Μετά την πορεία των 250.000 ατόμων και τα επεισόδια που ακολούθησαν το Σάββατο στο Λονδίνο, οι βρετανικές αστυνομικές αρχές άσκησαν κατηγορίες για καταπάτηση ξένης περιουσίας σε 138 από τους διαδηλωτές που προσήχθησαν, ενώ μόνο 11 ακόμη βρέθηκαν αντιμέτωποι με σοβαρότερες κατηγορίες, όπως για επίθεση, εγκληματικές βλάβες, διατάραξη της κοινής τάξης και απειλή με όπλο. Όλοι αφέθηκαν με εγγύηση και αναμένουν να δικαστούν.

Η ειρηνική πορεία των Λονδρέζων πολιτών ενάντιων των περικοπών κρατικών δαπανών, αύξησης της φορολογίας και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις πήρε βίαιη τροπή όταν αρκετές εκατοντάδες πολιτών άρχισαν να σπάνε βιτρίνες τραπεζών και ακριβών καταστημάτων, να ανάβουν φωτιές και να γράφουν συνθήματα στους τοίχους ενώ εισέβαλαν στο πολυτελές πολυκατάστημα «Fortnum and Mason».

Η αστυνομία δήλωσε ότι τουλάχιστον 84 άτομα τραυματίστηκαν, συμπεριλαμβανομένων 31 αστυνομικών, και 201 άτομα προσήχθησαν μετά από συμπλοκές με τις αρχές. Υπολογίζεται ότι η διαδήλωση ήταν η μεγαλύτερη στο Λονδίνο μετά από εκείνες εναντίον του πολέμου στο Ιράκ το 2003.

Σύμφωνα με τον υπουργό Επιχειρηματικότητας Βίνς Κέιμπλ, η βρετανική κυβέρνηση λαμβάνει υπόψη της τις ανησυχίες του λαού αλλά διευκρίνισε ότι «Δεν πρόκειται να αλλάξουμε τη βασική οικονομική μας στρατηγική. Καμία κυβέρνηση, συνασπισμού, Εργατική ή άλλη δεν θα άλλαζε την θεμελιώδη της οικονομική πολιτική σε απάντηση μιας διαδήλωσης τέτοιου είδους».

Η κυβέρνηση συνασπισμού του Ντέιβιντ Κάμερον έχει υιοθετήσει ένα σκληρό πρόγραμμα μείωσης του δημόσιου χρέους με στόχο να εξαλείψει το έλλειμμα ως το 2015, τη στιγμή που τώρα ανέρχεται στο 10% του ΑΕΠ.
Τα βρετανικά συνδικαλιστικά σωματεία υποστηρίζουν όμως ότι οι κυβερνητικές περικοπές φτάνουν πολύ μακριά, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και είναι οικονομικά εσφαλμένες, καθώς θέτουν σε κίνδυνο την μελλοντική ανάπτυξη, ενώ παράλληλα καταδικάζουν στην εξαθλίωση εκατομμύρια απλούς πολίτες, με την ανεργία να βρίσκεται στα υψηλότερα σημεία της από το 1994.

Όμως ο Κέιμπλ δηλώνει ότι το να γίνουν λιγότερες περικοπές ή σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα είναι κάτι που απλώς δεν αποτελεί επιλογή. «Όταν γίνεται αυτό, η κυβέρνηση αναγκάζεται να δανειστεί περισσότερα χρήματα ώστε να χρηματοδοτήσει εκείνη την περίοδο και όπως γνωρίζουμε από όσα συμβαίνουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές της Ευρώπης, στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο για τις κυβερνήσεις να δανειστούν υπ’ αυτές τις συνθήκες».