Το τετραετές υπαρξιακό ερώτημα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών είναι ξανά μαζί μας. Πρώτα η Αϊόβα, μετά το Νιου Χάμσιρ, την επόμενη εβδομάδα η Νότια Καρολίνα καλούνται να επιλέξουν τον αντίπαλο του Μπαράκ Ομπάμα μέσα από μια πλειάδα Ρεπουμπλικανών που εκτείνονται από το άχρωμο (Μιτ Ρόμνεϊ) ως το εκκεντρικό (Ρον Πολ) περνώντας από όλα τα ενδιάμεσα στάδια του ακατάλληλου. Μόνο που αυτή τη φορά το background δεν περιλαμβάνει μια εύρωστη οικονομία ή εύγευστα συνθήματα περί αλλαγής, αλλά τη χειρότερη κρίση από το 1929 και την οριστική συνειδητοποίηση πως το αφήγημα της τελευταίας τριακονταετίας θα πρέπει να αναδιατυπωθεί: από τη θριαμβολογία για μια εποχή αφθονίας των αδέσμευτων αγορών στην παραδοχή της έλευσης μιας νέας Gilded Age οχυρωμένων συμφερόντων.

Ποια είναι όμως η παλιά; Ο όρος «Gilded Age» δεν περιγράφεται εύκολα: κυριολεκτικά δηλώνει το «επιχρυσωμένο», μεταφορικά εννοεί το φτιασιδωμένο, το ψεύτικο, το προσποιητό. Έτσι έχει καθιερωθεί να ονομάζεται στις ΗΠΑ η περίοδος από το τέλος του Εμφύλιου Πολέμου, το 1865, ως τις αρχές του 20ού αιώνα, εποχή κραυγαλέων οικονομικών ανισοτήτων, προέδρων ελαφρών βαρών, πολιτικών ελίτ εδραιωμένων στην πανίσχυρη Γερουσία, και μιας επιχειρηματικής τάξης τραπεζιτών και βιομηχάνων με άτυπη αλλά εντονότατη επιρροή στη λήψη αποφάσεων. Το χρήμα είναι συγκεντρωμένο σε χέρια λίγων, αξιώματα πωλούνται, ψήφοι ανταλλάσσονται, εκλογές εξαγοράζονται.

Για τον αμερικανό μυθιστοριογράφο Γκόρ Βιντάλ η Gilded Age αποτελεί το μεταίχμιο μεταξύ μιας νεαρής πολιτείας (republic, προσέξτε, όχι democracy) και της αυτοκρατορίας που τη διαδέχθηκε, απολήγοντας σε ένα μόρφωμα που ο ίδιος ονομάζει «κράτος εθνικής ασφαλείας» (national security state). Το θέμα των εκλογικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ πολιτικής και οικονομικής τάξης αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται το 1876 (Αbacus, 1997), τρίτο μιας σειράς μυθιστορημάτων τα οποία εν είδει οικογενειακής σάγκας διατρέχουν την αμερικανική ιστορία από το 1776 ως το 1954. Υπαινικτικά γραμμένο το 1976, χρησιμοποιεί την επέτειο της εκατονταετηρίδας της Αμερικανικής Επανάστασης για να μιλήσει για την κατάσταση της χώρας στη διακοσιετηρίδα της: στο χρηματιστηριακό κραχ του 1873 αντιστοιχεί η ύφεση της πετρελαϊκής κρίσης του 1973, στο καταθλιπτικό πολωτικό κλίμα των μετεμφυλιακών χρόνων η συγκρουσιακή κοινωνική ατμόσφαιρα του τέλους της δεκαετίας του ’60, στην οσμή σήψης των σκανδάλων της προεδρίας Γκραντ η αποσύνθεση του Γουότεργκεϊτ της προεδρίας Νίξον.

Στο 1876 ο πρωταγωνιστής επιστρέφει στη Νέα Υόρκη κατεστραμμένος οικονομικά: μοναδικό κεφάλαιο η όμορφη χήρα κόρη του, δια της οποίας ελπίζει να εξασφαλίσει τα προς το ζην ως πεθερός πλούσιου γαμπρού. Εκείνη περιφέρεται στα σαλόνια της καλής κοινωνίας, εκείνος δοκιμάζει την τύχη του στη δημοσιογραφία εποφθαλμιώντας αξιώματα. Ο εκλεκτός του είναι ένας παντελώς άχρωμος υποψήφιος πρόεδρος των Δημοκρατικών – μεταρρυθμιστής στη θεωρία, θα του δωρίσει την πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών στο Παρίσι στην πράξη. Κυνικοί κομματάρχες, παρασκηνιακές διαδικασίες, σκάνδαλα υποψηφίων, τα συμφέροντα του σιδηροδρομικού λόμπι, δωροδοκίες και δωροληψίες, λαθροχειρίες και απροκάλυπτη νοθεία συνθέτουν το παρασκήνιο μιας εκλογής στην οποία οι Δημοκρατικοί κερδίζουν τη λαϊκή ψήφο, αλλά το εκλεκτορικό κολέγιο αποδίδει την προεδρία στους Ρεπουμπλικανούς – θυμάστε το 2000;

Οι μηχανισμοί που αναλύει ο Βιντάλ διατηρούν βαθιές ρίζες στην κομματική συγκρότηση των ΗΠΑ. Η προσεκτική καλλιέργεια διαφόρων ομάδων, ακροατηρίων και λόμπι, οι καλυμμένες υποσχέσεις, η ευνοιοκρατία ή οι χαριστικές επενδύσεις ομοσπονδιακών έργων ανά πολιτεία [το λεγόμενο «χοιρινό» (pork)] αποτελούν διαχρονική συνταγή επιτυχίας. Το πολιτικό χρήμα ρέει άφθονο από διαφανείς και αδιαφανείς πηγές: ο Τζορτζ Μπους χρειάστηκε 100 εκατ. δολάρια για να χρηματοδοτήσει την επιτυχία του το 2000, ο Μπαράκ Ομπάμα 780 το 2008 και το 2012 θα είναι ενδεχομένως η εκλογή του ενός δισεκατομμυρίου. Ενώ το συνολικό εισόδημα των ευπορότερων 1,6 εκατομμυρίων αμερικανικών οικογενειών αντιστοιχεί σήμερα σε εκείνο των πενέστερων 63 εκατομμυρίων, η νέα Gilded Age ακολουθεί πιστά τα βήματα της παλιάς.