Αν το 2013 είχε σημαδευτεί από την απόφαση της τότε κυβέρνησης του κ. Αντ. Σαμαρά να βάλει λουκέτο στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, το 2016 ήταν η χρονιά που κόντεψε να πέσει μαύρο στην πλειονότητα των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών. Για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα ουδείς γνώριζε ποια από τα κανάλια θα επιβίωναν μετά τον διαγωνισμό που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση του κ. Αλ. Τσίπρα, στην προσπάθειά της να κάνει πράξη τις προεκλογικές υποσχέσεις της για ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου. Επειτα από αλλεπάλληλους νόμους και τροπολογίες που κρίθηκαν ουσιαστικά αντισυνταγματικές και έναν διαγωνισμό που κρίθηκε άκυρος, όλα έχουν επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ουδέποτε στο παρελθόν μια κυβέρνηση δεν επένδυσε τόσα πολλά σε ένα τόσο δευτερεύον ζήτημα, για να καταλήξει σε ένα τόσο απίστευτο Βατερλό.
Ο «ανένδοτος κατά της διαπλοκής»


Ολα ξεκίνησαν από την απόφαση της κυβέρνησης να κάνει το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών παντιέρα στον ανένδοτο αγώνα της κατά της «διαπλοκής». Σε μια εποχή κατά την οποία η χώρα αντιμετώπιζε κρίσιμα προβλήματα και καταστάσεις, η κυβέρνηση αποφάσισε να αναγάγει τις τηλεοπτικές άδειες σε ζήτημα υψίστης, σχεδόν υπαρξιακής, σημασίας για την ελληνική κοινωνία. Η αντιπαράθεση με τα κανάλια ήταν ένας εύκολος τρόπος για να αποτραβήξει το βλέμμα των Ελλήνων από τις συνεχείς αποτυχίες και υπαναχωρήσεις της και εύρισκε πρόσφορο έδαφος στα αφτιά όσων είχαν απογοητευθεί από τον τρόπο με τον οποίο τα δελτία ειδήσεων των καναλιών είχαν καλύψει τις τρομακτικές επιπτώσεις που είχε η οικονομική κρίση στη χώρα μας.
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι το ζήτημα των τηλεοπτικών σταθμών έχρηζε ρύθμισης. Η ελληνική πολιτεία επί σειρά ετών είχε επιτρέψει να δημιουργηθεί ένα ιδιόμορφο τοπίο στο οποίο οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί λειτουργούσαν με «προσωρινές» άδειες, οι οποίες ανανεώνονταν με διαδοχικές νομοθετικές παρεμβάσεις, η πρώτη από τις οποίες ήταν ο ν. 2173/1993 που επέτρεψε τη συγκρότηση ιδιωτικών καναλιών, νομιμοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τους σταθμούς που είχαν αρχίσει να λειτουργούν χωρίς άδειες. Στη συνέχεια οι κυβερνήσεις έρχονταν και παρέρχονταν, είχαν γίνει κάποιες αποτυχημένες απόπειρες για να κηρυχθεί διαγωνισμός για τις άδειες, αλλά τα πράγματα παρέμεναν σε ένα καθεστώς ημινομιμότητας, με αποτέλεσμα να φθάσουμε στο σημείο να έχουμε περάσει στην ψηφιακή τηλεόραση, χωρίς να έχουν δοθεί άδειες για την αναλογική.
Κάπως έτσι φθάσαμε στον Οκτώβριο του 2015, οπότε η ελληνική Βουλή υιοθέτησε μια νέα νομοθεσία που αφορούσε στη διαδικασία αδειοδότησης των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών. Σύμφωνα με τον νόμο, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης θα εξέδιδε έναν αριθμό αδειών έπειτα από πλειοδοτικό διαγωνισμό. Ο αριθμός των αδειών θα καθοριζόταν με ειδική ψηφοφορία στη Βουλή έπειτα από πρόταση του αρμόδιου υπουργού Επικρατείας και μετά από δημόσια διαβούλευση και συζήτηση με το ΕΣΡ, καθώς και με έλληνες και ξένους εμπειρογνώμονες. Η αρχική τιμή της άδειας θα προσδιοριζόταν έπειτα από υπουργική απόφαση των υπουργών Επικρατείας και Οικονομικών.
Η εμμονή με τον αριθμό των καναλιών


Κάπου εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Το πρώτο ήταν η εμμονή της κυβέρνησης να ορίσει ότι ο αριθμός των αδειών για κανάλια εθνικής εμβέλειας θα ήταν τέσσερις. Για να αιτιολογηθεί η απόφαση αυτή παρουσιάστηκε μια μελέτη της «Σχολής της Φλωρεντίας για τη Ρύθμιση των Επικοινωνιών και των ΜΜΕ» σύμφωνα με την οποία οι υπάρχουσες υποδομές επιτρέπουν μόνο τη μετάδοση τεσσάρων ιδιωτικών καναλιών εθνικής εμβέλειας. Οταν αυτή η αφήγηση καταρρίφθηκε από ειδικούς εμπειρογνώμονες η κυβέρνηση άρχισε να κάνει λόγο για την οικονομική βιωσιμότητα και την περιορισμένη έκταση της διαφημιστικής αγοράς στη χώρα μας.
Με τις θητείες μελών του ΕΣΡ να έχουν εξαντλήσει τη διάρκειά τους ήταν απαραίτητο, για να εφαρμοστεί ο νόμος, να συγκροτηθεί ένα νέο Συμβούλιο που θα αναλάμβανε να «τρέξει» τον διαγωνισμό, καθώς ήταν η συνταγματικά αρμόδια Αρχή, γεγονός που αναγνώριζε και ο νέος νόμος. Ακολούθησαν δύο αποτυχημένες προσπάθειες για τη συγκρότηση του ΕΣΡ στα τέλη Ιανουαρίου και στις αρχές Φεβρουαρίου του 2016. Στις 9 Φεβρουαρίου έγινε η τρίτη απόπειρα συγκρότησης η οποία και πάλι απέτυχε, γεγονός που οδήγησε τον αρμόδιο υπουργό Ν. Παππά να κάνει το μοιραίο λάθος. Στις 11 Φεβρουαρίου έφερε και πέρασε στη Βουλή την τροπολογία με την οποία η Ανεξάρτητη Αρχή παρακαμπτόταν εντελώς και ο υπουργός αναλάμβανε τη διοργάνωση του διαγωνισμού.
Οι αντιδράσεις ήταν πολλές, άμεσες και είχαν έναν κοινό παρονομαστή: η τροπολογία ήταν αντισυνταγματική. Ομως ο κ. Παππάς, παρασυρμένος από την ίδια του τη ρητορική, επέμενε ότι η τροπολογία ήταν συμβατή με το Σύνταγμα και άρχισε να φέρνει τη μία ρύθμιση μετά την άλλη προκειμένου να προχωρήσει ο διαγωνισμός, ο οποίος έγινε τελικά τον περασμένο Αύγουστο και αποδείχθηκε ένα τσίρκο τεραστίων διαστάσεων. Ποιος θα ξεχάσει τις «καυτές» εκείνες ημέρες με εκπροσώπους καναλιών να κλείνονται στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης, κουβαλώντας σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και στρώματα προκειμένου να κοιμηθούν στα γραφεία που τους είχαν ανατεθεί.
Τελικά τα ποσά που συγκεντρώθηκαν ξεπέρασαν κάθε προσδοκία, από τα κανάλια που λειτουργούσαν πήραν άδεια να συνεχίσουν μόνο ο ΑΝΤ1 και ο Σκάι, ενώ στο τοπίο προστέθηκαν και δύο νέοι «παίκτες», οι επιχειρηματίες κ.κ. Βαγγέλης Μαρινάκης και Ιβάν Σαββίδης. Αλλά μόνο για λίγο. Τη στιγμή που τα κυβερνητικά στελέχη πανηγύριζαν για την επιτυχία του διαγωνισμού ήρθε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για να επιβεβαιώσει αυτό που όλοι, εκτός της κυβέρνησης, είχαν επισημάνει από την αρχή: η τροπολογία με την οποία παρακάμφθηκε το ΕΣΡ ήταν… αντισυνταγματική.
Μετά το φιάσκο διαπραγμάτευση


Μετά το μεγαλειώδες φιάσκο η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει αυτό που έπρεπε να είχε κάνει από την αρχή, να διαπραγματευθεί δηλαδή με την αντιπολίτευση για τη συγκρότηση του νέου ΕΣΡ. Κι έτσι, μετά από σχεδόν δύο χρόνια διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ βρισκόμαστε και πάλι στο σημείο μηδέν, με το ΕΣΡ να αναμένει τη δημοσίευση της απόφασης του ΣτΕ προκειμένου να βάλει εμπρός τη διαδικασία ενός νέου διαγωνισμού και να μπει επιτέλους μια τάξη στο χάος που επικρατεί στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Οπως ανακοίνωσε πρόσφατα το Συμβούλιο: «Αμέσως μόλις εκδοθεί η απόφαση του ΣτΕ θα επιληφθεί του κύριου για το πρόσεχες διάστημα έργου του, που είναι η αδειοδότηση τηλεοπτικών σταθμών (και αμέσως μετά ραδιοφωνικών) με σταθερά βήματα και αφού συζητήσει με τους εμπλεκόμενους φορείς, ώστε οι αποφάσεις του να είναι στέρεα θεμελιωμένες στο Σύνταγμα και στους νόμους».
Οσο για τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν από τον διαγωνισμό, όπως δήλωσε πριν από λίγες ημέρες ο κ. Παππάς «με τη διατύπωση της απόφασης του ΣτΕ θα επιστραφούν τα χρήματα στους υπερθεματιστές και θα ακολουθηθούν και οι τυπικές διαδικασίες που αφορούν τις σχέσεις κάθε εταιρείας με τις φορολογικές αρχές», αφήνοντας να εννοηθεί ότι πιθανόν να επιχειρηθεί συμψηφισμός ανάμεσα στα ποσά που κατέβαλαν οι υπερθεματιστές και στις οφειλές τους προς το Δημόσιο, γεγονός που είναι βέβαιο ότι θα ανοίξει έναν νέο πόλεμο στις αίθουσες των δικαστηρίων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ