Στις τελευταίες θέσεις των χωρών – μελών της ΕΕ ως προς την ανάπτυξη παραμένει η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι για έκτο συνεχές τρίμηνο το ΑΕΠ της ενισχύεται, τόσο σε ετήσια όσο και σε τριμηνιαία βάση.
Σύμφωνα με ανάλυση της Eurobank, η απόκλιση που παρατηρείται, οφείλεται στο χαμηλό βαθμό ανόδου της παραγωγικότητας στην εγχώρια αγορά σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Από τα τελευταία επίσημα στοιχεία προκύπτει ότι από την αρχή του 1ου τριμήνου 2017 μέχρι και το τέλος του 2ου τριμήνου 2018 (2017Q1-2018Q2) ο μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στην Ελλάδα, ήτοι η μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ, διαμορφώθηκε στο 1,6%.
Ποια ήταν όμως η αντίστοιχη μακροοικονομική επίδοση των υπολοίπων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28 κρατών μελών (ΕΕ-28);
Την περίοδο 2017Q1-2018Q2 ο μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στην ΕΕ-28 και την Ευρωζώνη ανήλθε στο 2,3%, δηλαδή κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ) υψηλότερος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο ρυθμό διεύρυνσης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα.
Στις επί μέρους οικονομίες της ΕΕ-28 τα στοιχεία είχαν ως εξής:
Ιρλανδία 7,6% (μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ), Μάλτα 6,3%, Ρουμανία 5,9%, Πολωνία 4,8%, Σλοβενία 4,6%, Λετονία 4,6%, Εσθονία 4,4%, Ουγγαρία 4,2%, Κύπρος 3,9%, Τσεχία 3,9%, Λιθουανία 3,9%, Σλοβακία 3,6%, Βουλγαρία 3,5%, Αυστρία 3,0%, Ισπανία 3,0%, Λουξεμβούργο 2,9%, Ολλανδία 2,9%, Κροατία 2,8%, Φινλανδία 2,8%, Σουηδία 2,6%, Πορτογαλία 2,5%, Γερμανία 2,1%, Γαλλία 2,0%, Βέλγιο 1,6%, Ελλάδα 1,6%, ΗΒ 1,5%, Δανία 1,5% και Ιταλία 1,4%.
Οι προαναφερθείσες αποκλίσεις ανάμεσα στον μέσο ετήσιο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της Ελλάδος και των υπόλοιπων οικονομιών της ΕΕ-28 οφείλονται κατά βάση στο παράγοντα της παραγωγικότητας, σύμφωνα με την ανάλυση της Eurobank.
Όπως εξηγούν οι οικονομολόγοι της, «χρησιμοποιούμε ένα πλαίσιο ανάλυσης βάσει του οποίου η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ κατατμείται σε τρεις παράγοντες».
Αυτοί έχουν ως ακολούθως: πραγματικό ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας (παραγωγικότητα της εργασίας), ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο (ένταση χρησιμοποίησης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας) και αριθμός απασχολούμενων.
Προσεγγιστικά, το άθροισμα των ρυθμών μεταβολής των παραπάνω τριών μεταβλητών ισούται με τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης.
Σύμφωνα με την τράπεζα, ο παράγοντας της παραγωγικότητας της εργασίας συνεισέφερε μόλις 0,2 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ) στον μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2017Q1-2018Q2 (1,6%).
Η συνιστώσα της απασχόλησης απέσπασε τη μερίδα του λέοντος συνεισφέροντας 2,0 ΠΜ, ενώ ο παράγοντας των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο αφαίρεσε -0,6 ΠΜ.
Ως εκ τούτου, βάσει του παρόντος πλαισίου ανάλυσης, η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής τελικών αγαθών και υπηρεσιών την περίοδο 2017Q1-2018Q2 προήλθε κυρίως από την ενίσχυση της απασχόλησης με τη συνεισφορά της παραγωγικότητας της εργασίας να είναι οριακά θετική.
Από την άλλη πλευρά ο βαθμός έντασης στη χρήση του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας (ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο) παρουσίασε αρνητική μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή της τάξης του -0,6% (το 2017 η ελληνική οικονομία είχε την 3η υψηλότερη θέση ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ σε όρους ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο)
Την ίδια περίοδο, η μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή της παραγωγικότητας της εργασίας στην ΕΕ-28 ήταν 1,1%, με τα αντίστοιχα μεγέθη των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο και του αριθμού των εργαζομένων να διαμορφώνονται στο -0,3% και στο 1,5%.
Συνεπώς, το γεγονός ότι τα τελευταία 6 τρίμηνα η ελληνική οικονομία έτρεξε με βραδύτερο ρυθμό σε σύγκριση με την ΕΕ-28 οφείλεται στην ισχνή επίδοση που κατέγραψε σε όρους ενίσχυσης της παραγωγικότητας της εργασίας.
«Βάσει των προαναφερθέντων στοιχείων καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας συνδέεται με την αλλαγή ταχύτητας σε όρους αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας» επισημαίνει η Eurobank.
Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι τα τελευταία 4 χρόνια (Ιούνιος 2014 – Ιούνιος 2018) η μέση ετήσια αύξηση της απασχόλησης διαμορφώθηκε στο 1,9% με το ποσοστό ανεργίας να συρρικνώνεται στο 19,1% (Ιούνιος 2018 – τελευταία διαθέσιμη παρατήρηση βάσει της μηνιαίας έρευνας εργατικού δυναμικού) από το ιστορικό υψηλό του 27,9% τον Ιούλιο 2013 (συνολική πτώση της τάξης των 8,8 ποσοστιαίων μονάδων).
Ωστόσο, λόγω της ισχνής επίδοσης της ελληνικής οικονομίας σε όρους αποτελεσματικής χρήσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας, η προαναφερθείσα θετική εξέλιξη δεν οδήγησε σε σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
Την περίοδο 2017Q1-2018Q2 η ελληνική οικονομία είχε τη 14η καλύτερη επίδοση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-28 (ή την 6η καλύτερη ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ-15) σε όρους ενίσχυσης της απασχόλησης.
Σε όρους αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας είχε την 23η καλύτερη επίδοση και ως εκ τούτου ο μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στην Ελλάδα ήταν ο 4ος χαμηλότερος ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-28.
Εν κατακλείδι, η Euronank υπογραμμίζει ότι «η πορεία των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων, η εφαρμογή πολιτικών για την αποδέσμευση των υπαρχόντων πόρων από μη παραγωγικές χρήσεις και τη δημιουργία κινήτρων για τη συσσώρευση νέων, δηλαδή όλοι αυτοί οι παράγοντες που επηρεάζουν την παραγωγικότητα της εργασίας (π.χ. αύξηση του κατά κεφαλήν φυσικού κεφαλαίου μέσω της ανόδου των επενδύσεων, ενίσχυση του ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω της δημιουργίας κινήτρων για επιστροφή των νέων επιστημόνων που μετανάστευσαν στο εξωτερικό και ανάπτυξη και υιοθέτηση νέων τεχνολογιών μέσω της ενίσχυσης της εισροής άμεσων ξένων επενδύσεων) θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό το μέγεθος της αναπτυξιακής δυναμικής που αναμένεται να ακολουθήσει η ελληνική οικονομία στο μέλλον».