Η κατάρρευση των συνομιλιών επίλυσης του Κυπριακού θα είναι πιθανότατα και η τελευταία, καθώς θα οδηγήσει σε πλήρη αλλαγή του πλαισίου συζήτησης και χειρισμού του θέματος από τον ΟΗΕ και τη διεθνή κοινότητα. Είναι λοιπόν χρήσιμο να γίνει μια πρώτη αποτίμηση αυτής της νέας αποτυχίας.
Πέραν των ενδοκυπριακών δυσχερειών, το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης τα δύο τελευταία χρόνια καθορίστηκε αποφασιστικά από την πολιτική Κοτζιά, ο οποίος έβαλε στην ατζέντα ένα θέμα που παλαιότερα ουδέποτε απασχόλησε ουσιαστικά τη διαπραγμάτευση: την κατάργηση των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων.
Ο Κοτζιάς έχει δίκιο όταν υποστηρίζει ότι τέτοια δικαιώματα δεν υπάρχουν σε ένα «φυσιολογικό κράτος». Αλλά φυσικά, το ζήτημα έχει συμβολική και μόνο αξία: Αν σε μια επανενωμένη Κύπρο οι Τουρκοκύπριοι υφίσταντο εκ νέου όσα υπέστησαν το 1963, ή αν ξαναγινόταν στρατιωτικό πραξικόπημα όπως το 1974, η Τουρκία θα χρειαζόταν συμφωνημένα επεμβατικά δικαιώματα για να επέμβει;
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική Κοτζιά φαίνεται ότι επιβλήθηκε –όχι μόνο στην ελληνική κυβέρνηση (και εν πολλοίς στην αντιπολίτευση), αλλά και συνολικά στη διαπραγμάτευση, εγκλωβίζοντάς την. Η Τουρκία φυσικά αντέδρασε με τη δική της μαξιμαλιστική «συμβολική» πολιτική. Μεγάλες ευθύνες φέρουν και οι ηγεσίες των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που δεν έφτασαν ποτέ στην «καθαρή λύση» της συμφωνημένης επίλυσης όλων των εσωτερικών πτυχών, με μια συμφωνία κυπριακής ιδιοκτησίας.
Τώρα πια, φαίνεται ότι η πρόταξη της συμβολικής επιδίωξης ενός «φυσιολογικού» κράτους θα έχει ως τίμημα την οριστική διχοτόμηση και μια περίοδο μεγάλης αστάθειας και κινδύνων για ολόκληρη την περιοχή. Δυστυχώς, μόνο η ιστορία θα μπορέσει να αποτιμήσει τη βασιμότητα αυτής της επιλογής.
Ο κ. Παναγιώτης Θανασάς διδάσκει Φιλοσοφία στο ΑΠΘ· είναι πολίτης τόσο της Ελληνικής όσο και της Κυπριακής Δημοκρατίας.