρώπης συνολικά θα μπορούσε, μετά την περιπέτεια του κορωνοϊού, να αντιμετωπίσει ευχερέστερα την κινεζική επέλαση και τις παγκόσμιες προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της νέας τεχνολογικής επανάστασης.

 

Ο κ. Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο ΕΚΠΑ, πρώην υπουργός.