ΟΑριστείδης Μαλούχος έλυσε το χειρόφρενο. Το Vitara αναπήδησε. Τα δίδυμα, στο πίσω κάθισμα, σήκωσαν το κεφάλι τους από το ηλεκτρονικό και ρώτησαν τι συμβαίνει.

«Συμβαίνει ότι κατεβαίνουμε από τον “Σκοπελίτη”. Και το να κατεβαίνεις από ένα πλοίο δεν είναι σαν να αλλάζεις πίστα στο παιχνίδι». Η Σάντρα τον κοίταξε αυστηρά.

«Σου θυμίζω πως είμαι έγκυος».

«Κι εγώ σου θυμίζω ότι κάπως πρέπει να βγούμε από ’δώ μέσα».

Είχε αποφασίσει να τους κόψει τον αέρα απ’ την αρχή. Αν είχαν και εδώ τις παράλογες απαιτήσεις που είχαν στην Αθήνα, δεν θα έκλειναν ούτε εικοσιτετράωρο στο νησί.

Μπροστά του, σαν να μην είχε περάσει ούτε μέρα, ήταν παρκαρισμένη η καρότσα του Φοίνικα.

«Οταν είχα πρωτοέρθει…» είπε. Εκοψε τη φράση στη μέση. Η καρότσα προοριζόταν τώρα για τις αποσκευές. Οι τουρίστες έμπαιναν σ’ ένα πούλμαν. Του είχαν πει ότι το Κουφονήσι άλλαξε, δεν ήθελε να το πιστέψει.

«Οταν είχες πρωτοέρθει, τι;» ρώτησε η Σάντρα.

«Τίποτα»

Πριν από 25 χρόνια σάλταραν όλοι στην καρότσα με τα σακίδια και ο Φοίνικας τους κατέβαζε σ’ ένα κάμπινγκ που τώρα είχε βάλει λουκέτο. Ανοιγαν μπίρες με τα δόντια και έκοβαν τυρί με τον σουγιά. Οταν τέλειωναν τα λεφτά, σάλταραν πάλι στην καρότσα και γυρνούσαν με τον «Σκοπελίτη» στη Νάξο. Από ’κεί, γραμμή για Πειραιά.

Το 1985 ήταν τελειόφοιτος της Νομικής και δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι κάποτε θα έλεγε τις ειδήσεις στην ιδιωτική τηλεόραση. Οτι θα συνέδεε τις συνέπειες της κρίσης μεταξύ τους όχι αιτιακά, αλλά με τη φράση «και τώρα πάμε να δούμε τι συμβαίνει έξω από τη Βουλή. Η τάδε έχει τις λεπτομέρειες».

Στη διαδρομή ακουγόταν το ξερό «μπιπ κλανγκ» του ηλεκτρονικού παιχνιδιού. Ο Αριστείδης κατέπνιξε την επιθυμία να τους πει «κοιτάξτε τις ξερολιθιές έξω απ’ το παράθυρο. Κοιτάξτε τη θάλασσα. Εχετε δει τέτοια νερά στη ζωή σας;».

Λίγο πριν στρίψουν για τον «Χοντρό Κάβο» δεν κρατήθηκε. «Βλέπετε τις σιδερένιες σχάρες γύρω από τους λαμπτήρες της ΔΕΗ; Ξέρετε γιατί το έκαναν αυτό; Οταν ήμασταν φοιτητές, σπάγαμε τις λάμπες για να βλέπουμε καλύτερα τ’ αστέρια».

Τα δίδυμα έβγαλαν μια κραυγή ενθουσιασμού. Η Σάντρα είπε: «Μπράβο, ωραίες ιδέες τούς δίνεις».

Και γιατί όχι; Ηταν ρομαντικοί καταδρομείς τότε, επιστρατευμένοι στην αστροφεγγιά. Είχαν σουγιάδες και υπνόσακους. Τώρα έχουν τζιπ και χρέη.

Συνήθως ο Αριστείδης Μαλούχος δεν σκεφτόταν έτσι. Περίμενε υπομονετικά να του πουδράρουν τη μύτη για τη ζωντανή σύνδεση και έκανε αναμενόμενα, πληκτικά σχόλια για την τρόικα, τη Μέρκελ και τον Τσίπρα.

Μόλις μπήκε στον «Σκοπελίτη», κάτι άλλαξε. Την τελευταία φορά που είχε μπει εκεί μέσα φορούσε μια σκισμένη τζιν βερμούδα. Η Σάντρα σχολίαζε: «Εχουν απλώσει χαλιά, μα είναι ποτέ δυνατόν; Πού είμαστε; Στην Τουρκία; Πρώτη θέση δεν έχει αυτό το σαράβαλο;». Ο Αριστείδης τη φίλησε στην άκρη της μύτης. «Αυτή είναι η πρώτη θέση» της είπε.

Παρκάρισαν μπροστά στα ενοικιαζόμενα. Η Σάντρα σούφρωσε τη μύτη της.

«Μου είπες ότι αν δεν μου αρέσει…»

«…θα φύγουμε» συμπλήρωσε τη φράση της ο Αριστείδης.

«Καλώς τον Αρίστο» φώναξε ο ιδιοκτήτης από μακριά, ανοίγοντας την αγκαλιά του. Ηταν ψαράς, με βαθιές χαραγματιές στα χέρια. «Χρόνια και ζαμάνια. Ελεγα κι εγώ ότι έγινες μεγάλος και τρανός και δεν μας καταδέχεσαι». Ο Αριστείδης τον αγκάλιασε. Χτύπησαν ο ένας τον άλλον στην πλάτη με δύναμη, όπως κάνουν οι άντρες όταν συγκινούνται.

Η Σάντρα και τα δίδυμα στέκονταν κάτω από την πέργκολα με τις βουκαμβίλιες.

«Ελάτε καλέ, δεν δαγκώνουμε. Και πώς να δαγκώσουμε; Δεν μας έμεινε και κανένα δόντι, εδώ που τα λέμε». Κι άρχισε εκεί, στα όρθια, να διηγείται τις περιπέτειες με τα δόντια του, ανοίγοντας το στόμα, δείχνοντας τα ούλα του, σαν να είχε μπροστά του μια οικογένεια οδοντογιατρών. «Θα μας φτιάξουν Πολυδύναμο Ιατρείο, το εντάξαμε στο ΕΣΠΑ, περιμένουμε πώς και τι. Να μην καραβοτσακίζεσαι για ένα δόντι».

Η Σάντρα κοιτούσε τα κομψά μαύρα πέδιλά της. Τα παιδιά κοιτούσαν το ηλεκτρονικό. Οταν τους πήγανε στα δωμάτια, είπε μέσα απ’ τα δόντια της: «Είμαι στον πέμπτο μήνα. Κανόνισε να καραβοτσακιστώ».

Από το δωμάτιο των παιδιών ακουγόταν το ξερό «μπιπ κλανγκ» του ηλεκτρονικού.

Σε δυο μέρες άλλαξαν ξενοδοχείο. Η Σάντρα δεν άντεχε το καζανάκι που έτρεχε ούτε τον πλαστικό καθρέφτη με τα κοχύλια. Ο Αριστείδης βρήκε ένα πολύ άσχημο ξενοδοχείο με πισίνα, πάνω στον δρόμο. Πισίνα; Στα Κουφονήσια;

Κάθε μέρα τούς πήγαινε και σε άλλη παραλία. Σημείωνε νοερά τις αλλαγές στα ήθη και στη ρυμοτομία. Στον δρόμο τον αναγνώριζαν και τον ρωτούσαν αν θα ξαναγυρίσουμε στη δραχμή. Στον Φανό ξεφύτρωσε ένα εντυπωσιακό συγκρότημα δωματίων με ξαπλώστρες. Είχε ανοιχτεί δρόμος για το Πορί. Πήγαν με το τζιπ επειδή τα παιδιά βαριόντουσαν το περπάτημα. Στους στύλους της ΔΕΗ είδαν αφίσες για ένα διήμερο ινδικής μουσικής και για μαθήματα γιόγκα. Τα νεόχτιστα ονομάζονταν «My Island Home». Είχαν δοθεί νέες ονομασίες ακόμη και στους σχηματισμούς βράχων. Η «Πισίνα» λεγόταν «Μάτι του διαβόλου». Το σημείο όπου άφριζαν τα νερά το έλεγαν «Γάλα» πια.

Κάποια πράγματα δεν θα άλλαζαν ποτέ. Το σπίτι της «Ιταλίδας» πίσω απ’ την παραλία. Το εστιατόριο «Μέλισσα». Το σουβλατζίδικο στη Χώρα. Το καφέ-μπαρ «Καλάμια». Και η πυκνότητα του νερού, το χρώμα του, το απαράμιλλο κάλεσμά του που σε έκανε να νιώθεις πρωτόγονος άνθρωπος. Δυο γυμνιστές στην Ιταλίδα είχαν απλώσει την πετσέτα τους στο ίδιο σημείο που την άπλωναν πριν από 20 χρόνια. Ηταν κατακόκκινοι σαν αστακοί, όπως τότε. Οταν πήγε να βγάλει κι αυτός το μαγιό του, η Σάντρα τού είπε ότι είναι επώνυμος πια. Μπορεί να τον φωτογραφίσουν και να στείλουν τη φωτογραφία στο «Hello». Εξάλλου, υπάρχουν και τα παιδιά.

Το τελευταίο βράδυ νόμιζε ότι θα σκάσει. Βγήκε μόνος του, ανέβηκε στο χωριό. Μπήκε στον φούρνο. Η φουρνάρισσα τον υποδέχτηκε με νησιώτικα:

«Με το τρεχαντηράκι μου θα πάω Δύση Δύση ν’ αράξω μες στον Παριανό στο Πάνω Κουφονήσι»

Τον κέρασε πορτοκαλάδα, τον έβαλε να δοκιμάσει όλα τα γλυκά και δεν τον άφηνε να φύγει. Δεν το χωρούσε το μυαλό της ότι το Κουφονήσι έβγαλε Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ. «Ημουν 18 χρόνων το ’83. Είχε έρθει ο Γεννηματάς και του παραπονεθήκαμε για το ρεύμα, μόνο κάτι λάμπες πετρελαίου είχαμε που μας μαύριζαν τα ρουθούνια. Ε, λοιπόν, σε έναν μήνα ήρθαν παντόφλες στην άμμο, μας έβαλαν κολόνες. Τον Γενάρη είχαμε φως».

«Και τι θέλεις τώρα;» την πείραξε ο Αριστείδης. «Να ψηφίζουν ΠαΣοΚ από ευγνωμοσύνη;».

Η φουρνάρισσα τον έπιασε από τον ώμο και τον μανουβράρισε για να γυρίσει να την κοιτάξει. «Εγώ τον μνημονεύω στην εκκλησία τον Γεννηματά, επειδή μας άλλαξε τη ζωή. Ξέρεις ότι τα καράβια άραζαν στον δίαυλο της Κέρου και κατεβαίναμε με ανεμόσκαλα στη λάντζα;».

«Αλλες εποχές» είπε ο Αριστείδης.

«Το ξέρεις», συνέχισε η φουρνάρισσα, «πως όταν πήγα στο “Μητέρα” να γεννήσω, το ’82, είδα για πρώτη φορά καζανάκι. Μωρέ, λέω, από πού έρχεται το νερό; Γελάς, ε; Εμείς το φέρναμε απ’ το πηγάδι. Ξέρεις τι θα πει να τρως το κρέας μάνι μάνι ως το μεσημέρι, σαν σκύλος, για να μη χαλάσει; Να ανάβεις φωτιά και να ζεσταίνεις νερό καταχείμωνο για να πλύνεις το μωρό;».

Υστερα του διηγήθηκε πώς έμπαινε με τις γαλότσες στα φρύγανα, γύρω γύρω θεριούλια, κι εκείνη να κόβει τις ρίζες με την αξίνα, να τις φέρνει στον φούρνο για να τις κάψουν. Να βάλουν πάνω στη στάχτη τις πινακωτές.

«Το φως το έφερε η ΕΟΚ, όχι ο Γεννηματάς» είπε ένας ψαράς από το διπλανό τραπέζι.

«ΕΟΚ, το καντήλι τους!» γρύλισε η φουρνάρισσα.

Ο Αριστείδης έκανε να φύγει. Ο ψαράς σηκώθηκε και τον πλησίασε. «Εσύ, που είσαι και στην τηλεόραση, κάνε κάτι».

«Τι να κάνω δηλαδή;».

«Να πεις την αλήθεια. Οτι το οικοσύστημα το κατέστρεψαν οι οικολόγοι».

«Και πώς το έκαναν αυτό;».

Ο ψαράς ανοιγόκλεισε τα μάτια του που ήταν βαριά, αλλά παιχνιδιάρικα στο βάθος, σαν παιδιού. «Πετάνε φώκιες και δελφίνια στα νερά. Φίδια στην Κέρο. Κάποτε βγαίναμε στις ταράτσες, βλέπαμε τα κοπάδια σε δυο χιλιόμετρα απόσταση. Ψάρια να δουν τα μάτια σου, τα κάναμε παστά. Τώρα τα τρώνε οι φώκιες».

«Ομως έχετε την τεχνολογία με το μέρος σας».

«Εμένα μου λες; Βγήκαν τα βυθόμετρα, τα GPS – κι ένα παιδί ρίχνει δίχτυα αν θέλει. Εμείς είχαμε σημάδια τα άστρα, τα βουνά. Το ’80 πιάναμε 100 κιλά ψάρια την ημέρα, τα πουλούσαμε στην Αθήνα – φαγκριά, αστακούς».

Ο Αριστείδης θυμήθηκε παλιές ιστορίες. Τον έπαιρναν μαζί οι ψαράδες. Του έλεγαν ότι οι ανεμότρατες έβγαιναν στα 100 μέτρα απ’ τη στεριά, θέριζαν τα πάντα. Κάτι είπε στον ψαρά για παράνομη αλίευση.

«Εντάξει, δεν υπήρχε αστυνόμευση, έβλεπες τον άλλον να ρίχνει δυναμίτη δίπλα σου κι έλεγες δεν βαριέσαι, ξάδερφός μου είναι».

«Οπότε, δεν φταίνε οι οικολόγοι…» αστειεύτηκε ο Αριστείδης.

«Εμένα ν’ ακούς» μουρμούρισε ο ψαράς. «Να βγεις και να τα πεις στην τηλεόραση, να γίνει χαμός».

Ο Αριστείδης προφασίστηκε ότι πάει για εφημερίδες στο πρακτορείο. Κατηφόρισε προς το λιμάνι. Στις ταβέρνες στάθηκε και χαιρέτησε διάφορους, σαν δήμαρχος. «Πώς βλέπεις τα πράγματα;» τον ρωτούσαν παρέες δικηγόρων, πάνω από παγωμένες αστακομακαρονάδες. Εκείνος επαναλάμβανε την ίδια λέξη: «Δύσκολα».

Δύσκολα. Σαν θυμωμένος ηθοποιός, που του είχαν δώσει μία μόνο φράση στην παράσταση, ξεμάκρυνε, αγόρασε μια μπίρα και κατευθύνθηκε στις παραλίες. Στον δρόμο σκέφτηκε για πρώτη φορά πως ήταν ανόητο, όχι επαναστατικό, που έσπαγαν λάμπες – που ασχολήθηκαν με τις λάμπες και όχι με άλλα πράγματα. Μέσα του ξύπνησε η επιθυμία να πιάσει τη ζωή του απ την αρχή. Ν’ αφήσει την τηλεόραση, ν’ αφήσει τη δυσαρεστημένη οικογένειά του και να έρθει εδώ όπου ξεκίνησαν όλα, στην παραλία της Ιταλίδας. Θα μπορούσε να μπαλώνει δίχτυα, ή, όχι, όχι, κάτι πιο ρεαλιστικό. Ν’ ανοίξει ένα μπαρ. Επειτα από χρόνια να λέει στους θαμώνες: «Εμένα που με βλέπεις κάποτε έλεγα τις ειδήσεις στο κεντρικό δελτίο».

Εφτασε στην Ιταλίδα, γδύθηκε και μπήκε στο νερό που ασήμιζε κάτω από το φως του φεγγαριού. Ναι, αυτό θα έκανε, θα τα παρατούσε όλα. Και θα ξεκινούσε αυτή τη στιγμή ανοίγοντας μια μπίρα με τα δόντια, όπως παλιά. Βγήκε από τη θάλασσα με γρήγορες απλωτές, δοκίμασε ξανά και ξανά με τα πίσω δόντια που ήταν γερά – τίποτα. Υστερα σκέφτηκε ότι δεν υπήρχε ακόμη στο νησί Πολυδύναμο Ιατρείο.

Ντύθηκε, καθάρισε καλά καλά την άμμο από τις πατούσες του, έβαλε τα παπούτσια του και περπάτησε ως το μπαρ του Φανού. Με φωνή που μόλις ακουγόταν ζήτησε ένα ανοιχτήρι για την μπίρα του.

ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ

* Τα Κουφονήσια είναι ένα σύμπλεγμα νησιών στις Μικρές Ανατολικές Κυκλάδες, κοντά στην ακατοίκητη Κέρο, όπου βρέθηκαν ο Αυλητής και ο Αρπιστής, τα περίφημα σύμβολα των πρωτοκυκλαδικών πολιτισμών. Στο Κάτω Κουφονήσι υπάρχουν μόνο κατσίκες και μία ταβέρνα. Το Πάνω Κουφονήσι συνδέθηκε, ήδη από τη δεκαετία του ’70, με τον εναλλακτικό τουρισμό και με ένα όψιμο κίνημα χιπισμού. Σήμερα, το νησί βουλιάζει από τουρίστες που αναζητούν τον χαμένο παράδεισο και τη φθηνή αστακομακαρονάδα.

* Οι «παλιοί» γκρινιάζουν για την οικιστική ανάπτυξη και για όσους άλωσαν το Κουφονήσι. Οι ντόπιοι, διά στόματος της αντιδημάρχου Κατερίνας Συμιγδαλά, ζητούν να γίνει το νησί μικρός, αυτόνομος δήμος και να μην εξαρτάται από τη Νάξο. Οπως λέει, «για μια ζημιά στην αποχέτευση χρειάζονται δέκα δημοτικά συμβούλια, υπογραφές, παραϋπογραφές, κι όταν φτάνουν τα χρήματα, αντιστοιχούν σε παλιότερο τιμολόγιο».

* Οι Κουφονησιώτες δεν θέλουν τον «Καλλικράτη». Δεν θέλουν καντίνες στην παραλία ούτε ξαπλώστρες. Θέλουν το πρόγραμμα αφαλάτωσης, το Πολυδύναμο Ιατρείο και έναν μουσειολόγο για να γίνει επιτέλους η μελέτη του Αρχαιολογικού Μουσείου ώστε να στεγαστούν τα ευρήματα της Κέρου. Θέλουν επίσης μια τράπεζα. Οταν αδειάζει το ΑΤΜ, όλοι βασίζονται στην καλοσύνη των ξενοδόχων.

* Αν τους ρωτήσεις τι παράγουν, θα σου πουν «δυνατό αέρα και ήλιο». Οι Κουφονησιώτες είναι επινοητικοί, σκαρώνουν στιχάκια στη στιγμή, η εμβληματική Γεωργούλα Κωβαίου έχει βγάλει δύο CDs με νησιώτικα. Η νέα γενιά έχει ιδιαίτερες καλλιτεχνικές ανησυχίες. Φαίνεται και στα θεατρικά έργα που ανεβάζουν υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της δασκάλας τους, της Αγράμπελης. Τα παιδιά των ντόπιων σπουδάζουν παραδοσιακή μουσική στην Aρτα, χορό στην Πάτρα και επιστρέφουν στο νησί το καλοκαίρι για να βοηθήσουν στις ταβέρνες και να χορέψουν στη Γιορτή των Ψαράδων.

* Ισως αυτή η ιδιαίτερη καλλιτεχνική ευαισθησία να έφερε στο νησί διευθυντές μουσείων όπως o Αγγελος Δεληβορριάς, σκηνοθέτες όπως ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ερμηνευτές όπως η Ελευθερία Αρβανιτάκη. Η Ελευθερία περιγράφει: «Πήγα για την απόλυτη ξεκούραση, τέλος Ιουνίου, έπειτα από μια υπερκόπωση. Κρύφτηκα κυριολεκτικά στον Φανό. Ηταν ένα υπέροχο ησυχαστήριο. Σκαρφάλωσα στα βράχια της Κέρου, με πήγαν βόλτες με το καΐκι. Μας συντρόφευαν δελφίνια».

* Μια σουρεαλιστική εικόνα ολυμπιακής ευημερίας μεταφέρει η ζωγράφος Νίκη Παπασπύρου: «Λιαζόμασταν στην παραλία, το 2004, αγκυροβολεί ένα σκάφος στ’ ανοιχτά και βγαίνουν μια καμαριέρα – με στολή – και πέντε κανίς απ’ το λουρί για να κάνουν την ανάγκη τους. Τους έβαλα τις φωνές. Επειτα από λίγο, βγήκε ένας μπάτλερ με ένα μπουκάλι παγωμένη σαμπάνια προς εξιλέωση…».