Καθώς σήμερα ολοένα και περισσότεροι γράφουν και μιλούν για την οικονομική κρίση, μάλιστα κάποιοι τη συσχετίζουν με μια κρίση ηθική, η οποία μας διακατέχει, θα θέλαμε να εισηγηθούμε, προτείνοντας τη σκέψη του Renes Girard, μιαν άλλη έννοια κρίσης: την κρίση της θυσίας, τη θυσιαστική κρίση, θεωρώντας ότι συμπεριλαμβάνει ή μάλλον ερμηνεύει, οριζόμενη κατά βάση ως κρίση θρησκευτική, και τις δύο προηγούμενες μορφές κρίσης, τόσο την ηθική όσο και την οικονομική.

Σύμφωνα με τον Γάλλο στοχαστή, τις κοινωνίες οι οποίες δεν διαθέτουν ποινικό σύστημα, και άρα τη δυνατότητα άσκησης, εκ μέρους του κράτους, της συσσωρευμένης και καταληκτικής – αναπάντητης – βίας, τις κατατρύχει ένας κεντρικός φόβος: ο πολλαπλασιασμός της βίας, άπαξ κι η τελευταία ενσκήψει, καθώς η βία πρέπει να απαντηθεί με βία, εκείνη ομοίως κοκ., εις τρόπον ώστε ο κύκλος του αίματος, που ανοίγει, εξ’ ορισμού να μην κλείνει, τουλάχιστον μέχρι να καταφάγει την κοινότητα στο σύνολό της.

Σ’ αυτές τις κοινωνίες, αλλά και στις δικές μας, θα προσθέταμε, κρίνοντας ότι η διάκριση ανάμεσα στο φυσικό δίκαιο και στην πολιτική έννομη τάξη έχει προ πολλού ξεπεραστεί και τέλος πάντων ότι το πρώτο συνυπάρχει με τη δεύτερη ως ετεροχρονισμένη – και, ακριβώς, περιθωριοποιημένη ή γενεσιουργός του περιθωρίου – δομή, η μετάδοση της βίας μάλλον προλαμβάνεται, γιατί αν εμφανιστεί δεν υπάρχει τρόπος να θεραπευτεί.

Ο κλασικός τρόπος αντιμετώπισης της βίας και άρα πρόληψης του (ολέθριου και τρομακτικού) ενδεχομένου μετάδοσής της αξιοποιεί ένα πολύ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της βίας, αυτό που μας δίνει τη δυνατότητα να την «ξεγελάσουμε», να την παροχετεύσουμε, να την εκτρέψουμε σε ένα άλλο υποψήφιο θύμα αντί για εκείνο για το οποίο αρχικά προορίζεται: πρόκειται για τη θυσία δι’ υποκατάστατου, τον πιο θεμελιώδη νόμο κάθε θυσιαστικής πρακτικής, από την πιο αρχέγονη μέχρι την πιο σύγχρονη.

Η διαφορά είναι ότι, σε αντίθεση με το αρχικό, το οποίο είναι (α) πολύτιμο και (β) ισχυρό, ως οργανικό μέλος της κοινωνίας μας, το υποκατάστατο θύμα είναι (α) μη πολύτιμο και (β) ανίσχυρο, γιατί δεν έχει κανέναν να το εκδικηθεί για λογαριασμό του. Καμιά βεντέτα λοιπόν δεν πρόκειται ν’ ανοίξει, ή αν έχει ανοίξει θα κλείσει, εφόσον κανείς δεν νοιάζεται και κανείς δεν μπορεί, στην περίπτωσή του, να απαντήσει με βία στη βία, να συμβάλει στην αναπαραγωγή της συμμετρίας εκείνης που θα οδηγούσε στην αποκορύφωση και τον παροξυσμό της, στην αναζωπύρωση των αντιποίνων και την αλύσωση των αντεκδικήσεων. Αρκεί να διατηρείται η διαφορά ανάμεσα στις δύο κατηγορίες θυμάτων, χωρίς, από την άλλη μεριά, αυτή να γίνεται υπερβολική, χωρίς δηλ. το υποκατάστατο να παύει να θυμίζει σε οτιδήποτε το θύμα, και άρα το λόγο για τον οποίο θυσιάζεται.

Σε δύο λοιπόν περιπτώσεις έχουμε την απώλεια της θυσίας (θυσιαστική κρίση), σε δύο περιπτώσεις η θυσία δεν μπορεί να αποδώσει – και να εμποδίσει την έξαψη και τη μετάδοση της βίας: είτε όταν το υποκατάστατο είναι πολύ ανόμοιο και ξένο σε σχέση με το θύμα, από την εκδίκηση του οποίου θέλουμε να προστατευτούμε, είτε όταν το πρώτο με το δεύτερο θύμα είναι περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε κοντά, δηλ. όταν δεν μπορεί να φανεί η διάκριση ανάμεσα στην εγκληματική και μιασματική βία απ’ τη μια και στην τελετουργική και καθαρτήρια βία απ’ την άλλη – ούτε και η διάκριση ανάμεσα στο θύμα και στο υποκατάστατό του.

Ο Girard επιμένει ιδιαίτερα στη δεύτερη μορφή θυσιαστικής (και άρα θρησκευτικής) κρίσης, θυσιαστικής αναποτελεσματικότητας. Θεωρεί μάλιστα ότι αυτή η διαφορά, που καταργεί τη θυσία, υποβαστάζει και κάθε άλλη άλλη διαφορά, με αποτέλεσμα , η έλλειψή της να οδηγεί στην κατάρρευση κάθε ιεραρχικής – πολιτιστικής τάξης, μια κατάρρευση την οποία ούτε η ίδια μας η γλώσσα, ούσα διαφορική (ή διαφωρική θα έλεγαν άλλοι) στο σύστημα και στη δομή της, δεν μπορεί να περιγράψει.

Η κρίση είναι κρίση της διαφοράς. Η άρση της διαφοράς είναι αυτή που αναπαράγει τη συμμετρία της βίαιης αντιπαλότητας και εγγυάται την εξάπλωση της βίας και των φυσικών αντιπαραθέσεων ή των λεκτικών τους ισοδυνάμων (ο Girard εξάλλου μελετάει την τραγωδία και τις ανταπαντήσεις των ηρώων της) μέχρι τέλους. Όσο κι αν θέλει κανείς να τεθεί (ή πιστεύει ότι τίθεται) υπεράνω των βίαιων αντεγκλήσεων, που θα οδηγήσουν την κοινότητα στο μηδέν, όπως η καθαρτήρια βία δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί από την εγκληματική βία, έτσι κι ο ίδιος, όσο κι αν διατείνεται το αντίθετο, δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί από τον αντίπαλό του. Άπαξ και εμπλακεί στην βίαιη αντιπαράθεση, εισέρχεται άπαξ διά παντός στον κύκλο του αίματος, ο οποίος, από τη φύση του, δεν κλείνει ποτέ, και ο οποίος δεν θα σταματήσει να απλώνεται μέχρι να εμπλέξει τους πάντες. Μέσα στο ατελεύτητο των εκδικήσεων, οι πάντες γίνονται όμοιοι όλων και ο καθένας το είδωλο του άλλου, αναπαράγοντας τη γοητεία της βίας και την αμοιβαιότητά της, την εξομοίωση βίας με βία, η οποία την πολλαπλασιάζει επ’ άπειρον – όσο κι αν η σύγχρονη πολιτική σκέψη τείνει να βλέπει την αιτία των συγκρούσεων στις διαφορές και όχι στις ομοιότητες, εκείνες που προκαλούν τη (μιμητική) βία, την επιθυμία του καθενός να απαλλαγεί από τον όμοιό του, από το αντίγραφό του.

Γράφει ο ίδιος ο Girard: «Στόχος είναι βέβαια τα άτομα, αλλά εν τέλει πλήττονται οι θεσμοί. Όλες οι νόμιμες εξουσίες κλονίζονται. Όλοι οι αντίπαλοι συνεισφέρουν στην καταστροφή της τάξης που ισχυρίζονται ότι ενισχύουν…Όλοι είναι υπεύθυνοι για τη θυσιαστική κρίση επειδή όλοι, όπως είδαμε, μετέχουν στην καταστροφή της πολιτιστικής τάξης…Ο καθένας ανακαλύπτει ολοένα και περισσότερο την αλήθεια του άλλου, τον οποίο καταγγέλλει χωρίς ποτέ να αναγνωρίζει σε αυτήν την αλήθεια τον εαυτό του. Ο καθένας βλέπει στον άλλον το σφετερισμό μιας νομιμότητας, την οποία ο ίδιος αποδυναμώνει, ενώ πιστεύει ότι την υπερασπίζεται…Ανά πάσα στιγμή η αμοιβαιότητα τρέφεται από τις προσπάθειες ενός εκάστου να την αναιρέσει».

Είναι αυτό που ενστικτωδώς διαπιστώνει και καταγγέλλει ο κόσμος σήμερα όταν φωνάζει «Όλοι ίδιοι είναι». Αγνοεί όμως ότι η έξαψη της βίας δεν αγγίζει μόνον τους πολιτικούς αλλά και τον ίδιο: η παραμικρή αναζήτηση ευθυνών στον άλλον την οξύνει,κάθε αθέλητη εμπλοκή, ακόμη και κάθε προσπάθεια κατευνασμού, την εξάπτει. Ο κύκλος των βίαιων ανταποδόσεων, αν ανοίξει, εξαπλώνεται σαν επιδημία και δεν έχει σημασία ποιος ήταν (αρχικά) αριστερός ή (αρχικά) δεξιός, (αρχικά) ηθικός ή (αρχικά) ανήθικος, (αρχικά) ευγενής ή (αρχικά) αγενής, αφού η όξυνση της αμοιβαιότητας – αλλιώς, η απώλεια της διαφοράς – εξομοιώνει τους πάντες, τους κάνει, αργά ή γρήγορα, να μιλούν με τον ίδιο τρόπο, να μετέρχονται τα ίδια μέσα.

Καθώς το αίμα, πραγματικό ή συμβολικό, όπου ακουμπήσει ζητάει αίμα, η βία έχει μιασματικό χαρακτήρα και εξαπλώνεται όπως η μόλυνση (έστω και αν η σύγχρονη επιστήμη της λοιμοξιολογίας δεν αντιλαμβάνεται τους λοιμούς μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών κρίσεων). Ως τέτοια, δηλ. ως μολυσματική επιδημία, η θυσιαστική κρίση οπωσδήποτε συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον την ηθική κρίση, εξάλλου πρόκειται για κρίση θρησκευτική, αλλά γιατί όχι, και την οικονομική.

Προτείνοντας λοιπόν τον Renes Girard, προτείνουμε μια ερμηνεία της πολιτικής κρίσης από την (αφανή – παραμελημένη) σκοπιά της θρησκείας: ερμηνεία της ως αποτελέσματος της θρησκευτικής κρίσης, δηλαδή της απώλειας της θυσίας. Πρόκειται για κρίση, στις χριστιανικές κοινωνίες, της θείας ευχαριστίας; Εδώ κρίνονται και από δω μήπως ρυθμίζονται τα πάντα;

Και αν το κακό έχει ήδη ξεσπάσει και μας κατατρώγει όπως η φωτιά το στυπόχαρτο, υπάρχει πλέον τρόπος να το σταματήσουμε; Μπορούμε να εμποδίσουμε την – ανεμπόδιστη – αναμετάδοσή της βίας; Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν να αποκατασταθεί η πολιτιστική τάξη, οι ιεραρχικές διαφορές, που λειτουργούν ως αντιπυρικές ζώνες απέναντι στην αναπαραγωγή των βίαιων αντεγκλήσεων; Να το μεγάλο ερώτημα που ορθώνεται μπροστά μας.
Ίσως επανέλθουμε.