Δύο επιλογές διανοίγονται για τη ΔΕΗ, σύμφωνα με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της επιχείρησης κ. Μανόλη Παναγιωτάκη. Κατά τη διάρκεια της τακτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων, ο επικεφαλής της ΔΕΗ αναφέρθηκε στους δύο δρόμους που μπορούν να οδηγήσουν στην εξυγίανση της επιχείρησης.

Στον πρώτο διατηρείται η πλειοψηφία των μετοχών και ο έλεγχος της διοίκησης από το Δημόσιο. Όμως το κράτος θα πρέπει, όπως υπογράμμισε, να εγκαταλείψει τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της επιχείρησης και να προχωρήσει σε ριζική αναδιάρθρωση του μοντέλου λειτουργίας, με βάση τους κανόνες και την λειτουργία των αρχών εταιρικής διακυβέρνησης,άρση των εμποδίων για προσλήψεις, αμοιβές, προμήθειες και αναθέσεις και με άμεση αλλαγή του θεσμικού πλαισίου από τη νέα κυβέρνηση. 

Διαφορετικά, θα πρέπει να ακολουθηθεί το δεύτερο σενάριο, δηλαδή η είσοδος στρατηγικού επενδυτή. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να υπάρχει συμφωνία μετόχων που θα ορίζει τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων και τον ορισμό της διοίκησης. Ο κ. Παναγιωτάκης χαρακτήρισε ως «εφιαλτικά και καταστροφικά» τα σχέδια να πουληθούν πάγια της εταιρείας (πακέτα λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων) ως μέσο επίλυσης των οικονομικών αδιεξόδων της επιχείρησης και στην συνέχεια να έλθει ο στρατηγικός επενδυτής. «Πώς μπορεί να βρεθεί στρατηγικός επενδυτής σε μια επιχείρηση που θα έχει μείνει ένα κουφάρι», αναρωτήθηκε ο ίδιος.

Η πώληση πολύτιμων περιουσιακών στοιχείων, όπως εξήγησε, δεν αποτελεί μέσο εξυγίανσης. Σύμφωνα με τον ίδιο, μόνο από την αναχρηματοδότηση των δανείων μπορεί να μειώσει τις χρηματοοικονομικές ροές και να αυξήσει την κερδοφορία κατά 80%. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτάκη, η ΔΕΗ θα πρέπει να είναι ελεύθερη να δράσει ως εταιρεία με καθαρά επιχειρηματικά κριτήρια και να μην επωμίζεται βάρη που αποτελούν υποχρεώσεις της Πολιτείας,  όπως είναι για παράδειγμα το Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο.  «Οι συμπολίτες που έχουν ανάγκη από το ΚΟΤ πρέπει να επιδοτούνται από το κράτος με κουπόνια και να επιλέγουν  πάροχο. Τώρα πάνε όλοι στην ΔΕΗ», σημείωσε.

Ο επικεφαλής της ΔΕΗ τόνισε ότι οι ζημιές της ΔΕΗ οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες – όπως είναι η αύξηση του κόστους του διοξειδίου του άνθρακα ή η μείωση των πωλήσεων – τις οποίες θα είχε αποφύγει εάν η λειτουργία της δεν είχε αντίκτυπο σε όλη τη χώρα και εάν δεν υπήρχαν εμπόδια στην αναπροσαρμογή των τιμολογίων ρεύματος.

 Οι διαρθρωτικές αλλαγές, επεσήμανε ο κ. Παναγιωτάκης, δεν αρκούν καθώς ακόμη και αν περιοριστούν οι μισθολογικές δαπάνες,  έχει εκτιναχθεί τόσο πολύ το κόστος των δημοπρασιών ενέργειας (τύπου ΝΟΜΕ) και των δικαιωμάτων ρύπων που υπερβαίνουν το κόστος. «Είναι απαραίτητες στοχευμένες διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες  χρειάζονται χρόνο για να αποδώσουν», σημείωσε.

Αναφορικά με το σχέδιο αναδιάρθρωσης της McKinsey η διοίκηση της ΔΕΗ ανακοίνωσε ότι σε ορισμένους τομείς έχουν υπερκαλυφθεί οι στόχοι. Όπως δήλωσε, οι εισπράξεις από ανεξόφλητα χρέη θα υπερβούν το στόχο των 865 εκατ. ευρώ που έχει θέσει η McKinsey και θα φτάσουν το 2020 τα 950 εκατ. ευρώ. Ο στόχος για μείωση του προσωπικού κατά 4.414 άτομα θα υπερκαλυφθεί έως το 2022. Σχετικά με τις επενδύσεις στη διανομή ρεύματος και στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ο στρατηγικός σχεδιασμός θα αναπληρώσει το χαμένο έδαφος.

«Η ΔΕΗ ούτε καταρρέει, ούτε είναι στο χείλος του γκρεμού» επισήμανε και τόνισε ότι η εταιρεία μπορεί να γίνει φορέας ανάπτυξης, αρκεί να είναι ελεύθερη να δράσει με επιχειρηματικά κριτήρια. Ο κ. Παναγιωτάκης ανακοίνωσε επίσης συνέργιες με τον ΔΕΔΔΗΕ (Διαχειριστής του δικτύου) για την ανάπτυξη θυγατρικής εταιρείας στους τομείς της εκπαίδευσης και της πληροφορικής που θα παρέχει υπηρεσίες και προς τρίτους καθώς και αξιοποίηση του δικτύου διανομής ενόψει των μεγάλων επενδύσεων σε τηλεπικοινωνιακά δίκτυα 5G.

Επίσης, μεταξύ άλλων, ο κ. Παναγιωτάκης ανέφερε ότι η επιχείρηση παρά τις δυσκολίες παραμένει ο μεγαλύτερος ιδιώτης επενδυτής στη χώρα (το 2018 οι επενδύσεις έφτασαν στα 746,7 εκατομμύρια ευρώ) και στηρίζει τη βιομηχανία και την ανταγωνιστικότητά της. Επίσης, τόνισε ότι η απελευθέρωση της αγοράς πρέπει να επανασχεδιαστεί από την αρχή. «Ακόμη και προμηθευτές που διαθέτουν οι ιδιόκτητες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής προτιμούν να αγοράζουν ρεύμα από τη ΔΕΗ αντί από τις δικές τους εταιρείες», υποστήριξε, επισημαίνοντας ότι οι ποσότητες ενέργειας που διαθέτει η ΔΕΗ μέσω των δημοπρασιών ΝΟΜΕ, ξεπερνούν το σύνολο της λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής της παραγωγής.