Πρόσφατα παρουσιάστηκε η έρευνα της διαΝΕΟσις για το «τι πιστεύουν οι Ελληνες», την οποία σχολίασαν η καθηγήτρια Ιστορίας Μαρία Ευθυμίου και ο συγγραφέας-φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος. Και οι δύο σχολιαστές στάθηκαν ιδιαίτερα στη διπολικότητα που χαρακτηρίζει τους Ελληνες, η οποία κατά τη γνώμη τους οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη αυτογνωσίας. Κατά τη Μαρία Ευθυμίου, η διπολικότητα σχετίζεται με τους ιστορικούς διχασμούς που σφραγίζουν όλη την πορεία του ελληνικού κράτους, με επαναλαμβανόμενα δίπολα που αναζωπυρώθηκαν τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης. Σημαντική αιτία των διαχρονικών αυτών συγκρούσεων θεωρεί την έλλειψη αυτογνωσίας που καθηλώνει τους Ελληνες σε ιστορικές τροχιές, καθιστώντας δύσκολη κάθε αλλαγή.
Κατά τον Στέλιο Ράμφο, η διπολικότητα των Ελλήνων είναι αποτέλεσμα της αδυσώπητης σύγκρουσης μεταξύ «επιβίωσης» και «γενικού καλού», η οποία τους εμποδίζει να ενσωματώσουν την πραγματικότητα και να την εκλογικεύσουν.
Κατά πόσο, όμως, η διπολικότητα και η συγκεκριμένη σύγκρουση αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα και όχι μονιμότερο χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους, το οποίο σχετίζεται άμεσα με τα συναισθήματα; Μήπως τελικά το συναίσθημα, το οποίο αποτελεί σύνθετη υποκειμενική επεξεργασία των αντιδράσεών μας στο περιβάλλον και δύσκολα ελέγχεται με συνειδητή προσπάθεια, είναι αυτό που κυρίως καθορίζει τα «πιστεύω» αλλά και τις συμπεριφορές;
Το ανθρώπινο είδος επιβίωσε μέχρι σήμερα επειδή μέσω της φυσικής επιλογής ισχυροποίησε στη μακρά πορεία του δύο χαρακτηριστικά. Την επιθετικότητα, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει τις απειλές, και την αλληλεγγύη, ώστε να εξασφαλίζει συμμάχους ενάντια στις απειλές. Η μεγαλύτερη απειλή είναι ο πρόωρος θάνατος και ακολουθούν οι απειλές που μειώνουν τη δυνατότητα επιβίωσης, είτε πρόκειται για οικονομικούς είτε για κοινωνικούς παράγοντες. Οταν κλιμακώνονται οι απειλές, αυξάνει το αίσθημα της ανασφάλειας, το οποίο με τη σειρά του πυροδοτεί τα συναισθήματα του θυμού και του φόβου.
Αυτό ακριβώς το έντονο αίσθημα της ανασφάλειας και τα συναισθήματα του θυμού και του φόβου ήταν που τροφοδότησαν με τη «συναισθηματική μόλυνση» των λεγόμενων αγανακτισμένων τους νέους διχασμούς και παρεμπόδισαν την εκλογίκευση και την αυτογνωσία, σε μια περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας οι Ελληνες υφίστανται, εκτός από τις οικονομικές στερήσεις, επιπρόσθετες απειλές εξαιτίας του Μεταναστευτικού, της διογκούμενης εγκληματικότητας και ανομίας, καθώς και των τουρκικών προκλήσεων. Από το 1970 ο αμερικανός ψυχολόγος A.Maslow είχε επισημάνει ότι η αυτογνωσία, που οδηγεί στην αυτοπραγμάτωση, την υπέρτερη ανάγκη του ανθρώπου, προϋποθέτει την ικανοποίηση προηγούμενων σημαντικών αναγκών. Στη βάση της σχετικής πυραμίδας βρίσκονται οι βιολογικές ανάγκες, και ακολουθεί η ανάγκη για ασφάλεια. Πολλές έρευνες της κοινωνικής ψυχολογίας εξάλλου έχουν διαπιστώσει την ισχυρή επίδραση που ασκεί η οικονομική ανασφάλεια στην έλλειψη αυτογνωσίας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός πως οι διαφορές που παρουσιάζονται στην τωρινή έρευνα της διαΝΕΟσις σε σύγκριση με την ανάλογη έρευνα προ διετίας μπορούν να ερμηνευτούν πρωτίστως από τη σχετική υποχώρηση του αισθήματος της ανασφάλειας. Τα τελευταία δύο χρόνια μπορεί να μη μειώθηκαν οι απειλές, αλλά αυξήθηκε η προσαρμογή σε μια νέα συστημικότητα, όπου η αναταραχή στην οποία συνεχίζει να βρίσκεται η χώρα αποτελεί τη νέα κανονικότητα, σύμφωνα τον Δ. Μαύρο της MRB που παρουσίασε τα αποτελέσματα. Αλλά και από τις επαναλαμβανόμενες πανελλαδικές έρευνες υγείας Hellas Health, που πραγματοποιούμε από το 2006, διαπιστώνεται τα τελευταία χρόνια βελτίωση των δεικτών κοινωνικής και ψυχικής ευεξίας, η οποία αποδίδεται στη φάση της προσαρμογής.
Η προσαρμογή αυτή αντιστοιχεί στη διαδικασία των πέντε σταδίων που διέρχεται ένας ασθενής με θανατηφόρο νόσημα. Την άρνηση, όταν υπήρξε μη αποδοχή των πραγματικών διαστάσεων και αιτιών της χρεοκοπίας. Τον θυμό, με τους «αγανακτισμένους» στις πλατείες. Τη διαπραγμάτευση, με την αυταπάτη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα τα κατάφερνε καλύτερα. Την κατάθλιψη (που τριπλασιάστηκε στα χρόνια της κρίσης) κυρίως όταν διαλύθηκαν οι αυταπάτες, και τώρα την αποδοχή της πραγματικότητας ως νέας κανονικότητας.
Ετσι λοιπόν, τα τελευταία δύο χρόνια, η αύξηση του φιλοευρωπαϊσμού κατά περίπου δεκαπέντε ποσοστιαίες μονάδες που κατέγραψαν οι δύο έρευνες της διαΝΕΟσις αποτελεί σαφώς βελτίωση της εκλογίκευσης της πραγματικότητας λόγω της προσαρμογής και της μείωσης του αισθήματος της ανασφάλειας. Από την άλλη, το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό (92,6%) που θεωρεί «υπεύθυνους για την κρίση την ανεπάρκεια και τη διαφθορά των ελληνικών κυβερνήσεων», και με το υψηλό 77,1% να δηλώνει ότι «ευθυνόμαστε όλοι μας που συνηθίσαμε να δανειζόμαστε για να καταναλώσουμε περισσότερα απ’ ό,τι παράγουμε», υποδηλώνει αύξηση της αυτογνωσίας, έστω και εάν το 27,2% των Ελλήνων πιστεύει ακόμα ότι μας ψεκάζουν. Η ανασφάλεια όμως συνεχίζει να υπάρχει, γεννώντας την ανάγκη για αυξημένη προστασία. Για τον λόγο αυτόν, οι Ελληνες εμπιστεύονται από τους θεσμούς περισσότερο την οικογένεια (98,2%), τις Ενοπλες Δυνάμεις (85,1%), την Αστυνομία (72,3%), τη Δικαιοσύνη (67%), την Εκκλησία (58,3%), ενώ τα πολιτικά κόμματα μόνο το 24,5%.
Ομως, η αντιμετώπιση του γενικευμένου αισθήματος ανασφάλειας δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε μετατόπιση προς πιο συντηρητικές πολιτικές, οι οποίες αναπαράγουν την πόλωση και υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή. Το αίσθημα της ασφάλειας θα αποκατασταθεί όταν, μετά τις επερχόμενες εκλογές, υπάρξουν συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, κυβερνήσεις με την ευρύτερη δυνατή κοινοβουλευτική υποστήριξη, και εθνικές στρατηγικές για την κοινωνική και οικονομική ανόρθωση της χώρας, αλλά και για την υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων.
Ο κ. Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Ιατρικής, μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της διαΝΕΟσις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ