Εντονη κριτική υπήρξε στην πρόσφατη απόφαση του υφυπουργού Αθλητισμού Σταύρου Κοντονή για τη διεξαγωγή των αγώνων της 27ης αγωνιστικής της Σούπερ Λίγκας κεκλεισμένων των θυρών. Μεταξύ των επικριτών της επιλογής Κοντονή ήταν μάλιστα και ορισμένες «ήσυχες» ΠΑΕ όπως ο Παναιτωλικός και ο Πλατανιάς, που θεώρησαν ότι αδίκως τιμωρούνται για «εγκλήματα» άλλων ομάδων, οι οπαδοί των οποίων προκαλούν επεισόδια ενώ οι ίδιες έχουν αντιμετωπίσει με επιτυχία τα προβλήματα βίας στα γήπεδά τους.
Η γενίκευση του μέτρου για διεξαγωγή αγώνων κεκλεισμένων των θυρών και η διεξαγωγή ενός αγώνα υψηλού κινδύνου όπως ο προημιτελικός του Κυπέλλου μεταξύ της ΑΕΚ και του Ολυμπιακού ήταν τα δύο βασικά επιχειρήματα των αντιπάλων της απόφασης του υφυπουργού Αθλητισμού. Επιχειρήματα που εμφανίζονται ως βάσιμα και λογικοφανή αλλά ξεχνούν την πολιτική πλευρά της απόφασης. Ο Κοντονής επιλέγοντας τη λύση του «κεκλεισμένων των θυρών» θέλησε να στείλει το μήνυμα προς τη Σούπερ Λίγκα –με την οποία συζητεί όλο το προηγούμενο διάστημα και από την οποία ζήτησε την εφαρμογή των νόμων για κάμερες, ηλεκτρονικό εισιτήριο, λέσχες οπαδών –ότι δεν ικανοποίησε τις απαιτήσεις του και ότι δεν διασφαλίζει ακόμη την ομαλή διεξαγωγή των αγώνων. Το κυριότερο, φρόντισε να κάνει καθαρό ότι η απόφαση για αναβολή της 26ης αγωνιστικής δεν ήταν… εθιμοτυπική. Και το μήνυμα αυτό απευθύνθηκε προς τη Σούπερ Λίγκα ως σύνολο και όχι ως άθροισμα «καλών» και «κακών» ΠΑΕ.
Στην ουσία επρόκειτο για μια επίδειξη δύναμης από την πλευρά του κράτους σε αυτό το ιδιότυπο μπρα ντε φερ στο οποίο έχει επιδοθεί η πολιτική ηγεσία του αθλητισμού με τους λεγόμενους ποδοσφαιροπαράγοντες. Και ο Κοντονής φαίνεται να γνωρίζει και από τις επαφές που είχε μαζί τους ότι ορισμένοι, αν όχι οι περισσότεροι, θεωρούν ότι μπορούν να συνεχίσουν να συμπεριφέρονται και να δρουν κατά τα ειωθότα. Και σε έναν πόλεμο, ως γνωστόν, υπάρχουν πάντα και οι παράπλευρες απώλειες…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ