Τούτες οι ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές εκλογές ούτε απλές είναι ούτε συνηθισμένες. Η κρισιμότητά τους είναι προφανής διά γυμνού οφθαλμού. Θεωρούνται και είναι προπαρασκευαστικές των εθνικών εκλογών και υπό αυτή την έννοια δεν χωρούν ταλαντεύσεις.

Επειτα από δέκα χρόνια κρίσης η Ελλάδα βρίσκεται σε μεταίχμιο, ή ακριβέστερα σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Οι πολίτες καλούνται να επιλέξουν ποιον δρόμο θα βαδίσει η χώρα. Αν θα μείνει σε κύκλο εσωστρέφειας και μιζέριας ή θα επιχειρήσει άλμα προόδου και δυναμικής ανάπτυξης. Αν θα συμβιβαστεί με έναν κύκλο μικροδιευθετήσεων και μικρορυθμίσεων ή θα ανοίξει τα φτερά της και θα αδράξει την ευκαιρία που παρουσιάζεται μπροστά της.

Ουσιαστικά συγκρούονται δύο βασικές σχολές πολιτικής σκέψης και πολιτικής πρακτικής.

Η κυβέρνηση όλα τα προηγούμενα χρόνια έδρασε διπλά, σχεδόν διπολικά. Αρχικά πολιτεύθηκε επιθετικά έναντι των εταίρων και δανειστών, κυριαρχούμενη από τις ομολογημένες αυταπάτες και ψευδαισθήσεις που καθοδηγούσαν την ηγεσία της. Δεν αναγνώριζε την επελθούσα χρεοκοπία και τις δυσμενέστατες συνέπειές της, ούτε το βάρος που όφειλε να αναλάβει ως υπεύθυνη κυβέρνηση. Ετσι, έφθασε στο απόλυτο αδιέξοδο, που την οδήγησε σε έναν ετεροβαρή και απολύτως προβληματικό συμβιβασμό.

Χάνοντας οποιοδήποτε στοιχείο διαπραγμάτευσης παραδόθηκε αμαχητί, αποδεχόμενη τον δύσκολο στόχο της σταθεροποίησης, τον οποίο υπηρέτησε στη συνέχεια με σχεδόν γενιτσαρικό τρόπο επιβάλλοντας στην ελληνική κοινωνία πολύ περισσότερα μέτρα από αυτά που οι ανάγκες και οι περιστάσεις απαιτούσαν.

Κατά μία εκδοχή μάλιστα επέλεξε τη σκληρή λιτότητα και την υπερφορολόγηση για να ασφαλιστεί έναντι των απαιτητικών εταίρων και δανειστών και βεβαίως για να δημιουργήσει ένα απόθεμα προεκλογικών πόρων που θα απέδιδε στους πολίτες στο τέλος της τετραετίας, με προφανή σκοπό τον προσεταιρισμό των ψηφοφόρων.

Υπηρέτησε δηλαδή με το παραπάνω την επιβληθείσα από τους ξένους σταθεροποίηση, εφήρμοσε ένα απολύτως μονεταριστικό σχέδιο, αλλά ουδέποτε πίστεψε πραγματικά σε αυτό.

Γι’ αυτό και θυσιάζει, μέσω των παροχών, με τόση άνεση στην πρώτη προεκλογική στροφή το αιματοβαμμένο αποτέλεσμά της. Το σχέδιο άλλωστε που υπηρέτησε, καθ’ υπόδειξη των εταίρων, δεν εξαντλείται στη σταθεροποίηση.

Προέβλεπε ταυτόχρονα άλματα μεταρρυθμιστικά, δυναμικό άνοιγμα στις αγορές και μεταφορά πόρων στις επενδύσεις, ώστε να αλλάξει το κλίμα στην οικονομία και να οικοδομηθούν στέρεες βάσεις μονιμότερης ανάπτυξης, ικανές να αλλάξουν πραγματικά τη ζωή των πολιτών.

Αντί αυτών, η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός προτίμησαν το σύνηθες και ευτελές πελατειακό εμπόριο ψήφων, διά της διανομής γλίσχρων επιδομάτων.

Δεν διδάχθηκαν δυστυχώς τίποτε από την κρίση και είναι έτοιμοι, χωρίς μέτρο και αιδώ, να ακυρώσουν για λίγες ψήφους τις πολυετείς θυσίες του ελληνικού λαού.

Το ενδεχόμενο να παλινδρομήσει η χώρα σε νέα κρίση και να βυθιστεί ξανά σε δίνη νέων περιοριστικών μέτρων είναι πλέον ορατό, όπως άλλωστε προειδοποιούν οι επίσημες ευρωπαϊκές αρχές.

Ο κίνδυνος λοιπόν επιστροφής στη μιζέρια της μεγάλης κρίσης είναι μεγάλος και με ακρίβεια περιγεγραμμένος.

Γι’ αυτό και το δίλημμα της ευρωπαϊκής κάλπης είναι μέγα και απολύτως καθοριστικό για την πορεία της χώρας.

Ολοι γνωρίζουν τη συνέχεια και όλοι θα φέρουν ευθύνη αν αντί ενός κύκλου ευκαιριών διολισθήσουμε και πάλι σε κύκλο αυτοκαταστροφικό.