Κατά τον Φράνσις Μπέικον, έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους του 20ου αιώνα, κάποια ταξίδια αποτελούν επίθεση στο νευρικό σύστημα. Είναι κάποιοι τόποι που αρκεί μια επίσκεψη για να σε ακολουθήσουν για πάντα. Μπορεί να είναι μνημεία αλλά και αντι-μνημεία, όπως το φοβερό Αουσβιτς που αποκαλύφθηκε πριν από 67 χρόνια, στις 27 Ιανουαρίου 1945, από τον Κόκκινο Στρατό και άφησε άφωνη την ανθρωπότητα, αλλάζοντας δραματικά και την ακριβή έννοια του ανθρώπου…

Ολα είναι εδώ, ακόμη και η αυθεντική σφυρήλατη επιγραφή που έφτιαξαν πολωνοί αιχμάλωτοι τον Ιούνιο του 1940 («Η εργασία απελευθερώνει»), η οποία εκλάπη και ξαναβρέθηκε. Είναι εδώ, μέσα στο μυαλό μας ο αφορισμός του γερμανού συγγραφέα, βραβευμένου με Νομπέλ Λογοτεχνίας, Γκύντερ Γκρας: «(…) το τερατώδες στίγμα που ακούει στο όνομα Αουσβιτς, επειδή δεν παρομοιάζεται, επειδή δεν μπορεί με τίποτε να στηριχθεί ιστορικά, επειδή δεν γίνεται αντιληπτό μέσα από καμία ομολογία ενοχής, παραμένει κάτι το ασύλληπτο και κάτι που αποτελεί τέτοια τομή, ώστε να είναι σχεδόν αυτονόητο να χρονολογούμε την ιστορία της ανθρωπότητας, καθώς και τη δική μας έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης, με γεγονότα που συνέβησαν προ και μετά το Αουσβιτς».

Το φονικό «ντους»
Ολα ήταν εκεί, αλλά ο δολοφόνος δεν φαινόταν πουθενά. Ενα αέριο, βλέπεις, δεν «γράφει» στο μάτι. Και επειδή είναι αόρατο, είναι ακόμη πιο απειλητικό. Ετσι αισθανόμασταν και στο υπόγειο, καλοσκουπισμένο, ευρύχωρο δωμάτιο. Μια αόρατη απειλή μάς έκανε να γυρνάμε συνεχώς προς τις σιδερένιες πόρτες. Λες να κλείσουν ξαφνικά; Το δωμάτιο είναι άδειο. Στους τοίχους παλιομοδίτικοι διακόπτες και λαμπτήρες της δεκαετίας του ’40. Από το κέντρο της οροφής κατεβαίνει ένας σωλήνας. Κάτι πρέπει να παροχέτευαν από εκεί μέσα στην αίθουσα. Οι δύο κλίβανοι που έχουν διατηρηθεί στη διπλανή αίθουσα δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για το πού βρισκόμαστε. Μια ειδική κατασκευή επιτρέπει σε ένα μεταλλικό φορείο να μπαίνει και να βγαίνει σε καθέναν από τους δύο κλιβάνους που διατηρούνται ακόμη. Είναι φανερό ότι τα πτώματα από το διπλανό δωμάτιο μεταφέρονταν εδώ και ένα-ένα καίγονταν στο κρεματόριο. Περίπου 1.300 κάθε ημέρα. Το άλλο δωμάτιο δούλευε διπλή βάρδια, αφού χωρούσε επτακόσιους μελλοθάνατους. Εμπαιναν άνθρωποι, σκελετωμένοι και βασανισμένοι αλλά άνθρωποι, στον θάλαμο αερίων και έβγαιναν μαύρος καπνός από την καμινάδα που λες και ξεφυτρώνει από τη γη, λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι όπου έμενε ο διοικητής του στρατοπέδου με τη γυναίκα και τα παιδιά του, ακούγοντας κλασική μουσική. Την ίδια διαδρομή ακολουθεί και ο επισκέπτης του Αουσβιτς – με έναν αδιόρατο φόβο, είναι αλήθεια. Αν ο αέρας μπορούσε να σπρώξει ξαφνικά τη βαριά πόρτα του θαλάμου αερίων, σίγουρα θα κυρίευε πανικός τους επισκέπτες, που με τη συνοδεία ξεναγών περιδιάβαζαν το «Μπλοκ 11», το «Μπλοκ του θανάτου», του στρατοπέδου στο χωριό Αουσβιτς, 50 χλμ. από την Κρακοβία, στην Πολωνία. Εξάλλου τα κουτιά με τους δολοφονικού κόκκους του «Zyclon B» υπάρχουν ακόμη δίπλα στις παροχές. Και ορισμένα είναι γεμάτα. Κάποιοι κρατούμενοι που δραπέτευσαν ζωντανοί από αυτόν τον εφιάλτη εξομολογήθηκαν χρόνια μετά ότι ακόμη άνοιγαν διστακτικά το ντους ώσπου να βεβαιωθούν ότι τρέχει νερό…
Η περιοχή Αποκάλυψης
Αυτό το κομμάτι της Πολωνίας είναι πράγματι «περιοχή της Αποκάλυψης». Η Κρακοβία είναι μια γοητευτική πόλη που μαζί με την Πράγα και τη Βουδαπέστη αποτελούν ίσως την πιο απίθανη τριλογία της Κεντρικής Ευρώπης. Είναι φυσικό να θέλει να δει κανείς το κάστρο της Βαβέλ και τις βασιλικές αίθουσες με τους κάθε λογής θησαυρούς τέχνης του 16ου αιώνα, ή το μεγαλύτερο τέμπλο στον κόσμο του καθεδρικού ναού της Παναγίας. Ολα αυτά είναι όμορφα και περνούν πάνω από την ψυχή σου σαν το ήρεμο κύλισμα του Βιστούλα στους πρόποδες του κάστρου. Το ίδιο και τα ορυχεία αλατιού της Βιελίνσκα, με τα σκαλισμένα στο αλάτι έργα τέχνης και την πιο «βαθιά» εκκλησία. Είναι μνημεία. Γιατί όμως περισσότερο από όλα αυτά μάς έλκει ένα εργοστάσιο θανάτου; Ενα αντι-μνημείο; Θα μπορούσαμε να το προσπεράσουμε ταξιδεύοντας για το Ζακοπάνε. Ενα ειδυλλιακό μέρος με παραδοσιακά χωριά και πανέμορφη φύση στην οροσειρά Τάτρας, 106 χλμ. από την Κρακοβία. Ωστόσο το μάτι και ο νους μας θα έμεναν καρφωμένα πίσω, σε ένα άσημο πριν από το Ολοκαύτωμα χωριό. Η επίσκεψη είναι τελικά που απελευθερώνει…
«Η εργασία απελευθερώνει». Η τόσο ειρωνική επιγραφή πάνω από την κεντρική πύλη του στρατοπέδου, στέκει ακόμη εκεί. Ο επισκέπτης φτάνει ως εδώ ακολουθώντας τις γραμμές του τρένου, δίπλα στα ηλεκτροφόρα σύρματα. Πού και πού σταματά μπροστά στις κρεμασμένες στο χοντρό συρματόπλεγμα προειδοποιητικές ξύλινες πινακίδες με το σήμα του θανάτου: τη νεκροκεφαλή με τα δύο οστά χιαστί. Αλτ! Στοπ! Επιτρεπόταν να περάσουν μόνο τα «φορτία» που έφερναν τα τρένα απ’ όλη την Ευρώπη. Μάλιστα μια ορχήστρα έπαιζε καθώς οι μελλοθάνατοι περνούσαν την πύλη της Κολάσεως. Ετσι για να γίνει η άφιξή τους πιο ευχάριστη…
Πύλη για κρεματόρια
Αυτή η πύλη άνοιξε, ή καλύτερα έκλεισε, για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1940, όταν η Γκεστάπο απέκλεισε εδώ 728 πολωνούς πολιτικούς κρατουμένους. Το καλοκαίρι του 1942 έφτασαν οι πρώτοι σοβιετικοί αιχμάλωτοι και στις αρχές του 1942 οι πρώτοι εβραίοι. Οταν οι «δουλειές» μεγάλωσαν οι ίδιοι οι κρατούμενοι αναγκάστηκαν να φτιάξουν το 1943 το αχανές Αουσβιτς ΙΙ – Μπιρκενάου στην άλλη άκρη του χωριού, 3 χλμ. από το πρώτο στρατόπεδο. Στις 17 Ιανουαρίου 1945 έγινε στο Αουσβιτς το τελευταίο προσκλητήριο: 58.000 αιχμάλωτοι βγήκαν στα χιόνια περπατώντας προς το Νταχάου, το Μπούχενβαλντ, το Μαουτχάουζεν και τα άλλα στρατόπεδα. Σε αυτή την πορεία θανάτου η τύχη ακόμη τους κρατούσε σε απόσταση.
Λίγες ημέρες μετά, στις 20 Ιανουαρίου, οι στρατιώτες των Ες-Ες ανατίναξαν τα τέσσερα κρεματόρια που λειτουργούσαν στο Μπιρκενάου, καθώς ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε από την Κρακοβία στο Αουσβιτς. Τώρα από αυτό το τεράστιο στρατόπεδο έχει μείνει μόνο το συρματόπλεγμα, κάποια κτίρια και η χαρακτηριστική πύλη με τη σιδηροδρομική γραμμή να μπαίνει μέσα.
Οι στρατιώτες τής τότε Σοβιετικής Ενωσης δεν πίστευαν στα μάτια και στα αφτιά τους… Ακόμη και ο φακός της κινηματογραφικής μηχανής παρακολουθούσε με δυσπιστία τους 7.000 εναπομείναντες ομήρους. Φαίνεται αυτό στην ταινία διάρκειας 6 λεπτών που προβάλλεται σε ειδική αίθουσα και ολοκληρώνει την ξενάγηση στο στρατόπεδο. Ο χειριστής περιφέρει την κάμερα αμήχανα, σαν να μην πιστεύει αυτά που βλέπει μέσα από τον φακό του.
Ωστόσο ένας ποιητής, ο Γάλλος Λουί Αραγκόν, τότε που ακόμη η ποίηση μπορούσε να καταγγέλλει φωναχτά, είχε καταγγείλει ήδη από το 1943, με βάση τις πληροφορίες που έστελνε μια κρατούμενη στον σύζυγό της, την κόλαση στα σύνορα της Πολωνίας, στο μακροσκελές ποίημά του «Το μουσείο Κρεβάν», το οποίο έκανε για πρώτη φορά ευρύτερα γνωστό το έγκλημα:
Στα σύνορα της Πολωνίας υπάρχει μια κόλαση
Το όνομά της σφυρίζει ένα τραγούδι φοβερό
Αουσβιτς! Αουσβιτς! Ω, συλλαβές ματωμένες
Εδώ ζουν, εδώ πεθαίνουν σε σιγανή φωτιά.
Τώρα οι επισκέπτες φωτογραφίζονται μπροστά στην κεντρική πύλη και μετά προχωρούν στον δρόμο ανάμεσα στα «μπλοκ». Σε κάθε βήμα τους συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο ότι έχουν μπει σε νεκροταφείο, και μάλιστα εκατομμυρίων ανθρώπων. Τα 28 «μπλοκ», μέσα στα οποία στοιβάζονταν οι κρατούμενοι, είναι χτισμένα ομοιόμορφα, από κόκκινα τούβλα. Μόνο ο διάδρομος ανάμεσα στα Μπλοκ Νο 10 και Νο 11 είναι διαφορετικός. Είναι αδιέξοδος και ο τοίχος έχει καλυφθεί με ένα υλικό που εμπόδιζε τις σφαίρες να εξοστρακίζονται. Είναι ο «Τοίχος του Θανάτου», ο τόπος των εκτελέσεων. Τα παράθυρα των δύο «μπλοκ» που έβλεπαν σε αυτόν τον χώρο ήταν πάντα ερμητικά κλειστά. Οι κρατούμενοι άκουγαν τους πυροβολισμούς αλλά δεν έβλεπαν τις εκτελέσεις. Είναι ένα από τα δύο σημεία – το άλλο είναι το κοντινό κρεματόριο – όπου οι επισκέπτες αφήνουν λουλούδια και ανάβουν κεριά στη μνήμη των νεκρών.

«Μπλοκ τραγωδίας»
Το κάθε «μπλοκ» αποκαλύπτει το μέγεθος της τραγωδίας που διαδραματίστηκε σε αυτόν τον τόπο. Το πρώτο που συναντά ο περιηγητής του Αουσβιτς, είναι το Μπλοκ Νο 4 στο οποίο εκτίθενται, μεταξύ άλλων, και μακέτες των κρεματορίων του Μπιρκενάου που οι ναζιστές πρόλαβαν να εξαφανίσουν.

Οι προθήκες αυτού του ιδιόμορφου μουσείου είναι συγκλονιστικές, ειδικά των Μπλοκ Νο 5 και Μπλοκ Νο 6. Σε μια από αυτές υπάρχουν σωροί ανθρώπινων μαλλιών από τα οποία ύφαιναν σακιά και χαλιά. Ο Κόκκινος Στρατός βρήκε επτά τόνους αυτού του μακάβριου φορτίου που είχε συγκεντρωθεί για να σταλεί σε υφαντουργείο για να γίνει λινάτσα. Τα μαλλιά ήταν χρήσιμη πρώτη ύλη για να καεί… Σε μιαν άλλη προθήκη, ολόκληρο δωμάτιο, είναι στοιβαγμένες οι βαλίτσες των κρατουμένων που δεν τους χρησίμευσαν για την επιστροφή. Σε μιαν άλλη εκτίθενται κάπου 25.000 ζευγάρια παπούτσια, ενθύμια, λένε, μιας και μόνο πολύ φονικής ημέρας στο Αουσβιτς. Σε άλλη υπάρχουν τεχνητά μέλη που δεν χρησίμευαν πια στους κατόχους τους, σε άλλη γυαλιά οράσεως, σε άλλη οδοντόβουρτσες και σε μια ακόμη, την πιο φοβερή, μωρουδιακά και παιδικά παιχνίδια.Η οσμή που αποπνέουν οι προθήκες με τα προσωπικά είδη των κρατουμένων είναι απαίσια. Γενικώς οι χώροι του Αουσβιτς μυρίζουν φρικτά. Αυτό αυξάνει τη δυσφορία του επισκέπτη μέσα στους θαλάμους όπου στριμώχνονταν οι κρατούμενοι πάνω στις ξύλινες κουκέτες με βρώμικα στρωσίδια και τις λιγδιασμένες ριγέ φόρμες (Μπλοκ Νο 7). Και αυτή η δυσφορία γίνεται ασφυξία στις μικρές σκοτεινές «ντουλάπες» όπου έπρεπε να χωρέσουν όρθιοι για ημέρες τέσσερις κρατούμενοι…

Η υπόθεση
Τα τρένα του θανάτου
Τα ειδικά τρένα που έτρεχαν κατευθείαν προς τον θάνατο φορτωμένα εβραίους είχαν πάντα προτεραιότητα. Από πού έρχονταν οι συρμοί των μελλοθανάτων; Απ’ όλη την υπόδουλη Ευρώπη: Πολωνία, Ουγγαρία, Ολλανδία, Γαλλία, Βέλγιο, Κροατία, Νορβηγία, Ιταλία. Αλλά το πιο μακρινό σημείο ήταν η Ελλάδα. Η Θεσσαλονίκη απέχει 2.150 χιλιόμετρα από το Αουσβιτς. Ο χάρτης σε ένα από τα «μπλοκ» τη δείχνει κάτω χαμηλά, στην άκρη του, μαζί με την Κέρκυρα, τη Ρόδο και τις άλλες πόλεις απ’ όπου έφυγαν εβραίοι για το ταξίδι χωρίς γυρισμό. Σε μια προθήκη υπάρχουν και «εισιτήρια» για το τρένο που τους έφερε από τη Θεσσαλονίκη. Πάνω από 55.000 Ελληνες μαρτύρησαν εδώ. Ευτυχώς λιγότεροι από τον αριθμό που είχαν «προϋπολογίσει» οι ναζιστές: 69.000 «δεύτερης ποιότητας» άνθρωποι. Τώρα και οι Ελληνες πηγαίνουν ως επισκέπτες στο Αουσβιτς. Περισσότεροι από 1.000 το επισκέπτονται κάθε χρόνο, και συνεχώς αυξάνονται…

Μπλοκ Νο 10
Εκεί που χάθηκε ο άνθρωπος
Το Μπλοκ Νο 10 δεν είναι ανοιχτό για τους επισκέπτες του Αουσβιτς. Εκεί ο καθηγητής Καρλ Κλάουμπεργκ πραγματοποιούσε από τον Απρίλιο του 1943 ως τον Μάιο του 1944 πειράματα για τη στείρωση με κρατούμενες για «πειραματόζωα».

«Την ημέρα της απελευθέρωσης τρόμαξα βλέποντας τον εαυτό μου. Ως τότε δεν είχα δει πουθενά το πρόσωπό μου. Δεν υπήρχαν καθρέφτες» είπε ένας από τους διασωθέντες κρατουμένους. Το ίδιο όμως ίσως είπαν και κάποιοι από τους θύτες. Δεν αναγνώριζαν την ανθρώπινη πλευρά του εαυτού τους, αν και σε αυτούς δεν έλειψε ο καθρέφτης. Γενικώς η ανθρωπότητα δεν αναγνώριζε τον εαυτό της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κανείς δεν φανταζόταν ότι άνθρωποι που εμπνέονταν από τον ρομαντισμό θα βασάνιζαν το μυαλό τους για να βρουν το πιο αποτελεσματικό εργοστάσιο αφανισμού ανθρώπων, με τα λιγότερα δυνατά ίχνη. Κι αυτό το μυαλό να ανταποκρίνεται με ενθουσιασμό. Ο αυτόπτης μάρτυς Μαξ Μανχάιμερ, που βγήκε ζωντανός από το Αουσβιτς, είπε κάποτε: «Δεν θέλω να τα βάλω με τον Θεό. Επλασε όμως τον άνθρωπο σε μία μόνο ημέρα αφιερώνοντας έξι ολόκληρες ημέρες στο υπόλοιπο Σύμπαν. Πιστεύω ότι θα έπρεπε να του είχε αφιερώσει λίγο περισσότερο χρόνο».

Το Αουσβιτς είναι πλέον μουσείο. Διαθέτει πωλητήριο με αντικείμενα, βιβλία, κάρτες, ενθυμήματα αυτής της επίσκεψης, αν και ο επισκέπτης δεν χρειάζεται βοήθεια για να μην ξεχάσει ποτέ όλα αυτά που είδε και αισθάνθηκε. Οπως κάθε μουσείο, έχει κι αυτό βιβλίο εντυπώσεων. Κάποιοι καταφέρνουν να γράψουν κάποιες λέξεις: «Να συγχωρέσουμε μπορεί, να ξεχάσουμε όμως ποτέ». Μα αυτό είναι το πρόβλημα με το Αουσβιτς, ότι στην πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι απλώς ένα μουσείο, αλλά μια ανοιχτή πληγή. Το είπε ο ούγγρος συγγραφέας Ιμρε Κέρτες, κάτοχος του βραβείου Νομπέλ και κρατούμενος και αυτός στο Αουσβιτς: «(…) δεν είναι να μάθουμε αν πρέπει να το διαγράψουμε ή όχι, αν έχουμε καθήκον να διατηρήσουμε τη μνήμη του ζωντανή ή να το πετάξουμε στο κατάλληλο συρτάρι της Ιστορίας, αν πρέπει να ανεγείρουμε μνημείο για τα εκατομμύρια των θυμάτων και πώς πρέπει να είναι αυτό το μνημείο. Το αληθινό πρόβλημα με το Αουσβιτς είναι ότι συνέβη, και με την καλύτερη ή τη χειρότερη βούληση στον κόσμο, αυτό δεν μπορούμε να το αλλάξουμε στο παραμικρό»…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ