Η Αλεξάνδρα Αντωνοπούλου

Μπορούν τα παραμύθια να βοηθήσουν έναν ερευνητή να προχωρήσει καλύτερα την έρευνά του και τη συνεργασία με τους συναδέλφους του; Οσο και αν ακούγεται ανορθόδοξο, φαίνεται πως κάτι τέτοιο είναι δυνατόν. Αυτό τουλάχιστον έχει δείξει με τις μελέτες της η Αλεξάνδρα Αντωνοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια Ντιζάιν στο Πανεπιστήμιο του Γκρίνουιτς, λέκτορας στο κολέγιο Goldsmiths του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και διευθύντρια προμεταπτυχιακού προγράμματος στο University of The Arts στο Λονδίνο.


«Οταν το ντιζάιν και η μυθοπλασία συναντούν την έρευνα». Διάλεξη της Αλεξάνδρας Αντωνοπούλου στο πλαίσιο του Hub Science στις 14 Ιανουαρίου στις 20.00. The Hub Events, Αλκμήνης 5, Κ. Πετράλωνα (μετρό Κεραμεικός)

Τα σχετικά «εργαλεία» που έχει αναπτύξει ύστερα από χρόνια ερευνών –και τα οποία θα παρουσιάσει στην ομιλία της στο πλαίσιο του Hub Science στην Αθήνα –χρησιμοποιούνται ήδη σε πανεπιστημιακά μαθήματα και εργαστήρια προάγοντας τη μυθοπλασία και το παιχνίδι ως μέσα ενίσχυσης της δημιουργικότητας και καλώντας τους ενηλίκους να θυμηθούν την εποχή που ήταν παιδιά.

Τα «Βιβλία φ»
Η… ενήλικη παραμυθένια επιστημονική ιστορία ξεκίνησε πριν από περίπου επτά χρόνια, όταν η κυρία Αντωνοπούλου, κάνοντας έρευνα με θέμα τη μυθοπλασία ως μέθοδο εφευρετικότητας, δημιουργίας και εκμάθησης στο τμήμα Ντηζάιν του Goldsmiths, ανακάλυψε ότι η διατριβή της είχε κοινό θεματικό άξονα –τις ιστορίες –με τη διατριβή της Ελινορ Ντέαρ, η οποία προερχόταν από τις επιστήμες των μαθηματικών και της πληροφορικής. Η σύμπτωση των αντικειμένων ερευνητών από διαφορετικούς τομείς, όπως και οι διεπιστημονικές μελέτες, είναι όλο και πιο συχνές στη σύγχρονη επιστημονική πραγματικότητα και η εμπειρία έχει δείξει ότι συνήθως οι εμπλεκόμενοι που καλούνται να συνεργαστούν δεν μιλούν ακριβώς την ίδια γλώσσα. Οι δύο ερευνήτριες θέλησαν να βρουν έναν τρόπο ώστε να επικοινωνήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα για να ανταλλάξουν τις ιδέες και τις γνώσεις τους αλλά και να μελετήσουν τις δυσκολίες, τους κανόνες και τα όρια της ερευνητικής συνεργασίας. Ετσι γεννήθηκαν τα λεγόμενα «Phi books» ή «Βιβλία φ», όπου φ είναι η αναλογία της χρυσής τομής.
Η ιδέα ήρθε από τα terraced houses, τα αγγλικά σπίτια που είναι όλα ίδια στο εξωτερικό τους αλλά εσωτερικά το καθένα είναι διαφορετικό αντιπροσωπεύοντας τους ιδιοκτήτες του.«Σκεφθήκαμε ότι η έρευνά μας θα ήταν το «σπίτι» μας» εξηγεί στο «Βήμα» η κυρία Αντωνοπούλου «και θα καλούσαμε η μία την άλλη σαν επισκέπτρια σε αυτό. Για να μπορούμε να ανταλλάσσουμε τις «επισκέψεις» μας απεικονίσαμε η κάθε μία το σπίτι της σε ένα τετράδιο-βιβλίο». Τα δύο «βιβλία-σπίτια» χωρίστηκαν σε δωμάτια τα οποία αντιπροσώπευαν τους διάφορους «χώρους» της έρευνας και η κάθε ερευνήτρια έπρεπε να τα «γεμίσει» με ιστορίες για αυτά. Ο αριθμός των λέξεων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε κάθε δωμάτιο ήταν αυστηρά καθορισμένος και αυξανόταν με βάση τον αλγόριθμο της χρυσής τομής. Αυτός ο περιορισμός δημιούργησε εξαρχής το πλαίσιο της συνεργασίας.
Κάθε φορά που ένα δωμάτιο «γέμιζε» οι δύο ερευνήτριες αντάλλασσαν τα «βιβλία» τους και «μπαίνοντας» η μια στο σπίτι της άλλης άφηναν μια απάντηση. Η συνεργασία, όπως μας λέει η κυρία Αντωνοπούλου, ξεκίνησε με σκαμπανεβάσματα –«εγώ και η Ελινορ δεν προερχόμαστε μόνο από διαφορετικούς επιστημονικούς τομείς αλλά είμαστε και εντελώς διαφορετικές ως χαρακτήρες» αναφέρει χαρακτηριστικά -, όμως μέσα από τη δύναμη των ιστοριών και της μεταφοράς τελικά κατάφεραν να οδηγηθούν σε μια υγιή συνεργασία «χωρίς τοίχους». «Μέσα από αυτή τη διαδικασία μπορέσαμε όχι μόνο να μάθουμε η μια την άλλη αλλά και να εμβαθύνουμε στα «ξεχωριστά» ατομικά πεδία έρευνάς μας» λέει η καθηγήτρια.
Είμαστε όλοι ντιζάινερ
Τα «Phi books» γρήγορα «ανοίχτηκαν» και σε άλλους επιστήμονες, εμπλουτίστηκαν με νέο ερευνητικό υλικό και περισσότερες παραμέτρους, δημοσιεύθηκαν σε επιστημονικές επιθεωρήσεις και βιβλία, παρουσιάστηκαν σε συνέδρια καταργώντας τους καθιερωμένους «κανόνες» του ακαδημαϊκού τρόπου γραφής. Παράλληλα η κυρία Αντωνοπούλου συνέχισε να ερευνά τη μεθοδολογία, ενσωματώνοντάς την και στην κύρια έρευνά της. Τα αποτελέσματα αυτής της δουλειάς και τα «εργαλεία» που ανέπτυξε έδωσαν το έναυσμα για μια σειρά πανεπιστημιακά ερευνητικά προγράμματα και εργαστήρια. Η μεθοδολογία της χρησιμοποιήθηκε για παράδειγμα από το Interaction Research Studio του Goldsmiths για τη διερεύνηση των αναγκών και των επιθυμιών του κοινού στο πλαίσιο των μελετών για το «σπίτι του μέλλοντος». Επίσης από το 2010 αποτελεί τη βάση ενός προγράμματος σπουδών που προσφέρει το University of the Arts σε φοιτητές από το εξωτερικό που σκοπεύουν να συνεχίσουν με μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία με στόχο να τους εξοικειώσει με τη νοοτροπία του βρετανικού εκπαιδευτικού συστήματος και της επιστημονικής έρευνας.
Νέα προγράμματα σπουδών ετοιμάζονται τώρα να ανοίξουν και οι ερευνητικές συνεργασίες επεκτείνονται και σε άλλα πανεπιστήμια και σε περισσότερους επιστημονικούς τομείς –και όχι μόνο. Η κυρία Αντωνοπούλου διευκρινίζει ότι, αν και χρησιμοποιεί τον όρο «ντιζάινερ», τον βλέπει υπό μια πολύ ευρεία έννοια, αυτή του «δημιουργού». «Ντιζάινερ, δηλαδή δημιουργός για μένα δεν είναι μόνο αυτός που καλείται να σχεδιάσει ένα αντικείμενο» τονίζει «αλλά οποιοσδήποτε προσπαθεί να οργανώσει το αντικείμενο της δουλειάς του, να βρει λύσεις σε καθημερινά προβλήματα ή να σχεδιάσει την ίδια του τη ζωή». Γι’ αυτό τα προγράμματά της ήταν και είναι ανοιχτά σε όλους –από τους ντιζάινερ, τους αρχιτέκτονες, τους καλλιτέχνες και τους μηχανικούς ως τους βιολόγους ή τους νομικούς ή ακόμη και όσους δεν έχουν συγκεκριμένο επάγγελμα.
Δάσκαλοι τα παιδιά


Κυρίως όμως είναι ανοιχτά σε όλες τις ηλικίες –δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα παιδιά. Εχοντας δουλέψει στο παρελθόν μαζί τους η κυρία Αντωνοπούλου σκέφτηκε ότι τα παιδιά θα μπορούσαν να είναι οι καλύτεροι «δάσκαλοι» για τους ενηλίκους που θέλουν να ανοίξουν τους δημιουργικούς ορίζοντές τους μέσα από το παιχνίδι και τη μυθοπλασία. Ετσι η κύρια έρευνά της εξελίχθηκε σε μια σειρά εργαστηρίων στα οποία συμμετείχαν ενήλικοι και παιδιά που συνεργάζονταν μεταξύ τους σε ομάδες. Η έρευνα είναι ακόμη σε εξέλιξη, τα ως τώρα στοιχεία όμως δείχνουν ότι η μέθοδός της και το «εργαλείο της μυθοπλασίας για το ντιζάιν» που έχει αναπτύξει βοήθησαν μικρούς και μεγάλους να γίνουν αντίστοιχα περισσότερο δημιουργικοί και υπεύθυνοι, όπως επίσης και να επικοινωνούν και να συνεργάζονται καλύτερα.

«Χρησιμοποιώ έναν όρο της Βιολογίας γι’ αυτό»
λέει. «Γίνεται κάτι σαν μετάλλαξη από το DNA των παιδιών στο DNA των ενηλίκων, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Τα παιδιά κάνουν τους ενηλίκους να «σπάσουν» τις δομές της γνώσης τους και να γίνουν πιο δημιουργικοί μεταδίδοντάς τους ένα μέρος από την ελευθερία στο παιχνίδι και στη μυθοπλασία και τη διάθεση για πειραματισμό που έχουν αβίαστα σε αυτή την ηλικία. Παράλληλα οι ενήλικοι μεταδίδουν στα παιδιά, τα οποία είναι οι ντιζάινερ αλλά και οι πολίτες του μέλλοντος, ότι η δημιουργία είναι μέσο για να επικοινωνούν τις αξίες τους και να διοχετεύουν το παιχνίδι στην ενήλικη ζωή τους».
Ποια είναι ακριβώς η «μαγική» συνταγή που κάνει τέτοια θαύματα; «Δεν υπάρχει» απαντά η ερευνήτρια. «Αν έμαθα κάτι για τη μέθοδό μου από τη συνεργασία μου με τόσο διαφορετικούς επιστήμονες και τόσο διαφορετικές ηλικίες, αυτό είναι ότι ουσιαστικά αποτελεί μια «μη μέθοδο». Υπάρχει μια βασική μεθοδολογία, δεν υπάρχει όμως συνταγή. Ο καθένας την προσαρμόζει στην πορεία στα δικά του μέτρα». Παρά το γεγονός ότι όσοι την έχουν δοκιμάσει θεωρούν ότι τους βοήθησε να απελευθερώσουν το μυαλό και τις ιδέες τους και τους έκανε να βρουν τη διασκέδαση μέσα στη δουλειά τους, η κυρία Αντωνοπούλου θεωρεί ότι η «μη μέθοδός» της δεν είναι προς το παρόν για όλους μιας και οι ενήλικοι δεν μπορούν εύκολα να ξαναγίνουν παιδιά. «Δεν είμαστε ακόμη πραγματικά έτοιμοι για κάτι τέτοιο» επισημαίνει. «Βάζουμε όμως τώρα κάποιους σπόρους και ελπίζουμε ότι στο μέλλον θα πιάσουν τόπο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ