Ο Μανμοχάν Σινγκ προέβλεπε πριν από πέντε χρόνια ότι με τους ρυθμούς ανάπτυξης που είχε πετύχει τότε η Ινδία (ποσοστό 8%-9% του ΑΕΠ) «θα εκλείψουν σύντομα η πείνα και οι θανατηφόρες ασθένειες που αποτέλεσαν για αιώνες την αναπόδραστη μοίρα εκατομμυρίων συμπατριωτών». Εκτοτε οι αισιόδοξες εκτιμήσεις του ινδού πρωθυπουργού δεν επαληθεύτηκαν, όχι μόνο επειδή η οικονομία κατέβασε ταχύτητα αλλά κυρίως επειδή οι καρποί της αλματώδους ανάπτυξης δεν έφθασαν ποτέ στους πάμπτωχους κατοίκους των ενδοχώρας και των παραγκουπόλεων. Τώρα η Ινδία μοιάζει ο πιο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα των αναδυόμενων οικονομιών, καθώς βλέπει τις εσωτερικές αδυναμίες της αλλά και εξωγενείς παράγοντες όπως η αλλαγή νομισματικής πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες να πυροδοτούν κερδοσκοπική επίθεση στο εθνικό νόμισμα.
Η ρουπία, η οποία έχει χάσει πάνω από το 15% της αξίας της από τις αρχές του έτους, συνέχισε την πτωτική πορεία της τις προηγούμενες ημέρες. Η ισοτιμία με το αμερικανικό δολάριο άγγιξε τις 70 ρουπίες (από τις 55 όπου βρισκόταν στα τέλη του 2012).
Την ίδια στιγμή το χρηματιστήριο της χώρας βλέπει τους επενδυτές να αποχωρούν μαζικά, με το σύνολο της κεφαλαιοποίησης να κατρακυλά κατά 25% τους τελευταίους έξι μήνες και τις μετοχές των (κρατικών κυρίως) τραπεζών να καταγράφουν ακόμη μεγαλύτερη πτώση.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να περιορίσει τις συνέπειες από τη φυγή των επενδυτών επιβάλλοντας περιορισμούς στην εξαγωγή κεφαλαίων, όμως αυτού του είδους οι παρεμβάσεις ανατροφοδοτούν τις ανησυχίες προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη αναταραχή στις αγορές. Εκτός από την υποχώρηση του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης στα επίπεδα του 4%-5%, οι κερδοσκόποι επικαλούνται και τις «δημοσιονομικές αδυναμίες» της κυβέρνησης που έχει θέσει στόχο να περιορίσει το έλλειμμα στο 7% του ΑΕΠ, την ώρα που οι περισσότεροι αναλυτές προεξοφλούν περαιτέρω διεύρυνσή του σε διψήφια ποσοστά τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα η κυβέρνηση θα πρέπει να δανειστεί σχεδόν 190 δισ. ευρώ την ερχόμενη χρονιά για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της.
Ωστόσο η ραγδαία υποτίμηση του νομίσματος προκαλεί όχι μόνο χρηματοπιστωτικά αλλά και ζωτικής σημασίας προβλήματα στα 1,2 δισεκατομμύρια των Ινδών. Ο υπουργός Οικονομικών Παλανιαπάν Τσινταμπαράμ ανακοίνωσε την περασμένη Τρίτη πρόγραμμα έκτακτης επιδότησης ύψους 14 δισ. ευρώ για την κάλυψη των βασικών διατροφικών αναγκών των δύο τρίτων του πληθυσμού. Ωστόσο η αποτελεσματικότητα πρωτοβουλιών «φιλανθρωπικού» χαρακτήρα είναι εξαιρετικά αμφίβολη για τον επιπλέον λόγο ότι η βοήθεια διαχέεται στους δικαιούχους μέσω ενός ιδιαίτερα διεφθαρμένου δικτύου κρατικών και τοπικών οργανώσεων. Στις επικρίσεις που δέχεται το Νέο Δελχί για τις «σπατάλες σε αναποτελεσματικά σχέδια βοήθειας» εν όψει των εκλογών του προσεχούς Μαΐου, η κυβέρνηση απάντησε με αντιπροτάσεις για επιβολή φόρου αγαθών και υπηρεσιών προκειμένου να αυξήσει τα (πενιχρά) φορολογικά της έσοδα. Ακόμη και αν το κυβερνών κόμμα INC καταφέρει να κάμψει τις αναμενόμενες αντιδράσεις, η σχεδιαζόμενη πολιτική της «απελευθέρωσης» αγορών και επαγγελμάτων κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι ότι θα βελτιώσει το επίπεδο διαβίωσης 800 εκατομμυρίων Ινδών που ζουν σε πραγματικά τριτοκοσμικές συνθήκες.
«Κρίση των κρεμμυδιών»
Μια κρίση μέσα στην κρίση ξέσπασε στην Ινδία εν μέσω ραγδαίας αύξησης του πληθωρισμού και υποτίμησης του νομίσματος. Ο ινδικός Τύπος βάφτισε τις υποκινούμενες από την αντιπολίτευση αντιδράσεις «κρίση του κρεμμυδιού», θυμίζοντας ότι η ραγδαία άνοδος της τιμής του βασικού διατροφικού προϊόντος για τους Ινδούς ήταν το κύριο γεγονός που έριξε την τοπική κυβέρνηση στο Νέο Δελχί πριν από 15 χρόνια.
Τα αντιπολιτευόμενα κόμματα κατηγορούν την κυβέρνηση για αδιαφορία μπροστά σε ένα ζωτικής σημασίας ζήτημα για την πλειονότητα των νοικοκυριών που χρησιμοποιούν το κρεμμύδι ως βασικό στοιχείο της καθημερινής τους διατροφής. Η τιμή του κρεμμυδιού ακολούθησε απλώς την ανοδική πορεία του τιμάριθμου, όμως η τρέχουσα τιμή των 80 λεπτών του ευρώ ανά κιλό θεωρείται απαγορευτική για τις φτωχότερες οικογένειες. Βέβαια, η κυβέρνηση δεν έμεινε εντελώς άπραγη καθώς έβγαλε στους δρόμους της πρωτεύουσας 150 «αυτοκινούμενους μανάβηδες» που πουλάνε κρεμμύδια σε μειωμένες (επιδοτούμενες από το κράτος) τιμές. Ομως το μέτρο αυτό είναι μια σταγόνα στον ωκεανό, καθώς τα φθηνά κρεμμύδια φθάνουν σε ελάχιστους. Μακριά από το Νέο Δελχί η μαύρη αγορά οργιάζει, αλλά ακόμη και εντός των ορίων της πόλης η διανομή του προϊόντος κρύβει κινδύνους για τους πωλητές που συχνά πέφτουν θύματα… επιδρομών. Την κατάσταση επιδεινώνουν τα καρτέλ των μεσαζόντων που ελέγχουν, με την «ανοχή» των τοπικών αρχών, το εμπόριο, ειδικά στα κρατίδια με τη μεγαλύτερη παραγωγή όπως στη Μαχαράστρα της Δυτικής Ινδίας. Στο μεταξύ, η ακρίβεια γεννά ευφάνταστες ιδέες. Πειράματα ανταλλακτικής οικονομίας κάνουν ήδη την εμφάνισή τους. Η ινδική εφημερίδα «Press Trust» αναφέρει για παράδειγμα ότι κάποια βουλκανιζατέρ προσφέρουν στους πελάτες τους ένα κιλό κρεμμύδια για κάθε αλλαγή ελαστικών.

Οι μεγαλοεπενδυτές εγκαταλείπουν τις BRICS
Υπό τον φόβο της απώλειας κερδών στις αναδυόμενες οικονομίες, τα κερδοσκοπικά funds επιστρέφουν στις ΗΠΑ

Σε κατάσταση συναγερμού βρίσκονται τον τελευταίο μήνα οι αναδυόμενες BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Κορέα), καθώς και άλλες αναδυόμενες οικονομίες όπως η Τουρκία και οι χώρες της Nοτιοανατολικής Ασίας, καθώς τα κερδοσκοπικά funds αποσύρουν μαζικά τα κεφάλαιά τους από τις αγορές και τα νομίσματά τους επιστρέφοντας στα παραδοσιακά καταφύγια, όπως τα αμερικανικά χρηματιστήρια. Ο λόγος δεν είναι άλλος από τον φόβο απώλειας κερδών καθώς οι «αναδυόμενοι» φαίνεται ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν να αναπτύσσονται με τους φρενήρεις ρυθμούς της περασμένης δεκαετίας. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σημείωνε στην τελευταία του έκθεση για τις οικονομικές προοπτικές των BRICS ότι «η δυναμική της ανάπτυξης δείχνει να ξεφουσκώνει σταδιακά». Η Τουρκία για παράδειγμα υποχώρησε την περασμένη χρονιά σε ρυθμό ανάπτυξης 2,2% του ΑΕΠ κατρακυλώντας από το 8,5% του 2011, ενώ για την εφετινή χρονιά προβλέπεται μικρή άνοδος κοντά στο 4%. Χειρότερες είναι οι εκτιμήσεις για τη Βραζιλία, η οποία από τα σχεδόν διψήφια ποσοστά των προηγούμενων ετών έχει προσγειωθεί απότομα σε επίπεδα κοντά στο 2%.

Ομως, οι άλλοτε ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής υποφέρουν κυρίως από έναν εξωγενή παράγοντα που πυροδοτεί κύμα «επαναπατρισμού κεφαλαίων» από αμερικανούς και ευρωπαίους επενδυτές. Πρόκειται για το διαγραφόμενο τέλος της «ποσοτικής χαλάρωσης» από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών που μεταφράζεται ως επενδυτική ευκαιρία από τους κερδοσκόπους. Και αυτό διότι η σταδιακή επιβράδυνση του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων από τον επικεφαλής της Fed Μπεν Μπερνάνκι θα σημάνει το τέλος του φθηνού χρήματος με το οποίο έχουν κατακλυστεί οι αμερικανικές χρηματαγορές. Ο παράγοντας αυτός σε συνδυασμό με τις πρώιμες (σύμφωνα με ορισμένους οικονομολόγους) εκτιμήσεις για την έξοδο των χωρών της ευρωζώνης από την κρίση δημιουργούν αυξημένα περιθώρια κέρδους στις αγορές της Δύσης σε αντιδιαστολή με τις χαμηλές ταχύτητες με τις οποίες αναπτύσσονται πλέον οι περιφερειακές οικονομίες.
Η γαλλική εφημερίδα «Le Monde» σημειώνει σε ανάλυσή της ότι «αν οι αναδυόμενες οικονομίες θέλουν να ξεπεράσουν τα εμπόδια που βάζουν οι αγορές θα πρέπει να επικεντρωθούν στα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα». Η Βραζιλία διαθέτει μια ισχυρή παραγωγική βάση σε τομείς όπως η φαρμακοβιομηχανία, η αυτοκινητοβιομηχανία και η επεξεργασία μεταλλευμάτων. Αντιστοίχως, οι περισσότεροι αναλυτές συστήνουν στην Ινδία να δώσει ώθηση στις νεοφιλελεύθερης έμπνευσης μεταρρυθμίσεις προκειμένου να περιοριστεί ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους στην οικονομία και να διευρυνθεί η είσοδος ιδιωτών σε τομείς που ως σήμερα ελέγχονται μονοπωλιακά από αυτό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ