Συνήθως τα λόγια είναι απείρως περισσότερα από τα έργα και δεν κοστίζουν σχεδόν τίποτα. Αν µπορούσαµε να καταγράψουµε πόσες φορές έχει σωθεί η χώρα – και πόσες θα σωθεί στο άµεσο µέλλον, σύµφωνα τουλάχιστον µε τα λόγια αυτών που κυβερνούν αλλά και όσων επιθυµούν να βρεθούν στη θέση τους –, η σωτηρία και η συνακόλουθη ευτυχία όλων µας βρίσκονται σε απόσταση χειρονοµίας. Αρκεί, βεβαίως, να πολεµήσουµε µε γενναιότητα και αποφασιστικότητα, γιατί, σύµφωνα µε την πιο πρόσφατη µεταφορά που κατασκευάστηκε στο οπλοστάσιο της κυβερνητικής ρητορείας, βρισκόµαστε σε πόλεµο.
Μόλις επιστρατευθεί η εικόνα του πολέµου, συρρέουν κατά δεκάδες οι λέξεις που θα ενισχύσουν τη φαντασία στη µάχη της εναντίον της πραγµατικότητας. Επειδή, για παράδειγµα, ένας πόλεµος στοιχίζει πολύ ακριβά, πρέπει όλοι να υποβληθούµε στις απαραίτητες θυσίες. Οι µάχιµοι πρέπει να εκπαιδευτούν ώστε να µπορέσουν να αντέξουν στις κακουχίες και στον κίνδυνο των αναµετρήσεων, παρ’ όλο που το κυβερνητικό επιτελείο δεν έχει αποφασίσει ακόµη ποια είναι «η µητέρα όλων των µαχών», σύµφωνα µε µια άλλη έκφραση της κυβερνητικής λεξολαγνείας: Η Παιδεία; Η οικονοµία; Η ανάπτυξη; Η ανεργία; Ακόµη, πρέπει να οργανωθούν οι απαραίτητες εφεδρείες, έτοιµες να ριχτούν στη µάχη την κρίσιµη στιγµή για τη νικηφόρο έκβασή της. Τέλος, πρέπει να κάνουµε την καρδιά µας πέτρα, ακόµη και όταν διαπιστώσουµε ότι οι απώλειες θα είναι βαριές: πόλεµος χωρίς θύµατα δεν γίνεται, κυρίως µάλιστα όταν τα θύµατα είναι οι άλλοι, γιατί προφανώς οι στρατηγοί πρέπει να µείνουν αλώβητοι στις θέσεις τους. Στο σηµείο αυτό επεµβαίνει όλο και πιο συχνά αγανακτισµένος ο δρόµος που ζητάει όλο και πιο έντονα λογαριασµούς. Ανησυχεί, για παράδειγµα, για την ικανότητα των στρατηγών: γιατί, όπως και να το κάνουµε, ένας πόλεµος απαιτεί και ικανούς στρατηγούς. Είναι αλήθεια ότι τα επιτελικά γραφεία των κοµµάτων αποφεύγουν, σεµνοπρεπώς, να θίξουν το θέµα. Ο δρόµος όµως επιµένει να ρωτά, αδιαφορώντας για τα αυτάρεσκα λόγια µε τα οποία οι βαθµοφόροι επαινούν τους εαυτούς τους. ∆εν είναι λοιπόν παράξενο ότι πληθαίνουν οι άνθρωποι που θυµώνουν µε τις άγονες λογοµαχίες στο Κοινοβούλιο, απαξιώνοντας όλο και περισσότερο, µε τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται, το κύρος και τις λειτουργίες του. ∆εν χρειάζεται µεγάλη οξύνοια για να διαπιστώσει κανείς ότι οι διαφορές που χωρίζουν αυτά που ονοµάζουµε µεγάλα κόµµατα δεν είναι πια αγεφύρωτες, εκτός αν λάβουµε υπόψη µας τις προσωπικές φιλοδοξίες των αρχηγών και των στελεχών, καθώς και την απαιτητική διαφορετική πελατεία που θέλει να εξυπηρετήσει το καθένα. Αν στραφεί κανείς στα µικρά κόµµατα, σ’ αυτά που ονοµάζουµε Αριστερά, θα δει ότι οι διαφορές µεταξύ τους είναι ακόµη λιγότερες µπροστά στα πραγµατικά προβλήµατα της κοινωνίας σήµερα, παρ’ όλο που τα ίδια τις φουσκώνουν, πιστεύοντας ότι από τις διαφορές αυτές εξαρτάται, εν µέρει ή εν όλω, η τροπή που θα πάρει η παγκόσµια ιστορία.
Με τα δεδοµένα αυτά, η χώρα µοιάζει να διαιρείται σε δύο άνισα µέρη. Αφενός τον µικροσκοπικό κόσµο του Κοινοβουλίου, µε τις έριδές του, τα αντικρουόµενα συµφέροντα των µελών του, τις µαταιοδοξίες τους και τη µεγάλη σηµασία που αποδίδει ο καθένας στο προσωπικό του βάρος και αφετέρου τις µεγάλες µάζες των ανθρώπων που υποφέρουν, αγωνίζονται να ζήσουν, αγωνιούν για το παρόν και το µέλλον τους, απαιτώντας ότι κάτι πρέπει να γίνει αλλά δεν ξέρουν τι. Η απελπισία που µας κυκλώνει όλο και πιο απειλητικά τείνει να γίνει ο µοναδικός συνοµιλητής, γιατί κάθε φορά που καταφέρνεις µε πολύ κόπο να την αποκρούσεις τη βρίσκεις µπροστά σου στο επόµενο στενό.
Αν έτσι έχουν τα πράγµατα, µήπως οι κατά φαντασίαν στρατηγοί, που συνεχίζουν να περιφέρονται κορδωµένοι και καµαρωτοί, θα έπρεπε να ανησυχήσουν µπροστά στην πολύ πραγµατική προοπτική ο πόλεµος, στον οποίο τόσο αστόχαστα επενδύουν, πάρει τη µορφή εµφυλίου; Γιατί οι θυµωµένοι άνθρωποι δεν είναι δύσκολο, όπως πολύ συχνά το έδειξε η ιστορία, να γίνουν εξαγριωµένα πλήθη και τότε δεν θα υπάρχει πια κανένας τρόπος να αποτραπεί ο αναπόφευκτος παραλογισµός και η καταστροφή. Γιατί µια έκρηξη απελπισµένων χωρίς προοπτική πού µπορεί να οδηγήσει αν όχι στον σπαραγµό και στην καταστροφή;
O κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ