Εχει απόλυτη ανάγκη από ξεκούραση. Υστερα από έναν χρόνο εντατικής δουλειάς, αλλά κυρίως μετά τα ταραχώδη γεγονότα στην πρόσφατη συνάντηση του G20 στο Αμβούργο, η Aνγκελα Μέρκελ αισθάνεται εντελώς εξαντλημένη. «Εχουν καεί οι μπαταρίες της» λέει συνεργάτης της. Οι διακοπές των τριών εβδομάδων στο Νότιο Τιρόλο και στο Μπαϊρόιτ, που ξεκίνησε την περασμένη Πέμπτη, είναι ό,τι πρέπει για να τις ξαναφορτίσει. Στο διάστημα αυτό, προσθέτει ο ίδιος, θα αποφύγει κάθε πολιτική δήλωση. Αυτό θα το αναλάβει εξ ολοκλήρου εκ μέρους της ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Σάιμπερτ.
Αλλά και προτού φύγει για διακοπές η καγκελάριος ήταν πολύ φειδωλή στα λόγια της, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Και μάλιστα δεν επέκρινε αλλά απλώς προσπερνούσε, ή και υπερασπιζόταν τους αντιπάλους της. Οπως, για παράδειγμα, τον σοσιαλδημοκράτη υπουργό Εξωτερικών Σίγκμαρ Γκάμπριελ, που είχε καυτηριάσει ως «ψευτιές» τις δηλώσεις της για τις ταραχές στο Αμβούργο. «Απορώ που το λέει, ήταν κι αυτός εκεί» ήταν η απάντησή της. Ή τον επίσης σοσιαλδημοκράτη δήμαρχο του Αμβούργου Ολαφ Σολτς, στον οποίο οι τοπικοί Χριστιανοδημοκράτες φορτώνουν την πολιτική ευθύνη για τα αιματηρά επεισόδια. «Οσο φταίει αυτός, φταίω κι εγώ» σχολίασε παίρνοντας το μέρος του η ίδια.

«Η Μέρκελ ακολουθεί πάλι τη δοκιμασμένη τακτική της ασύμμετρης αποστρατείας»
έγραψε η αριστερή-εναλλακτική εφημερίδα «Tageszeitung». Και αυτή συνίσταται στην αποσιώπηση, στον κατευνασμό και στην απολιτικοποίηση όλων των επίμαχων θεμάτων. Αλλά προπαντός στην αποφυγή κάθε πολιτικής σύγκρουσης. «Με αυτό δείχνει ότι είναι υπεράνω φίλων και εχθρών» έλεγε ραδιοσχολιαστής. «Και αυτό αρέσει στην πλειοψηφία των ψηφοφόρων».
Την ίδια τακτική εφαρμόζει και στον προεκλογικό αγώνα. Με αποτέλεσμα, ο κύριος ανταγωνιστής της για την καγκελαρία, ο πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών Μάρτιν Σουλτς, να μην μπορεί να «σταυρώσει» κουβέντα μαζί της. Ετσι γίνεται όμως και ο ίδιος λιγότερο ενδιαφέρων για τα μέσα ενημέρωσης –σε βαθμό που για πολλές μέρες να εξαφανίζεται από αυτά. «Ο αόρατος υποψήφιος» έλεγε χαρακτηριστικά δημοσιογράφος. «Θύμα και αυτός της ασύμμετρης αποστρατείας».
Η Μέρκελ έχει καταφέρει προφανώς να μείνει χωρίς αντίπαλο πολύ προτού αρχίσει η καυτή φάση (στα μέσα Αυγούστου) του προεκλογικού αγώνα. Στο ερώτημα της δημοσκοπικής εταιρείας Forsa, ποιος είναι ο πιο κατάλληλος καγκελάριος, η Μέρκελ παίρνει 55%, ήτοι υπερδιπλάσιο ποσοστό από τον Σουλτς (22%). Τεράστια είναι η δημοσκοπική διαφορά και μεταξύ των κομμάτων τους: Η Union, η σύμπραξη των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ και της βαυαρικής Χριστιανοκοινωνικής Ενωσης, αγγίζει το 40% των ψήφων –μαζί με το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών, που φτάνει το 8%, θα μπορούσε άνετα να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Οι Σοσιαλδημοκράτες έρχονται δεύτεροι και καταϊδρωμένοι με 22%. Ο στόχος του Σουλτς να γίνει καγκελάριος με τη βοήθεια της Linke (Αριστεράς, 9%) και των Πρασίνων (8%) αποδεικνύεται έτσι όνειρο θερινής νυκτός –τα τρία κόμματα μαζί συγκεντρώνουν μόλις το 39% των ψήφων.
Θεωρητικά βέβαια, όλα παίζονται ακόμα. Και αυτό κυρίως λόγω των προβλημάτων του Βερολίνου στην εξωτερική πολιτική (Ντόναλντ Τραμπ, Ταγίπ Ερντογάν, Προσφυγικό, κ.ο.κ.) που οξύνονται καθημερινά. Κάθε λανθασμένος χειρισμός τους από τη Μέρκελ θα μπορούσε λοιπόν να της κοστίσει πολλές ψήφους. Μια πρόγευση για αυτό έδωσε η μέχρι τώρα «χλιαρή» στάση της έναντι του Ερντογάν, που έχει προκαλέσει κακή εντύπωση στην κοινή γνώμη. Την παράσταση έκλεψε ο Γκάμπριελ, ο οποίος δεν «μάσησε» καθόλου τα λόγια του έναντι του τούρκου προέδρου ενώ συγχρόνως άφησε να διαρρεύσει (κάτι που επαινέθηκε επίσης πολύ από τα ΜΜΕ) ότι ο τελευταίος τού πρότεινε μια «βρώμικη συναλλαγή»: την ανταλλαγή του τουρκικής καταγωγής γερμανού δημοσιογράφου Ντενίζ Γιουτσέλ («Die Zeit»), που κρατείται επί μήνες σε τουρκική φυλακή με την κατηγορία της συνεργασίας με τρομοκρατικές οργανώσεις, με τούρκους πρώην στρατηγούς που έχουν ζητήσει πολιτικό άσυλο στη Γερμανία.
Με βάση την εσωτερική πολιτική, το αποτέλεσμα των εκλογών φαίνεται ωστόσο προδικασμένο. «Οι στατιστικές δείχνουν ότι ένα κόμμα μπορεί να κερδίσει επιπλέον έως και τρεις ποσοστιαίες μονάδες στην τελική φάση του προεκλογικού αγώνα» λέει ο διευθυντής του Forsa Μάνφρεντ Γκίλνερ. Το προβάδισμα των 18 μονάδων που έχουν οι Χριστιανοδημοκράτες, προσθέτει, μετατρέπει τον στόχο του Σουλτς για εκλογική νίκη σε «mission impossible» –αδύνατο εγχείρημα.
Ο τελευταίος ωστόσο δεν το βάζει κάτω. Το προεκλογικό πρόγραμμα που παρουσίασε την περασμένη Κυριακή εμπεριέχει νεωτερισμούς που θα μπορούσαν να συγκινήσουν τους ψηφοφόρους. Ο πιο εντυπωσιακός είναι ο «λογαριασμός ευκαιριών» (Chancenkonto), που δίνει σε κάθε εργαζόμενο την ευκαιρία να κάνει κατά καιρούς μετεκπαίδευση ή να ιδρύσει δική του φίρμα με κρατική χρηματοδότηση. Μόνο εμπόδιο το ύψος της χρηματοδότησης που, με 20.000 ευρώ το άτομο, θα φτάσει τα 800 δισεκατομμύρια ευρώ –ποσό ουτοπικό και για τη Γερμανία. «Γελά και το παρδαλό κατσίκι με αυτό» σχολίασε χριστιανοδημοκράτης βουλευτής.
Ολα αυτά δείχνουν λοιπόν ότι η Μέρκελ επανέρχεται ως καγκελάριος. Και αυτό, σύμφωνα με το περιοδικό «Hefte für Deutsche Politik», είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στη Γερμανία και στην Ευρώπη. «Ο κόσμος καίγεται και αυτή συνιστά εφησυχασμό και επανάπαυση» γράφει. Η στάση της ισοδυναμεί με «τρομοκρατική επίθεση κατά της δημοκρατίας» σιγοντάρει ο Σουλτς. Και έτι χειρότερα: Η πολιτική της είναι υπεύθυνη για την εξαθλίωση του ελληνικού πληθυσμού. Εκείνη όμως σωπαίνει. Ξέροντας ότι στην τρέχουσα συγκυρία η σιωπή τής αποφέρει περισσότερες ψήφους από κάθε απάντηση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ