Σαρωτικές αλλαγές έρχονται στην διαδικασία υποβολής των φορολογικών δηλώσεων του 2019.

Στόχος του υπουργείου Οικονομικών είναι να ανοίξει το Taxis, νωρίτερα από άλλες χρονιές. Για την επίσπευση της διαδικασίας υποβολής των φορολογικών δηλώσεων του 2019 έχει γίνει ευρεία σύσκεψη με τους αρμόδιους φορείς.

Με βάση τα τωρινά δεδομένα, θα θεωρηθεί έκπληξη να ξεκινήσει η διαδικασία υποβολής των δηλώσεων πριν από το τέλος Μαρτίου.

Άλλωστε ο νόμος που πρόσφατα πέρασε από τη Βουλή ορίζει ότι οι παντρεμένοι μπορούν να κάνουν ξεχωριστή δήλωση έχουν περιθώρια έως τις 28 Φεβρουαρίου του 2019 προκειμένου να κάνουν την απαιτούμενη δήλωση στην εφορία.

Έτσι, με τις δηλώσεις Ε1 για τα εισοδήματα του 2018 που θα υποβληθούν το 2019, ξεκινά για πρώτη φορά η – προαιρετικά – ξεχωριστή υποβολή δηλώσεων των συζύγων.

Σήμερα ο νόμος επιτρέπει την υποβολή χωριστών δηλώσεων στους συζύγους μόνο σε τρεις περιπτώσεις:

  • Αν έχει επέλθει διακοπή της έγγαμης συμβίωση ή λύση του συμβολαίου συμβίωσης.
  • Ένας από τους δύο συζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης.
  • Ένας από τους δύο συζύγους έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση.

Το βασικότερο πλεονέκτημα των χωριστών φορολογικών δηλώσεων είναι το ξεχωριστό εκκαθαριστικό που εκδίδεται για τον καθένα.

Ο κάθε σύζυγος πληρώνει το φόρο που του αναλογεί και εισπράττει την επιστροφή φόρου που δικαιούται χωρίς να γίνεται συμψηφισμός της επιστροφής με τυχόν οφειλή του άλλου συζύγου. Και σήμερα μπορεί να γίνει διαχωρισμός της οφειλής μετά όμως από αίτηση στην Εφορία.

Τα χωριστά εκκαθαριστικά διασφαλίζουν τη φορολογική ενημερότητα του συζύγου που δεν χρωστά.

Η κοινή φορολογική δήλωση συμφέρει κυρίως ζευγάρια τα οποία αντιμετωπίζουν ζήτημα κάλυψης τεκμηρίων ή εκείνους οι οποίοι δυσκολεύονται να συγκεντρώσουν το απαιτούμενο ποσό ηλεκτρονικών πληρωμών για την κάλυψη του αφορολογήτου.

Στην περίπτωση των τεκμηρίων, εάν ένας σύζυγος πιάνεται στην «τσιμπίδα» τους, μπορεί ο έτερος να συνδράμει για να καλύψει με τα εισοδήματά του την διαφορά που προκύπτει και να μην επιβαρυνθεί ο άλλος. Το ίδιο ισχύει και με τις δαπάνες που πραγματοποιούνται με πλαστικό χρήμα οι οποίες εξασφαλίζουν το αφορολόγητο όριο εισοδήματος.