Υπάρχουν δύο τρόποι να σταθεί κανείς απέναντι στη ρητορική για τους «αρμούς της εξουσίας». Ο ένας τρόπος είναι να αναγνωρίσουμε σε αυτή την προσέγγιση της εξουσίας μια πολύ κλασική ιδέα, τετριμμένη για όλες τις εκδοχές του ριζοσπαστισμού στη νεότερη εποχή. Η ιδέα λέει ότι πέρα από τους τυπικούς θεσμούς άσκησης της εξουσίας, υπάρχει ένα αόρατο πλέγμα δυνάμεων και πρακτικών, μια δομή που ηγεμονεύει και υπαγορεύει, κατά κάποιον τρόπο, την πολιτική των «αστικών κομμάτων». Προφανώς η ιδέα έχει μεγάλο βάθος χρόνου και συνδέεται, όπως γνωρίζουμε, με ποικίλες οικογένειες της ριζοσπαστικής σκέψης που είδαν το φως πολύ προτού μπει ο εικοστός αιώνας.

Ο δεύτερος τρόπος να διαβάσει κανείς τα περί αρμών της εξουσίας είναι πιο απλός και αφόρητα πεζός: στην περίπτωση αυτή, το θέμα είναι η στελέχωση των υπηρεσιών του κράτους (και ο έλεγχός της) ή ο βαθμός διείσδυσης σε διάφορα πεδία από τον Τύπο έως τις επαγγελματικές οργανώσεις, την Τράπεζα της Ελλάδος κ.λπ. Σε αυτή την περίπτωση, ο αρμός ή οι λεγόμενες δομές της εξουσίας είναι απλώς μια αριστερίζουσα «παράφραση» για αυτό που στην κοινή μας εμπειρία θα ονομάζαμε τα πόστα, οι θέσεις διοίκησης και απόφασης. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια ιδέα που ακουμπάει σε μια θεωρία για την εξουσίας, στη δεύτερη μια άποψη για το γκουβέρνο.

Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ αυτοί οι δύο τρόποι να μιλάει κανείς για τις δομές και τους αρμούς εναλλάσσονται και πλέον αναμειγνύονται ελεύθερα στον δημόσιο λόγο. Οταν λοιπόν ξεσηκώνεται θόρυβος, εύκολα μπορεί κάποιος να πηδήξει σε κάτι θεωρητικό ή θεωρητικοειδές (κάνοντας νεύμα μέχρι τους «ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους» του Αλτουσέρ) αλλά την ίδια στιγμή και να αντεπιτεθεί στο πιο πεζό επίπεδο ανασύροντας παραδείγματα κομματισμού και πελατειασμού από τους αντιπάλους του. Η ρητορική περί αρμών εξουσίας μπορεί έτσι να παίζει με μια βασική διαίσθηση των ριζοσπαστισμών, την υποψία δηλαδή ότι η πολιτική δημοκρατία και οι τυπικοί θεσμοί της είναι εξωτερική έκφραση βουλήσεων και δομών που παραμένουν στο παρασκήνιο. Οσες εκλεπτύνσεις, διορθώσεις, μετατροπές και αν έχουν συμβεί σε αυτό το μοτίβο (και είναι άπειρες στη θεωρία) παραμένει πάντα εύχρηστο για κάθε ευκαιρία. Την ίδια στιγμή, όμως, στα καινούρια κυρίως κοινά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, προσφέρεται και η καταγγελία του «κράτους της Δεξιάς» σαν μια πιο αναγνωρίσιμη και οικεία μετάφραση της θέσης για τους αρμούς εξουσίας και την κατάληψή τους.

Πρέπει κανείς να αισθάνεται έκπληξη γι’ αυτό το σχήμα λόγου και την αντίστοιχη τοποθέτηση; Ισως φανεί παράδοξο αλλά απαντώ όχι. Στοιχειώδης επαφή με τα βασικά του ριζοσπαστισμού (στον οποίο και πολλοί απ’ όσους αντιδρούν τώρα έχουν/έχουμε θητεύσει και άρα δεν επιτρέπεται να κάνουμε τους ανήξερους), η άποψη περί δομών εξουσίας είναι μέσα στο «αλφαβητάρι». Είτε με κάποιες θεωρητικές αξιώσεις είτε πιο εμπειρικά και συναισθηματικά, όλες οι ριζοσπαστικές εκδοχές πολιτικής δεν αρκούνται ποτέ στην προοπτική ανάληψης της διακυβέρνησης: διεκδικούν πάντα την ολότητα των πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων, την «ηγεμονία» που πρέπει να έχει διάρκεια και να βαθαίνει όλο και περισσότερο περνώντας από το ένα πεδίο στο άλλο. Αυτό είναι μέσα στον κανόνα όλων των δυνάμεων που έχουν προέλευση και αναφορά στον αριστερό ριζοσπαστισμό, ακόμα και μετά την τυπική εγκατάλειψη κάποιων πολιτικών θέσεων. Αυτό που, ωστόσο, μπερδεύει κάπως τα πράγματα και δημιουργεί αναστάτωση, είναι όταν το σχήμα περί των αρμών της εξουσίας προσαρμόζεται άνετα στην πολεμική κατά προσώπων ή θεσμών που δεν υπήρξαν και δεν είναι ακόμα αρεστοί στον ΣΥΡΙΖΑ. Οταν δηλαδή τα πάγια θεωρητικά σχήματα του ριζοσπαστισμού συρρικνώνονται στην αντιπάθεια για τον Στουρνάρα ή στη θεωρία της συνωμοσίας των ΜΜΕ, στο ένα ή άλλο μέτωπο με πρόσωπα.

Ούτε κι αυτό πρέπει όμως να προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση: πρόκειται απλώς για ένα απόθεμα λαϊκιστικής μετάφρασης της άποψης περί αρμών εξουσίας. Με διάφορους τρόπους, εδώ και χρόνια ο Αλτουσέρ μετατρέπεται σε εικονογραφημένο ανάγνωσμα, κόβεται και ράβεται για τους καιρούς των τιτιβισμάτων, του κραξίματος και των διαδικτυακών απειλών. Για να καταλαβαίνει ο κόσμος, ο «συστημικός» αντίπαλος πρέπει να σκιτσάρεται, απαρεγκλίτως, ως απατεώνας και λαμόγιο. Η παλιά γελοιογραφία με τον καπιταλιστή με το πούρο συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και στην εποχή των άκαπνων startuppers. Ετσι, σου λένε, γίνεται ρεαλιστική πολιτική σήμερα.
Και εδώ, από πολλές απόψεις, δεν υπάρχει κάποιο μυστήριο, εκτός από την ειλημμένη απόφαση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αντλήσει στοιχεία από τις πιο παραδοσιακές δεξαμενές πολιτικού λόγου που έπαιζαν με την πολιτική του σκανδάλου και των επιθέσεων ad hominem.
Δεν υφίσταται λοιπόν κάποιο πολιτικό θέμα με τη δήλωση περί αρμών εξουσίας; Πρόκειται για χαρακτηριστικό ταυτότητας ενός χώρου που προσαρμόζεται απλώς σε ένα παίγνιο εξουσίας; Υπάρχει θέμα. Για όσους όμως, είτε έχουν σχέση με την Αριστερά είτε όχι, αντιλαμβάνονται τη φιλελεύθερη δημοκρατία ως ένα πλαίσιο που μετριάζει και «κουτσουρεύει» τις αξιώσεις πολιτικής ισχύος που έχουν τα διάφορα κόμματα και όλες οι ανταγωνιζόμενες δυνάμεις. Η δήλωση περί κατάληψης των αρμών της εξουσίας προσβάλλει την αίσθηση που έχουμε αποκομίσει μέσα από πικρά ιστορικά και πολιτικά μαθήματα: το ότι η φαντασίωση «κατάληψη της εξουσίας» είναι προβληματική ακριβώς όταν επιζητεί να είναι βαθύτερη και να διεκδικεί τη σάρωση όλων των τόπων (της) εξουσίας.

Πρέπει ωστόσο να παραδεχτούμε πως αυτό που για κάποιους είναι θεωρητικός και πολιτικός κίνδυνος, για άλλους είναι απολύτως θεμιτό και επιθυμητό πράγμα. Και σε τούτη την περίπτωση όπως και σε άλλες, διαπιστώνουμε ότι τα ρήγματα στην πολιτική κουλτούρα δεν μπαλώνονται με πολιτικάντικες προσαρμογές ή ανασκευασμένες δηλώσεις. Η διαφωνία για τη φύση και τη λειτουργία της δημοκρατίας είναι τελικά πιο σοβαρή από τις διαφωνίες για τα επιδόματα, τον Νόμο Κατρούγκαλου ή τις καταλήψεις.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.