Για τη μαρξιστική Αριστερά οι αναθεωρήσεις που απειλούσαν να φαλκιδεύσουν την εγκεκριμένη δογματική της αποτέλεσαν ανέκαθεν αιτία πολέμου ανάμεσα στους δογματοφύλακες και στις αιρετικές φυλές του ρεβιζιονισμού.
Ωστόσο, η αναθεώρηση ευρέως διαδεδομένων ιδεών και αντιλήψεων είναι ένα από τα βασικά ένστικτα και ελατήρια της ακαδημαϊκής έρευνας, και η ιστορική έρευνα δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα.
Διεκδικώντας αποκάλυψη νέων στοιχείων και συχνά αντιστρέφοντας την ηθική των γεγονότων, με άλλα λόγια, αμφισβητώντας κατεστημένες και κυρίαρχες αφηγήσεις, ο ιστορικός αναθεωρητισμός είναι κίνηση διπλής κατεύθυνσης: άλλοτε επιχειρηματολογεί ότι τα «καλά παιδιά» της Ιστορίας δεν ήταν και τόσο καλά όσο για πολύν καιρό τα νομίζαμε, και άλλοτε αναγνωρίζει περισσότερα ή λιγότερα ελαφρυντικά για τους «κακούς» της υπόθεσης, τοποθετώντας τους σε μια νέα ερμηνευτική προοπτική. Και οι δύο κινήσεις προϋποθέτουν μια χρονική απόσταση και, υποτίθεται, καλύτερη ορατότητα καθώς αραιώνει ο κουρνιαχτός που σηκώνουν τα γεγονότα.
Από απόσταση πενήντα χρόνων ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου του Γέιλ Στάθης Καλύβας αποφάνθηκε πρόσφατα ότι, μεταξύ άλλων, η απριλιανή δικτατορία ελίπανε ανεπιγνώστως τον ιστορικό μηχανισμό που εκδημοκράτισε την Ελλάδα. Δεν συγκρίνουμε τα μη συγκρίσιμα, αλλά εντελώς συνειρμικά η υπόθεση αυτή μάς θυμίζει την απόφαση του Ernst Nolte να ανατάξει το αίσθημα περηφάνιας και αυτοεκτίμησης του γερμανικού λαού, το οποίο, κατά την εκτίμησή του, είχε μηδενιστεί στην περίοδο μετά το 1945. Το 1987 ο γερμανός ιστορικός, με αύξουσα παρρησία μετά τους πρώτους ψιθύρους του, δήλωσε ότι ο γερμανικός λαός που ήταν «ηγεμονική φυλή» έφτασε να είναι η «φυλή της ενοχής». Και στη ρύμη της αναθεωρητικής του ετοιμότητας απέναντι στο Γ’ Ράιχ, όπως τουλάχιστον την προσέλαβαν οι εγχώριοι και ξένοι κριτικοί του, επιχείρησε να τοποθετήσει ακόμη και το Ολοκαύτωμα σε μια προοπτική σχεδιασμένη να βοηθήσει στην απάλυνση της ενοχικής φλεγμονής και στην αποκατάσταση της γερμανικής εθνικής περηφάνιας. Είναι προφανές ότι ο Nolte, όπως άλλωστε και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ανήκει στους πιστούς του «γερμανικού πεπρωμένου», αλλά ανεξάρτητα από αυτό η δήλωση που προαναφέραμε περιέχει και την ιστορικά οξυδερκή επισήμανση ότι περηφάνια και ενοχή είναι αμοιβαία αντιστρέψιμες καταστάσεις.
Και έτσι, πάλι εντελώς συνειρμικά, φτάσαμε στους αναθεωρητικούς μόχθους του Κώστα Λαλιώτη. Σε πρόσφατο και ιδιαίτερα μακροσκελές άρθρο του με αφορμή τα 21 χρόνια από τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, ο πρωτοκλασάτος του παλαιγενούς ΠαΣοΚ διαπιστώνει ότι τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η κυρίαρχη αφήγηση έχει συσσωρεύσει αρνητικά στερεότυπα και επικίνδυνες γενικεύσεις σχετικά με τα κόμματα και τους πρωταγωνιστές της Μεταπολίτευσης, πλην πρωταρχικός στόχος είναι το ΠαΣοΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου, τον οποίο οι τιμητές και υβριστές του μνημονεύουν άλλοτε ως δημαγωγό, άλλοτε ως ολετήρα και λαϊκιστή, άλλοτε ως φαύλο κ.ά. Ο κ. Λαλιώτης έχει σωστά αντιληφθεί ότι την «περηφάνια» του ΠαΣοΚ της κοσμογονικής «Αλλαγής» την έχει διαδεχθεί εδώ και καιρό, και για διάφορους λόγους, ένα συνεσταλμένο «ΠαΣοΚ της ενοχής». Και αποδύεται σε έναν αγώνα αναθεωρητικής αγιογράφησης όχι του τύπου «μην ξεχνάτε και τα καλά» αλλά του τύπου «όλα ήταν καλά και άγια, έστε υπερήφανοι». Με γεια του, με χαρά του. Αλλωστε ήταν επιφανής ένοικος του σπιτιού που παινεύει.
Και δεν θα είχαμε λόγο να σχολιάσουμε μια τόσο προβλεπτή αναθεωρητική παρέμβαση αν δεν ήταν μέρος των τρεχουσών διεργασιών που αποσκοπούν στην παλινόρθωση μιας Κεντροαριστεράς η οποία θέλει να διεκδικήσει αξιοπρεπώς τόσο τους «ξενιτεμένους» της όσο και την προσοχή του ευρύτερου δημοκρατικού και φιλοευρωπαϊκού κόσμου. Δεν θα είχαμε λόγο να σχολιάσουμε αν σε τέτοιες μέρες κεντροαριστερού οργασμού και αισιοδοξίας, καταγγέλλοντας στην ίδια συχνότητα την ανδρεοπαπανδρεϊκή παντομίμα του Αλέξη Τσίπρα με αφορμή την 3η Σεπτεμβρίου, η Φώφη Γεννηματά δεν ανέβαινε σε τραγικούς κοθόρνους για να ονομάσει «Υβριν» μια συνηθισμένη πολιτική μανούβρα του Πρωθυπουργού και δεν έκανε σπονδή στο πνεύμα «του μεγάλου ηγέτη των αξιών που έκανε το αίτημα της Αλλαγής πράξη».
Σε καιρούς όπου η Κεντροαριστερά εδώ και αλλού αναζητεί διακριτό πολιτικό πρόγραμμα (ή, καταπώς λέγεται, «αφήγημα»), όπου καταφεύγει σε εύκολους χωροταξικούς αυτοκαθορισμούς (να πιάσουμε τον ακάλυπτο μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ) και όπου παραμένει έκθετη στην ειρωνεία που τη θέλει να παίζει ένα αμήχανο βιολί σε ένα θολό κέντρο (a fuddled fiddle in a muddled middle, κατά την ανεπανάληπτη διατύπωση ενός παλιότερου βρετανού πολιτικού), σε τέτοιους καιρούς τέτοιες ιστορικά επιλήσμονες και αφορολόγητες κουβέντες από τα ιστορικά στελέχη της και από τις αρχηγικές υποψηφιότητές της αδικούν πρώτα απ’ όλους τους πολιτικά νοήμονες ανθρώπους που δέχτηκαν να εμπλακούν στο νέο οργανωτικό εγχείρημα.
Οι πολίτες του ευρύτερου δημοκρατικού τόξου θα δυσκολευτούν να διαβάσουν το μέλλον σ’ αυτήν τη στέρφα εναλλαγή ενοχής και αταβιστικής, ανιστόρητης ψωροπερηφάνιας.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ