Η κυβέρνηση που θα προκύψει στις 7 Μαΐου ή σε ενδεχόμενες επαναληπτικές εκλογές θα αντιμετωπίσει τεράστιες δυσκολίες και προβλήματα. Η καθίζηση στην ποιότητα της διακυβέρνησης μετά το 2004 είχε προκαλέσει κίνδυνο εθνικού εκτροχιασμού με καταστροφικές συνέπειες για το βιοτικό μας επίπεδο, την κοινωνική ανοχή, την ίδια την εθνική ασφάλεια. Επιπλέον, το ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον παρουσιάζει ισχυρά ρήγματα που, ενώ διανοίγουν νέες προοπτικές, καθιστούν εξαιρετικά περίπλοκη την άσκηση αποτελεσματικής πολιτικής. Προκύπτουν ευκαιρίες που πρέπει να αξιοποιηθούν και κίνδυνοι που πρέπει να αποφευχθούν.
Η γερμανική συνταγή για να ξεπεραστεί η κρίση χρέους απέτυχε. Αντιμετώπισε τα συμπτώματα, τα δημοσιονομικά ελλείμματα, αντί να εξαλείψει τις αιτίες: τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα και το έλλειμμα ανάπτυξης. Δεν αναζήτησε τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στη δημοσιονομική εξυγίανση, στις διαθρωτικές αλλαγές και στην αναπτυξιακή ώθηση. Περιορίστηκε αποκλειστικά στη λιτότητα. Αποτέλεσμα ήταν η μεγαλύτερη ύφεση της μεταπολεμικής περιόδου, η εκτίναξη της ανεργίας και η ανατροπή των δημοσιονομικών στόχων.
Επειτα από δύο χρόνια προσήλωσης σε ξεπερασμένα δόγματα, κάτι κινείται στην Ευρώπη. Πολιτικές εξελίξεις σε χώρες-μέλη της ευρωζώνης, πιέσεις ισχυρών εταίρων στην παγκόσμια οικονομία, η ίδια η δύναμη της κοινής λογικής οδηγούν βαθμιαία σε νέες πολιτικές. Θεμέλιο της νέας προσέγγισης είναι η ανταγωνιστικότητα και η ανάπτυξη, με έμφαση στις διαρθρωτικές αλλαγές και στις επενδύσεις, στο πλαίσιο μιας ελεγχόμενης αλλά ευέλικτης διαδικασίας δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η μείωση των ελλειμμάτων πρέπει να προέλθει από την ανασυγκρότηση και την ανάκαμψη της οικονομίας χωρίς πρόσθετα μέτρα λιτότητας.
Σε πρώτη φάση προέχουν η έκδοση ευρωομολόγων για να μειωθεί το κόστος δανεισμού, η επέκταση του χρονικού ορίζοντα μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, επεκτατική νομισματική πολιτική, καθώς και ένα Ευρωπαϊκό Σχέδιο Μάρσαλ για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στις αδύναμες χώρες. Μετά τις γερμανικές εκλογές, τον Σεπτέμβριο του 2013, θα πρέπει να αλλάξει το σύστημα διακυβέρνησης της ευρωζώνης με την προώθηση της οικονομικής και δημοσιονομικής ενοποίησης – κοινή φορολογία, εκχώρηση δημοσιονομικής κυριαρχίας σε ευρωπαϊκά όργανα – και τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ώστε να λειτουργεί ως δανειστής ύστατης ανάγκης – δηλαδή, να αγοράζει κρατικά ομόλογα. Αλλαγές αυτής της εμβέλειας προϋποθέτουν τροποποίηση των συνθηκών και, κατά συνέπεια, νέες πολιτικές ισορροπίες.
Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα προσκρούσει σε μεγάλα εμπόδια. Ο βαθμός επιτυχίας είναι τουλάχιστον αβέβαιος. Επιπλέον ο απαιτούμενος χρόνος θα είναι μακρύς. Εξάλλου, αν οι δυνάμεις που το προωθούν κινηθούν απερίσκεπτα, ακολουθώντας ανεύθυνες δημοσιονομικές πολιτικές και παρακάμπτοντας τις διαρθρωτικές αλλαγές, θα χαθεί η εμπιστοσύνη των αγορών και η προσπάθεια θα ακυρωθεί. Επιδείνωση της ύφεσης και κερδοσκοπικές επιθέσεις θα αποτρέψουν την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων δημιουργώντας συνθήκες πολιτικής κρίσης στην ευρωζώνη, καθώς και στο εσωτερικό των χωρών. Αν η πολιτική κρίση προσλάβει μεγάλες διαστάσεις, μπορεί να καταλήξει ακόμη και σε διάσπαση της νομισματικής ένωσης.
Το συγκρουσιακό περιβάλλον που θα διαμορφωθεί στην ευρωζώνη τους επόμενους μήνες θα υποβάλει τη χώρα μας σε πρόσθετες δοκιμασίες. Κατ’ αρχάς, η συνέπεια στην τήρηση των υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο της δανειακής σύμβασης πρέπει να είναι απόλυτη. Πρέπει να ανακτηθεί στοιχειώδης αξιοπιστία με την υλοποίηση των συμφωνημένων διαρθρωτικών αλλαγών για μείωση του κράτους και απελευθέρωση των αγορών. Δεύτερον, η διαπραγμάτευση νέων χρονοδιαγραμμάτων για τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο της γενικής συζήτησης για αλλαγή πολιτικής σε επίπεδο ευρωζώνης. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να συμβάλει θετικά σε αυτή τη συζήτηση. Τρίτον, πρέπει να εξασφαλιστεί η ευρύτερη δυνατή συμμετοχή στα ευρωπαϊκά επενδυτικά προγράμματα με άμεση χρηματοδότηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα για την προώθηση της εξωστρέφειας.

Τέλος, πρέπει να αποκλειστεί η λήψη νέων μέτρων λιτότητας. Η οικονομία θα προσαρμοστεί, μέσα στο πλαίσιο που θα διαμορφώσουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, στις εξελίξεις της ανταγωνιστικότητας.

Η επόμενη κυβέρνηση θα έχει την ευθύνη διαπραγμάτευσης και εφαρμογής αυτής της οικονομικής πολιτικής.
Το 2012 είναι καθοριστικό για το μέλλον της χώρας. Αν κατορθώσουμε να το ξεπεράσουμε με επιτυχία, ο επόμενος χρόνος μπορεί να σηματοδοτήσει την επανεκκίνηση μιας πορείας προόδου.

Ο κ. Γιάννος Παπαντωνίου είναι πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών και πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ