Σε κάθε επέτειο μπορεί να αναγνωρίζεται ότι ο Καζαντζάκης χαίρει διεθνούς αναγνώρισης και ότι για δεκαετίες έχει απήχηση στους νέους, τους ξένους και φυσικά τους Κρητικούς, παρ’ όλα αυτά οι μεταπολεμικοί έλληνες κριτικοί και ομότεχνοί του τον υποτιμούσαν ως πεζογράφο. Είναι δυνατόν έναν τόσο δημοφιλή συγγραφέα στο εξωτερικό να μην τον εκτιμά η κριτική του τόπου του; Πώς εξηγείται αυτό το κατεξοχήν παράδοξο για την ελληνική λογοτεχνία και κατά πόσο έχει αλλάξει η κριτική στάση απέναντι στον Καζαντζάκη τις τελευταίες δεκαετίες; Για να απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα θα επικεντρωθώ σε τρεις προσπάθειες αναθεώρησης του καζαντζακικού έργου τα τελευταία χρόνια: την κριτική, την πολιτισμική και την έμφυλη.

1. Πέρα από τον συμπατριώτη και συνομιλητή του Π. Πρεβελάκη, ο Καζαντζάκης δεν είχε επιγόνους, δεν επέδρασε αλλά παρέμεινε ένας μονόχνοτος «αιρετικός». Η τεχνική του χαρακτηρίστηκε εξπρεσιονιστική με χαρακτηριστικά την υπερβολή και τη διόγκωση των πραγμάτων, ενώ η γλώσσα του «τεχνητή, πεποιημένη, μη πραγματική». Ανοικονόμητες ιστορίες, μη πιθανοφανείς πλοκές, χωρίς ζωντάνια αφηγηματικά πρόσωπα που υπερβαίνουν τα συνήθη ανθρώπινα μέτρα καταλογίζονται ως βασικές αδυναμίες της συγγραφικής του πρακτικής. Η ειδολογική ασάφεια επίσης των μυθιστορημάτων του προκάλεσε κριτική αμηχανία γιατί έδειχνε ότι ο Καζαντζάκης δεν ευθυγραμμιζόταν με καθιερωμένες αφηγηματικές συμβάσεις.
Αν για τους παλαιότερους κριτικούς ο Καζαντζάκης απομακρύνεται από τις συμβάσεις του ρεαλισμού, για τους νεότερους μας εισάγει στον προθάλαμο του μαγικού ρεαλισμού. Σε αυτή την αναθεωρητική στροφή καθοριστικό υπήρξε το βιβλίο του Ρ. Μπίτον, Ο Καζαντζάκης μοντερνιστής και μεταμοντέρνος (2009), βασική υπόθεση του οποίου είναι ότι «ο Καζαντζάκης, ως πεζογράφος, εντάσσεται στις μοντερνιστικές και μεταμοντερνιστικές συγγραφικές πρακτικές». Από τον δημοτικισμό του Καζαντζάκη και τους ιδιωματισμούς του, τώρα το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στη λειτουργία της γραφής και στη σχέση της με την αλήθεια. Πώς η ζωή μετατρέπεται σε λέξεις και πώς ο καλλιτέχνης δεν αντιγράφει την πραγματικότητα αλλά τη δημιουργεί βρισκόμενος στο μεταίχμιο αλήθειας και ψευδαίσθησης. «Υπάρχει» γράφει ο Καζαντζάκης στην Αναφορά στον Γκρέκο «τίποτα αληθινότερο από την αλήθεια; Ναι, το παραμύθι· αυτό δίνει νόημα αθάνατο στην εφήμερη αλήθεια».
Ως ποιον όμως βαθμό η απόρριψη του ρεαλισμού σημαίνει και συσχέτιση με το κλίμα του μοντερνισμού; Και αν οι «δάσκαλοι» του Καζαντζάκη (Μπερξόν, Νίτσε) δεν είναι άσχετοι με τον (μετα)μοντερνισμό, τούτο εντάσσει απαραίτητα και τον ίδιο σε ένα (μετα)μοντερνιστικό πλαίσιο; Μήπως στην προσπάθειά μας να εντάξουμε τον Καζαντζάκη σε λογοτεχνικά ρεύματα αναιρούμε την πρωτεϊκή του φυσιογνωμία;

2. Αν τα μυθιστορήματά του αποκαθίστανται λογοτεχνικά στις συνειδήσεις των μελετητών, η ταξιδιογραφία του ακολουθεί την αντίθετη πορεία. Σήμερα τα ταξιδιωτικά του κείμενα δεν αντιμετωπίζονται τόσο ως λογοτεχνία όσο προσεγγίζονται πολιτικά και πολιτισμικά, όπως και όλη η ταξιδιογραφία γενικότερα. Παρά την κλίση του προς την Ανατολή που τη χαρακτηρίζει στο ταξιδιωτικό του Ο Μοριάς «το ζεστό, σκοτεινό, πλούσιο Υποσυνείδητο» του Ελληνα, ο Καζαντζάκης στο ίδιο κείμενο, που γράφεται την εποχή της μεταξικής δικτατορίας, προβάλλει την ιδέα της πολιτισμικής σύνθεσης Ανατολής και Δύσης. Από την άλλη πλευρά, η σιωπή των εκπροσώπων της λεγόμενης Γενιάς του ’30 απέναντι στον Καζαντζάκη και η συζήτηση περί ελληνικότητας τις τελευταίες δεκαετίες έφερε στο προσκήνιο και το πώς ο ίδιος εντάσσεται αλλά και διαφοροποιείται στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης. Η εντοπιότητα του Καζαντζάκη θεωρήθηκε γραφική, γήινη και ηθογραφική σε σχέση με την «αισθητική» ελληνικότητα της γενιάς. Μόνο που η δική του ελληνικότητα είχε μεγαλύτερη ανταλλαξιμότητα στο εξωτερικό, καθιστώντας τον Καζαντζάκη τον πιο αποτελεσματικό πολιτισμικό πρεσβευτή. Ο Καζαντζάκης μπορεί να χαρακτηριστεί ένας glocal συγγραφέας που συνδυάζει την τοπική παράδοση με την ευρωπαϊκή φιλοσοφία (Μπερξόν, Νίτσε), το κρητικό πάθος με τις ιδέες της Δύσης, τον πρωτογονισμό με τη διανόηση ενώ από βλάσφημος συγγραφέας, που παραλίγο να τον αφορίσει η Εκκλησία, παρουσιάζεται σήμερα από Δυτικούς θεολόγους ως θεολογικά μεταμοντέρνος.
3. Ενώ μέχρι πρόσφατα οι αναλύσεις προσπαθούσαν να δείξουν πώς τα καζαντζακικά πρόσωπα ξεπερνούσαν τον εαυτό τους και μάχονταν να υπηρετήσουν το σύνολο (Μανολιός, Καπετάν Μιχάλης) ή να εκφράσουν έναν λαό (Ζορμπάς), τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον στρέφεται στη διερεύνηση της ιδιαιτερότητάς τους και ως εκ τούτου προκύπτει το ερώτημα αν η αυτοθυσία τους έχει όντως αλτρουιστικά κίνητρα ή επιχειρούν να αποδράσουν από τα προσωπικά τους αδιέξοδα. Πρόκειται για ηρωικούς άνδρες ή καταπιεσμένες ψυχές; Η ανάγνωση του Καζαντζάκη από εθνική, πατριωτική ή κοινωνική μετατοπίζεται στη διερεύνηση της προβληματικής ταυτότητας και της σεξουαλικότητας των ηρώων του καθώς περνούμε από την τελετουργία του έθνους σε αυτήν του φύλου; Η αγωνιστική και ηρωική ανάγνωση του Καπετάν Μιχάλη δίνει τη θέση της σε μια ψυχαναλυτική διερεύνηση της «ποιητικής της αντριγιάς», θέτοντας το ερώτημα αν ο Μιχάλης οιστρηλατείται από το όραμα της ελευθερωμένης Κρήτης ή βασανίζεται από ερωτικούς δαίμονες.
Νομίζω ότι οι αναθεωρήσεις που διέγραψα παραπάνω δείχνουν το πώς έχει αλλάξει η στάση μας απέναντι στον Καζαντζάκη και το έργο του. Δεν αποκαλύπτουν το «πραγματικό» του πρόσωπο αλλά το πόσο πρωτεϊκός είναι ως συγγραφέας που οι μελετητές του τον προσαρμόζουν στις τάσεις και τις αναζητήσεις της εποχής τους, επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι η διάρκεια ενός συγγραφέα έγκειται εντέλει και στο κατά πόσο το έργο του προσφέρεται σε πολλαπλές θεωρήσεις και επίκαιρες αναθεωρήσεις.

O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham στην Aγγλία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ