Κάθε περίοδος ύφεσης συνδέεται μοιραία με μια ιδεολογική διαμάχη. Ποια οικονομική πολιτική είναι η καταλληλότερη, όχι μόνο για να βγάλει την οικονομία από την ύφεση αλλά και να της επιτρέψει να βιώσει διατηρήσιμη ανάπτυξη χωρίς πληθωρισμό; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι συνήθως πιο ριζοσπαστική, υπέρ ενός εκτενέστερου ρόλου του κράτους, όταν προέρχεται από Ευρωπαίους και πιο φιλελεύθερη, υπέρ της ελεύθερης αγοράς, όταν προέρχεται από Αγγλοσάξονες.
Η ύφεση που διανύουμε δεν αποτελεί εξαίρεση ως προς το παραπάνω ερώτημα, αποτελεί, όμως, έκπληξη ως προς την απάντηση. Η κλασική ιδεολογική διαμάχη ανάμεσα στον Κέυνς και τον Φρίντμαν έχει ξαναζωντανέψει, με τη διαφορά ότι, αυτή τη φορά, οι υποστηρικτές του Κέυνς βρίσκονται στην Αμερική, ενώ οι υποστηρικτές του Φρίντμαν βρίσκονται στην Ευρώπη. Το πεδίο της μάχης δεν είναι άλλο από την ονομαζόμενη «στρατηγική εξόδου», δηλαδή το τέλος των επεκτατικών μέτρων έκτακτης ανάγκης που έχουν ληφθεί από τον Δεκέμβριο του 2007 για την αντιμετώπιση της ύφεσης.
Ψάχνοντας για την πολυπόθητη απάντηση, τα δύο μεγάλα οικονομικά μπλοκ έχουν επικεντρωθεί στην ιστορία. Σύσσωμες οι αμερικανικές αρχές, δημοσιονομικές και νομισματικές, φαίνονται αποφασισμένες να αποφύγουν τα λάθη που έγιναν στη Μεγάλη Υφεση του ’30. Υψηλοί αξιωματούχοι της Fed υπογραμμίζουν ότι τα επιτόκια θα μείνουν κοντά στο μηδέν για πολύ καιρό ακόμη, ενώ ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών δηλώνει ότι δεν πρόκειται να επαναληφθεί το λάθος του πρόωρου φρεναρίσματος της οικονομίας με τα πρώτα σημάδια της ανάκαμψης.
Με πρωταρχικό στόχο τη μείωση της ανεργίας, η οποία αριθμεί πλέον πολλά εκατομμύρια ανθρώπους, η Κεϋνσιανή μανία στα αμερικανικά πολιτικά και οικονομικά πράγματα έχει ξεφύγει από τα έκτακτα μέτρα και έχει διεισδύσει βαθιά στη δημοσιονομική και την εισοδηματική πολιτική. Τα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα εφαρμόζονται μέσω αύξησης των κρατικών δαπανών, προοιωνιζόμενα υψηλότερους φόρους για τις επιχειρήσεις, καθώς και για όλες τις εισοδηματικές τάξεις από τη μέση της κλίμακας κι επάνω. Παρά τις αγαθές προθέσεις, είναι δύσκολο να δει κάποιος πώς τα παραπάνω μέτρα θα επιφέρουν μείωση της ανεργίας.
Στην περίπτωση των φόρων, τα υψηλά εισοδήματα είναι αυτά που βρίσκονται πίσω από τις επιχειρήσεις, οι οποίες απασχολούν εργαζομένους. Υψηλότεροι φόροι συνεπάγονται λιγότερες επιχειρηματικές προσπάθειες και, επομένως, λιγότερες θέσεις εργασίας. Στην περίπτωση της αύξησης του κατώτατου μισθού, ο νόμος της ζήτησης, ο οποίος προφανώς ισχύει και για τη ζήτηση εργατικού δυναμικού, υπαγορεύει μείωση όσο αυξάνεται η τιμή. Υψηλότερο ωρομίσθιο συνεπάγεται μείωση της ζήτησης για ωρομίσθιους υπαλλήλους, οι οποίοι, επιπρόσθετα, είναι και αυτοί με τις λιγότερες δεξιότητες.
Στον αντίποδα, η Ευρώπη, με νωπές τις μνήμες του υπερπληθωρισμού τόσο από τη δεκαετία του ’20 όσο και από τη δεκαετία του ’70, έχει ασπαστεί πλήρως την ιδεολογία του πατέρα του Μονεταρισμού, Φρίντμαν, ο οποίος υποστήριζε ότι ο πληθωρισμός είναι παντού και πάντα νομισματικό φαινόμενο, οφείλεται, δηλαδή, στην υπερβολική αύξηση της προσφοράς του χρήματος. Το αποτέλεσμα της ιδεολογικής διαμάχης μεταξύ Κεϋνσιανών και Μονεταριστών στην πράξη θα καθορίσει την πορεία των αγορών. Οι επενδυτές έχουν δύο επιλογές: Είτε να στοιχηματίσουν υπέρ της Αμερικής (πρόωρη αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ θα καταδικάσει κάθε ελπίδα για ανάκαμψη στη Γηραιά Ηπειρο), είτε υπέρ της Ευρώπης (τα τεράστια ελλείμματα θα αυξήσουν τα επιτόκια στην Αμερική και θα ρίξουν το δολάριο σε νέα χαμηλά).
Μόνο μία επιλογή κερδίζει.