Ανοικτή επιστολή στους «Financial Times» με αφορμή το τέλμα στις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με τους δανειστές της έπειτα από τέσσερις και πλέον μήνες επαφών, απέστειλαν οκτώ διάσημοι ακαδημαϊκοί και πολιτικοί. Πρόκειται για το νομπελίστα Οικονομικών και καθηγητή του Columbia University Τζόζεφ Στίγκλιτς, τον καθηγητή της Ecole Normale Superieure και του LSE Τομά Πικετί, τον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας και πρόεδρο του Foundation of European Progressive Studies Μάσιμο Ντ’ Αλέμα, την καθηγήτρια του Columbia University Στέφανι Γκρίφιθ-Τζόουνς, την καθηγήτρια του LSE Μαίρη Κάλντορ, την Χίλαρι Ουέινραϊτ του Transnational Institute στο Άμστερνταμ, τον καθηγητή Μάρκους Μίλερ του Warwick University και τον καθηγητή Τζον Γκραλ του Middlesex University.
Η επιστολή, η οποία τιτλοφορείται από την εφημερίδα «Ελλάδα: έκκληση για μετριοπάθεια την ύστατη ώρα», αναφέρει:
«Κύριοι, το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται σε κίνδυνο καθώς οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτικών θεσμών πλησιάζουν στην κορύφωσή τους. Για να αποτραπεί μια αποτυχία των διαπραγματεύσεων είναι αναγκαίο να γίνουν υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές. Η ΕΕ πρέπει να επιδείξει ανεκτικότητα και να εκταμιεύσει κονδύλια για να στηρίξει τις διαρθρωτικές αλλαγές και την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας και να διατηρήσει την ακεραιότητα της Ευρωζώνης. Η Ελλάδα πρέπει να δεσμευθεί αξιόπιστα και να δείξει ότι, αν και τάσσεται κατά της λιτότητας, ενστερνίζεται τις μεταρρυθμίσεις και επιθυμεί να διαδραματίσει ένα θετικό ρόλο στην ΕΕ.
Σε επιστολή που είχαμε απευθύνει αρκετοί από εμάς στους FT τον Ιανουάριο σημειώναμε ότι είναι σημαντικό να διαχωριστούν η λιτότητα από τις μεταρρυθμίσεις. Διότι το να καταδικάζεις τη λιτότητα δεν σημαίνει ότι απορρίπτεις τις μεταρρυθμίσεις. Φοβούμαστε ότι έξι μήνες τώρα η λιτότητα υπονομεύει τις βασικές μεταρρυθμίσεις του ΣΥΡΙΖΑ, για την υλοποίηση των οποίων οι ηγέτες της ΕΕ θα έπρεπε ασφαλώς να είχαν συνεργαστεί με την ελληνική κυβέρνηση. Κυρίως σε ό,τι αφορά την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς.
Η λιτότητα ροκανίζει δραστικά τα έσοδα από τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις και περιορίζει το πεδίο για αλλαγές που θα έκαναν τη δημόσια διοίκηση πιο υπεύθυνη και αποτελεσματική κοινωνικά. Και οι σημαντικές υποχωρήσεις που ζητούνται από την κυβέρνηση σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να χάσει την πολιτική στήριξη που διαθέτει και επομένως και τη δυνατότητα να υλοποιήσει ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που θα βγάλει την Ελλάδα από την κρίση. Είναι λάθος να ζητείται από την Ελλάδα να δεσμευθεί στην εφαρμογή ενός παλαιού προγράμματος που έχει καταφανώς αποτύχει, έχει απορριφθεί από τους Έλληνες ψηφοφόρους και το οποίο ένας μεγάλος αριθμός οικονομολόγων (συμπεριλαμβανομένων και ημών) πιστεύει ότι είχε εξαρχής λανθασμένες κατευθύνσεις.
Είναι σαφές ότι μια αναθεωρημένη, μακροπρόθεσμη συμφωνία με τους πιστωτικούς θεσμούς είναι αναγκαία. Διαφορετικά είναι αναπόφευκτη μια χρεοκοπία, η οποία θα θέσει σε μεγάλο κίνδυνο τις οικονομίες της Ευρώπης, την παγκόσμια οικονομία, ακόμα και την ευρωπαϊκή ιδέα, την οποία η Ευρωζώνη υποτίθεται ότι θα ενδυνάμωνε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η μοναδική ελπίδα για νομιμότητα στην Ελλάδα. Μια αποτυχία στην επίτευξη συμφωνίας θα υπονόμευε τη δημοκρατία και θα έφερνε στην επιφάνεια πολύ πιο ριζοσπαστικές και δυσλειτουργικές δυνάμεις, δομικά εχθρικές προς την ΕΕ.
Από την άλλη πλευρά, σκεφτείτε σοβαρά την ταχεία εφαρμογή ενός θετικού προγράμματος για την ανάκαμψη στην Ελλάδα (και στην ΕΕ συνολικά), το οποίο θα εκμεταλλευόταν τη μεγάλη οικονομική ισχύ της Ευρωζώνης για την προώθηση των επενδύσεων και τη διάσωση της ευρωπαϊκής νεολαίας από τη μαζική ανεργία με μέτρα που θα ενίσχυαν την απασχόληση σήμερα και την ανάπτυξη στο μέλλον. Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα άλλαζε άρδην τις οικονομικές επιδόσεις της ΕΕ και θα μετέτρεπε την Ένωση σε πηγή υπερηφάνειας για τους Ευρωπαίους πολίτες.
Η συμπεριφορά έναντι της Ελλάδας θα στείλει ένα μήνυμα προς όλους τους εταίρους στην Ευρωζώνη. Όπως το Σχέδιο Μάρσαλ, ας είναι αυτό ένα μήνυμα ελπίδας και όχι απελπισίας».