1.Τι σου είναι αυτός ο μεταφορικός λόγος! Αλλά και πόσο εύκολα ωραιοποιεί ή  ασχημαίνει ή τραγικοποιεί- ο πονηρός- τα πάντα, κατά το δοκούν! Κάποτε «ξέραμε» τα Γραφεία Κηδειών. Περνάγαμε απέξω και δεν τολμούσαμε να κοιτάξουμε μέσα. Τώρα μάθαμε να τα λέμε Γραφεία Τελετών ώστε να μπορούμε να μεταφερόμαστε νοερώς σε μια τελετή με ταρατατζούμ, ενώ πενθούμε για ένα προσφιλές πρόσωπο που μας «έφυγε». Και για κάποια επώνυμα και επιφανή πρόσωπα ισχύει και το χειροκρότημα, γιατί όχι; Ως ύστατος χαιρετισμός. Ως μία έκφραση ευγνωμοσύνης για ό,τι πρόσφεραν ή, δεν προσέφεραν με απόδοση σε χειροκροτήματα. Οι πενθούντες θα νιώθουν ικανοποιημένοι για την τιμητική αυτή εκδήλωση. Για το νεκρό δεν ξέρουμε κι ούτε θα μάθουμε ποτέ.  Εκτός και αν ο Χάρος αρχίσει να χορηγεί άδειες απουσίας με υποχρέωση επιστροφής άμα τη λήξει της αδείας.

Θα υπάρχουν παράπονα, το ξέρω. «Γιατί αυτός και όχι εγώ; Ο Κουφοντίνας είναι; Εχει βγει δυο φορές και εγώ καμία! Αυτό αποτελεί κατάφωρη αδικία!».

Αλλά έτσι θα μάθουμε και εμείς πώς είναι η ζωή στο υπερπέραν. Πώς περνάν «οι «άλλοι» στα επέκεινα. Στο ποιητικό «sweet  hereafter», «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος.». Ζωή και κότα που λένε, αν και ο Επίκουρος θα διαφωνούσε κάθετα επ’ αυτού.

Και έτσι θα γίνουν οι τελετές πιο χαρούμενες, αφού ο εκλιπών θα μπορεί «να πεταχτεί» να μας δει, αν τον επιθυμήσουμε πολύ, και να μας αφηγηθεί ένα σωρό ιστορίες για τον μετά θάνατο βίο. H απόσταση θανάτου από τη ζωή θα μειωθεί  δραστικά. Θα ισχύσει η αρχή της χωρίς σύνορα και περιορισμούς καλής γειτονίας.

  1. Η «σορός» αποτελεί ένα άλλο λεξικοσημασιολογικό πρόβλημα : αυτό της «στομφοποίησης» της λέξης «πτώμα». Γι’ αυτό ίσως να μην είναι άμοιροι ευθυνών κάποιοι ευφάνταστοι δημοσιογράφοι. Ο υπογραφόμενος έψαξε ουκ ολίγα λεξικά και την καλύτερη ερμηνεία της λέξης «σορός» τη βρήκε στο παραγνωρισμένο αλλά πολύ αξιόλογο «ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ [ΙΔΡΥΜΑ ΜΑΝΟΛΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ] :

«Επίσημος χαρακτηρισμός ανθρωπίνου πτώματος που προορίζεται για ενταφιασμό
Εδώ μετράει το «επίσημος» που το διαφοροποιεί από οιονδήποτε άλλον ορισμό. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να πούμε :  «Η σορός του άτυχου άστεγου μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο», ενώ είναι σωστό να πεις: «Η σορός του εκλιπόντος διαπρεπούς πολιτικού μεταφέρθηκε στην τάδε εκκλησία για να εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα».  Με άλλα λόγια το  πτώμα  και η σορός δεν είναι  τα απόλυτα συνώνυμα που χρησιμοποιούνται εναλλακτικά      το ένα ή το άλλο, αδιακρίτως. Η Λέξη  σορός εμπεριέχει  ένα τελετουργικό στοιχείο καθώς και τη σημαντικότητα του τεθνεώτος  προσώπου, όπου το σώμα του, ως ένα βαθμό ιεροποιείται. Μέχρι πρότινος η χρήση του περιοριζόταν  σε βασιλιάδες, πρωθυπουργούς  και άλλα πολύ εξέχοντα πρόσωπα. Τώρα έχει γίνει πολύ κοινό και εύχρηστο με έντονο το δημοκρατικό στοιχείο,  αφού καταργεί τις κοινωνικές διακρίσεις. Είμαστε όλοι ίσοι ενώπιον του θεού και των ανθρώπων. Αρα όλοι δικαιούμαστε να ονοματισθούμε σοροί.

3.Ατυχώς το λάθος-εφόσον γίνεται αλόγιστη χρήση του- μεταβάλλεται σε καθεστώς και χρησιμοποιείται κατά κόρον. Αυτό μας οδηγεί σε μια άλλη πολύπαθη φράση, την «καταρχήν». Το  «καταρχήν σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι ευγενείς πωλητές καταστημάτων είναι λάθος διότι εδώ η φράση σημαίνει: «κατά κανόνα», ή, «έχω ως αρχήν» (Σε τι μπορώ να σας βοηθήσω). Η σωστή φράση εδώ είναι  «καταρχάς».» Πρώτα από όλα», «Εν πρώτοις», όπου διαφαίνεται η προθυμία και η ευγένεια του πωλητή. Πολλοί δεν το χρησιμοποιούν γιατί ηχεί καθαρευουσιάνικο!

Βέβαια μπορεί να υπάρξει αμφισημία όπως στην πρόταση «καταρχήν  δε δανείζω χρήματα»: «Πρώτα απ’όλα εγώ δε δανείζω» ή,  «έχω ως (απαράβατη) αρχή- έχω κανόνα- να μη δανείζω». Η αμφισημία εδώ έγκειται στο ότι οι δυο προτάσεις είναι σχεδόν συνώνυμες, λόγω συγκειμένων.

  1. Θα καταλήξουμε στο «καταλήγω» και στη μακάβρια αναφορά του. Το περί ου ο λόγος ρήμα αντικαθιστά το «πεθαίνω», «όταν θέλουμε να απαλύνουμε την έννοια του θανάτου».(βλ. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. Μανώλης Τριανταφυλλίδης).

Φαντάζεστε τώρα τον πόνο μιας γυναίκας, όταν της αναγγείλει  μετά πάσης επισημότητας ο γιατρός: «Κυρία Ευθυμία μου, ο σύζυγός σας κατέληξε!». «Κατέληξε, πού γιατρέ μου;».  Ένα απείρως ψυχρό και ουδέτερο ρήμα (« Αυτό το λεωφορείο καταλήγει στη Πλατεία Κολιάτσου» ή, «Δεν καταλαβαίνω που θέλεις να καταλήξεις») αντικαθιστά το πιο συναισθηματικά φορτισμένο ρήμα του κόσμου, που έχει να κάνει με το πολυτιμότερο πράγμα: την απώλεια μιας ζωής.

Υπάρχουν τόσα άλλα ρήματα να αποδώσουμε το τραγικό γεγονός του θανάτου και να αφήσουμε το «καταλήγω» με τις καταλήξεις του. Αλλωστε λαμβανομένων υπόψη των φιλοσοφικών και Χριστιανικών θεωριών, ο θάνατος δεν είναι κατάληξη αλλά συνέχεια της ζωής μας «αλλού», ίσως να μην  καταλήγουμε πουθενά σε ό,τι αφορά την κατάληξή μας. Αραγε, υπάρχει μετά θάνατο βίος ή, «καταλήγουμε» οριστικά και αμετάκλητα;

Ο κ. Θάνος Κακουριώτης είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ.