Εντείνει τις έρευνές της η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία για τη σύλληψη τουλάχιστον πέντε μελών της «Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς» μετά και την προκήρυξη που αναρτήθηκε την Τετάρτη σε δικτυακό τόπο αντιεξουσιαστών, με την οποία η οργάνωση αναλαμβάνει την ευθύνη για τη βομβιστική επίθεση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο στις 30 Δεκεμβρίου του 2010. Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. φοβούνται ότι σύντομα θα υπάρξει νέα ένοπλη επίθεση με στόχο δικαστικούς λειτουργούς ή αστυνομικούς από τη συγκεκριμένη οργάνωση ή από τη «Σέχτα Επαναστατών» με αφορμή τη δίκη 13 κατηγορουμένων για συμμετοχή στους «Πυρήνες», η οποία ξεκινά στις 17 Ιανουαρίου στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Ιδιαίτερη ανησυχία επίσης προκαλεί το κάλεσμα της οργάνωσης σε άλλες ένοπλες ομάδες στο εξωτερικό να πραγματοποιήσουν επιθέσεις με αφορμή τη δίκη. Οι αξιωματικοί εστιάζουν το ενδιαφέρον τους σε πέντε σημεία της προκήρυξης της «Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς»:

Πρώτον: Στις αναφορές που υπάρχουν στο κείμενο για «24ωρη αστυνομική προστασία και για έλεγχο των δεμάτων» σε δικαστικούς που θα ανέβουν στην έδρα για τη δίκη της 17ης Ιανουαρίου. Οι αξιωματικοί δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο οι συγκεκριμένοι δικαστές να έχουν τεθεί υπό παρακολούθηση από μέλη της οργάνωσης και αυτό πολλαπλασιάζει τις ανησυχίες τους ότι τις επόμενες εβδομάδες ίσως υπάρξουν ακόμη και αιματηρά χτυπήματα εν όψει της δίκης.

Δεύτερον: Στις εκτεταμένες αναφορές σε ποινικές υποθέσεις, όπως η απαγωγή του εφοπλιστή Περικλή Παναγόπουλου και οι εκρήξεις βομβών με στόχο τους διευθυντές Φυλακών Κέρκυρας και Αλικαρνασσού, οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με τη δράση της «Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς» ή άλλης ένοπλης οργάνωσης. Οι αξιωματικοί μιλούν για «μια νέα επιβεβαίωση της ανοιχτής γραμμής που έχει η νέα γενιά τρομοκρατών με άτομα του ποινικού χώρου εντός κι εκτός φυλακών. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού αντάρτικου πόλης, μια οργάνωση ασχολείται με την αθωότητα ή μη κατηγορουμένων που εμπλέκονται σε αμιγώς ποινική υπόθεση, όπως η απαγωγή του εφοπλιστή Περικλή Παναγόπουλου»! Επισημαίνουν ότι για τρίτη φορά η «Συνωμοσία» περιλαμβάνει σε προκήρυξή της δήλωση του κρατούμενου επιχειρηματία Βασίλη Στεφανάκου . Σχετικές δηλώσεις του είχαν συμπεριληφθεί στις προκηρύξεις για τις βομβιστικές επιθέσεις στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη και στις Φυλακές Κορυδαλλού.

Τρίτον: Στην περιγραφή της επίθεσης στο Διοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας. Η οργάνωση μιλά για τη χρησιμοποίηση τουλάχιστον δύο κλεμμένων συνοδευτικών οχημάτων για την «υποστήριξη» της επίθεσης. Αξιωματικοί ανέφεραν χθες το βράδυ ότι «δεν έχουμε εντοπίσει άλλα κλεμμένα οχήματα που ίσως χρησιμοποιήθηκαν στην επίθεση». Εστιάζουν επίσης στην αναφορά περί «οπλικής υπεροχής» που είχαν όσα μέλη της «Συνωμοσίας» συμμετείχαν στην ενέργεια. Αυτό οδηγεί τους αξιωματικούς στο συμπέρασμα ότι τα μέλη της οργάνωσης διαθέτουν και άλλη οπλαποθήκη που δεν έχει εντοπιστεί ή έχουν προμηθευτεί νέο οπλισμό τις τελευταίες ημέρες.

Τέταρτον: Στο γεγονός ότι στην προκήρυξη υπάρχουν ενδείξεις «ρήξης» των «Πυρήνων» και του «Επαναστατικού Αγώνα». Ενώ υπάρχουν εκτεταμένες αναφορές για κρατούμενους-μέλη των «Πυρήνων» και άλλων οργανώσεων δεν μνημονεύονται οι περιπτώσεις κατηγορουμένων του «Επαναστατικού Αγώνα». Ακόμη στο δεύτερο μέρος της προκήρυξης χαρακτηρίζονται «απολύτως στοχευμένες» οι επιθέσεις της ιταλικής οργάνωσης FΑΙ με τα δέματα-βόμβες. Υπενθυμίζεται ότι τρεις κρατούμενοι ως μέλη του «Επαναστατικού Αγώνα» με επιστολή τους στο Διαδίκτυο εξέφρασαν τη διαφωνία τους γι΄ αυτές τις επιθέσεις που προκάλεσαν τραυματισμούς υπαλλήλων των πρεσβειών.

Πέμπτον: Στις αναφορές για τις επαφές μεταξύ ένοπλων αναρχικών οργανώσεων σε Ελλάδα, Ιταλία και άλλες χώρες. Στο κείμενο γίνεται λόγος για «προσωπικές επαφές όπου κρίνεται αναγκαίο» μεταξύ μελών των οργανώσεων, κάτι που επιβεβαιώνει πληροφορίες ότι υπήρξαν συναντήσεις μελών των «Πυρήνων» και της ιταλικής FΑΙ πριν από την αποστολή των παγιδευμένων δεμάτων στις δύο χώρες. Ακόμη οι αξιωματικοί δίνουν ιδιαίτερη σημασία στις αναφορές για συγχρονισμό των επιθέσεων. Οπως χαρακτηριστικά λέγεται στην προκήρυξη, «ιδιαίτερα στα διεθνή καλέσματα θα πρέπει να δίνεται το κατάλληλο χρονικό περιθώριο ώστε οι σύντροφοι από κάθε χώρα να μπορέσουν να συγκεντρώσουν εκείνα τα στοιχεία που θα τους βοηθήσουν να συμπράξουν στο σχέδιο».