Εχουν περάσει 61 χρόνια από την τελευταία τουφεκιά του Εμφυλίου. Στον Γράμμο όμως, στα χωριά όπου σημειώθηκαν οι σκληρές μάχες, το Τάγμα Εκκαθαρίσεως Ναρκοπεδίων Ξηράς επιχειρεί ακόμη και οι αναμνήσεις παραμένουν έντονες και διχασμένες.

Με μία αρνητική απάντηση ανά χείρας στην άδεια που ζητήσαμε να περιηγηθούμε στα «ναρκοπέδια του Γράμμου» από το Γενικό Επιτελείο Στρατού και βομβαρδισμένοι από σύγχρονες μετεμφυλιακές ιστορίες, φτάνουμε στο Νεστόριο της Καστοριάς. Σε 890 μ. υψόμετρο, σε μια πλαγιά του Γράμμου, αποκρύβεται από τους «μη έχοντες εργασία» ένας τόπος σχεδόν 1.000 κατοίκων οι οποίοι παλεύουν, ακόμη και σήμερα, 61 χρόνια μετά τον Εμφύλιο, με τις μνήμες τους. Στην ευρύτερη περιοχή επιχειρεί 20 χρόνια το ΤΕΝΞ (Τάγμα Εκκαθαρίσεως Ναρκοπεδίων Ξηράς), με στόχο την αποναρκοθέτηση της πλούσιας σε εκρηκτικά «εμφύλιας προίκας».

«Το έργο είναι δύσκολο» θα ακούσεις από κάποιους. «Τα τακτικά ναρκοπέδια του κυβερνητικού στρατού είναι καταγεγραμμένα. Αυτά των ανταρτών όμως;». Η παρουσία του στρατού, όμως, δεν θα μπορούσε να μείνει ασχολίαστη. «Τίποτε δεν έχει. Μας κοροϊδεύουν. Τόσα χρόνια μετά, αν ήταν ενεργά, δεν θα είχε συμβεί κάτι;». Και η αλήθεια πρέπει να βρίσκεται κάπου στη μέση. Και οι ναρκαλιευτές έχουν δίκιο όταν μιλούν για «απίστευτη δουλειά»: «Οι αντάρτες τις “φύτευαν” όπως να ’ναι. Γι’ αυτό και αν βρούμε μία σαρώνουμε όλη την πλαγιά. Και σε αυτήν την περίπτωση “χτυπάνε” από κονσερβοκούτια μέχρι νάρκες». Αλλά και εκείνοι που θέλουν τον στρατό να τα παραφουσκώνει. «Τόσοι ορειβατικοί σύλλογοι έρχονται στην περιοχή. Τόσοι χωρικοί οργώνουμε τα βουνά. Κανένα ατύχημα δεν έχει καταγραφεί από τα μέσα του ’60 και έπειτα».

Η καχυποψία όμως απέναντι στον στρατό είναι ακόμη ένα κομμάτι αυτής της κληρονομιάς που δόθηκε όχι μόνο στις γενιές που πέρασαν αλλά και στις γενιές που μετεγκαταστάθηκαν εδώ, ανάμεσα στις μνήμες του Εμφυλίου. Καχυποψία αντιμετωπίζεις ούτως ή άλλως ως ξένος στην περιοχή και μάλιστα σε… «νεκρή» περίοδο. Γιατί το Νεστόριο, μιάμιση ώρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, έχει και ζωή! Εκεί γίνεται τα τελευταία 32 χρόνια το πιο ιστορικό φεστιβάλ ελληνικής μουσικής, ευρέως γνωστό ως το «River Party Νεστορίου» στον Αλιάκμονα. Ακόμη και αυτό το δρώμενο όμως, που φτάνει να συγκεντρώνει στις ημέρες μας περισσότερους από 50.000 επισκέπτες, έχει να κάνει με την «προίκα»: γεννήθηκε από παιδιά πολιτικών προσφύγων που, μετά τη Μεταπολίτευση, κάπου στο 1978, βρέθηκαν για διακοπές στην πατρίδα από την εξορία. Η κατασκήνωση στις όχθες του ποταμού και η μικρή γιορτή, με τις κιθάρες και τα φορητά πικάπ, έγινε θεσμός. Για το RiverParty, ωστόσο, είναι ακόμη πολύ νωρίς. Αρα, τι δουλειά έχουν εδώ δύο ξένοι και τι γυρεύουν και σκαλίζουν τον Εμφύλιο;

Βρισκόμαστε στην αυλή του ξενώνα του Μιχάλη Νταούτη, του πιο φημισμένου «ξεναγού» της περιοχής, καθώς εδώ έχουν αναζητήσει κατάλυμα αλλά και πληροφορίες συγγενείς θανόντων επί Εμφυλίου (και από τα δύο στρατόπεδα) και ο Παντελής Βούλγαρης, στα χρόνια που ερευνούσε την περιοχή για τo «Ψυχή βαθιά». «Κορίτσι μου, εμείς, για να φτάσουμε στο χωριό, έπρεπε να δείξουμε πιστοποιητικό φρονημάτων. Εμείς τα ζήσαμε αυτά. Και με αυτόν, που τότε ήταν εχθρός σου, σήμερα κάθεσαι στο διπλανό ή ακόμη και στο ίδιο τραπέζι στο καφενείο του χωριού» συνεχίζει την προσπάθεια να μας αποτρέψει από το «σκάλισμα» ο άνδρας που κάθεται πίσω μας. Αλλάζοντας ρότα στην κουβέντα, γυρνάμε στη σύγχρονη πολιτική απεικόνιση της περιοχής. Παραδοσιακά ψηφίζουν Νέα Δημοκρατία? ο Μιχάλης Νταούτης έχει την εξήγηση. Δηλωμένος αριστερός ο ίδιος, με τον ιστορικό ταξιδιωτικό οδηγό-«ευαγγέλιο» για την περιοχή, «Γράμμος: Στα βήματα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», και τον «Ριζοσπάστη» ακουμπισμένα στη ρεσεψιόν, εξηγεί: «Αφού όλοι οι αριστεροί έφυγαν εξόριστοι. Ακόμη και μετά τη νομιμοποίηση οι περισσότεροι πήγαν στις πόλεις, δεν γύρισαν στα χωριά».

Και κάπου εδώ ήρθε η ώρα να αναχωρήσουμε. Ο Θωμάς, ο γιος του Μιχάλη Νταούτη, οδηγός βουνού στο επάγγελμα, αναλαμβάνει την ξενάγησή μας. Πρώτα απ’ όλα, όμως, μια στάση στο αστυνομικό τμήμα. Αναζητούμε να μάθουμε τι γίνονται τα οστά που εντοπίζονται κατά τις εργασίες του ΤΕΝΞ. Γνωρίζουμε από μαρτυρίες κατοίκων ότι τουλάχιστον μία τέτοια περίπτωση έχει καταγραφεί πριν από λίγα χρόνια στην Πυρσόγιαννη. Υπάρχουν πολίτες οι οποίοι μας έχουν μεταφέρει ανώνυμα ιστορίες για κουτιά με οστά που παρέδωσε ο στρατός στο αστυνομικό τμήμα. Απάντηση δεν θα πάρουμε. Ο διοικητής δεν μιλάει αν δεν πάρει έγκριση από τα κεντρικά και η απάντηση από το γραφείο Τύπου και Επικοινωνίας της Αστυνομίας ήταν «δεν έχουμε καμία εμπλοκή, το θέμα το χειρίζεται ο στρατός». Και κάπως έτσι, το ερώτημά μας, αν θέλει κάποιος να αναζητήσει έναν αγνοούμενο συγγενή του πού θα πρέπει να αποταθεί, παραμένει αναπάντητο. Εξι δεκαετίες μετά τον Εμφύλιο, μας φαινόταν λογικό πως από ό,τι προκύπτει από τις έρευνες του στρατού θα αποστέλλεται δείγμα DNA στην κρατική υπηρεσία… Δεν έχουν περάσει τα χρόνια που ο στρατός έθαβε ακόμη πιο βαθιά τους αντάρτες;

Η περιήγησή μας ξεκινά από την προτομή του Πέτρου Κόκκαλη, η οποία βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τη σπηλιά, το νοσοκομείο δηλαδή των ανταρτών κοντά στη Γράμμουστα (όπως ονομαζόταν παλιά το χωριό Γράμμος). Τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Κόκκαλη, ενός εκ των κορυφαίων επιστημόνων της ιατρικής και διατελέσαντος υπουργού Υγείας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, έγιναν το 2008 από το ΚΚΕ παρουσία και του εγγονού του, αλλά λίγες ημέρες αργότερα καταστράφηκε (οι δράστες παραμένουν άγνωστοι). Φτιάχτηκε από την αρχή. Τη βιογραφία του Κόκκαλη ετοιμάζει η Κατίνα Λατίφη, παλιά αντάρτισσα του Δημοκρατικού Στρατού. Καθισμένη στο γραφείο της, με φόντο τα αμέτρητα ντοσιέ των αρχείων της, λέει: «Ο Εμφύλιος δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει στα μυαλά και στις ψυχές των ανθρώπων. Για μένα αυτή η μεγάλη διχόνοια που μας χαρακτηρίζει ως λαό έχει βάσεις στην αρχαιότητα. Πρέπει να έχουμε κάτι στο DNA μας, κάτι το αποκλίνον. Δείτε πόσα ραδιόφωνα, πόσα κανάλια έχουμε για μόλις 11 εκατομμυριάκια. Καθένας θέλει να πει τη γνώμη του, να υποστηρίξει το εγώ του». Η Κατίνα Λατίφη είναι πάνω από 80 ετών. Στο βουνό βγήκε στα 17 της. «Δεν είχα ούτε αριστερό πατέρα ούτε ήμουν καμιά τρανή κομμουνίστρια. Ενα 15χρονο κορίτσι ήμουν που έπαιζε θέατρο στο σχολείο. Οταν όμως σε κυνηγούν και σε στέλνουν στην Ικαρία, όταν βλέπεις όλη αυτήν την αδικία, ποια μπορεί να είναι η συνέχειά σου; Αν κατάφερε λοιπόν να σταθεί ο αγώνας με 30% μαχήτριες, ήταν λόγω των στέρεων, πολύπλευρων ηθικών αρχών. Ολοι μαζί κοιμόμασταν. Οχι μόνο στο Βίτσι που ήταν μέτωπο. Παντού. Ουδέποτε διανοήθηκε να με πειράξει κάποιος».

Η έλλειψη ιστορικών ερευνών τη θυμώνει. Η ίδια δεν δηλώνει ιστορικός, παρά το εξαιρετικό βιβλίο της με τίτλο «Τα απόπαιδα». «Οταν γυρίσαμε από την εξορία είχαμε ανταμώσει με τον Φλωράκη. Εγώ τον είχα υποδεχτεί όταν ήρθε στην παρανομία και όταν επιστρέψαμε και έμαθε ότι ζω ζήτησε να με δει. Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση είχαν αρχίσει να διαδίδονται τα ναρκωτικά και οι γονείς, για να δημιουργήσουν ενδιαφέροντα στα παιδιά τους και να τα κρατήσουν μακριά από τις ουσίες, τα έγραφαν στην ΚΝΕ. Πρέπει τότε να ήταν τουλάχιστον 50 χιλιάδες. Τον ρώτησα λοιπόν τότε: “Τόσους ΚΝίτες, γιατί δεν τους δίνετε από ένα κασετόφωνο να πάνε να ηχογραφήσουν την Ιστορία; Θα την πάρουν όλοι μαζί τους στον τάφο. Μας έφυγαν όλοι, ο καπετάν Μάρκος, ο Παλαιολόγος, ο Υψηλάντης”»…

Και όσο οι ιστορικοί τσακώνονται μεταξύ τους, η Ιστορία εδώ πάνω έχει πατήσει προ πολλού τα 80. Και ο κυρ Αργύρης από την Καλή Βρύση, το τελευταίο χωριό δίπλα στα σύνορα με την Αλβανία, μπορεί να κοιτάζει πίσω από τις πλάτες μας για να δει ποιοι μας ακούνε, τα λέει όμως: «Το ’47 μας μάζεψαν και μας πήραν, κανείς δεν ήθελε να ανέβει στο βουνό. Οσοι ήθελαν, είχαν ανέβει μόνοι τους το ’46. Σιγά σιγά όμως φανατιστήκαμε και πλέον πολεμούσαμε με την ψυχή μας».

Ο Γιάννης Μότσιος, καθηγητής πανεπιστημίου, κρατούσε και ημερολόγιο. «Το οποίο συμβουλεύομαι τακτικά. Ειδικά τώρα, που είμαι και κάποιας ηλικίας» λέει αστειευόμενος, γνωρίζοντας ότι τα 80 βιολογικά χρόνια του δεν ταιριάζουν ούτε στο σώμα ούτε στο μυαλό του. Αντάρτης έγινε «όταν με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού μάς μάζεψε η μάνα μου και μας πήγε στον καταυλισμό του Γράμμου. Οταν ο Στρατός από το Μπουχέτσι σκαρφάλωνε προς τα Κάτω Αρένα, μας ξαναμάζεψε και μας είπε: “Μόλις σουρουπώσει θα περάσουμε τα σύνορα και θα μπούμε Αλβανία. Ετσι αποφάσισε η διοίκηση του καταυλισμού”. Δεν μπορούσα να φύγω. Ο πατέρας μου ήταν ήδη αντάρτης στον Γράμμο. Εμένα με είχαν διώξει ήδη μία φορά όταν πήγα με κοντά παντελονάκια, έναν χρόνο νωρίτερα. Αφησα ένα γράμμα στη μάνα και έφυγα να βρω τον πατέρα. Είχα μεγαλώσει έναν χρόνο. Ημουν πλέον 17 χρόνων και στον Γράμμο βρισκόμουν ως τον Αύγουστο του ’49». Τα υπόλοιπα είναι λίγο-πολύ γνωστά. «Πέρασα τα σύνορα της Αλβανίας και από εκεί Τασκένδη». Θα μπορούσε να έχει διαφορετική εξέλιξη; «Οχι. Ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής από τον πόλεμο. Τον κατέδωσαν και οι Ιταλοί του σπάσανε τα χέρια και τα πόδια. Δύο μήνες τον είχε η γριά τυλιγμένο σε δέρμα ζώου με κριθάρι. Εγινε καλά και έφυγε αντάρτης. Οταν σου καίνε το σπίτι, βλέπεις να σαπίζουν στο ξύλο τη μάνα και τον πατέρα σου, εσύ τι θα κάνεις;».

Τον ίδιο μονόδρομο ομολογεί από το αντίπαλο στρατόπεδο ο απόστρατος αξιωματικός Δημήτρης Μπίκος, ο οποίος ωστόσο εξακολουθεί να ονομάζει τον Εμφύλιο «συμμοριτοπόλεμο». «Ο ίδιος ο Γεώργιος Παπανδρέου τον χαρακτήρισε έτσι» δηλώνει. «Ο κίνδυνος στην Κατοχή δεν ήταν οι γερμανοί ναζιστές. Δεν τους φοβόμουν. Τέσσερα χρόνια μεγαλύτεροί μου ήταν. Τους συμμορίτες φοβόμουν. Το ’42 είδα σε μια πλαγιά κοντά στο χωριό μου για πρώτη φορά αντάρτες. Πήγα στον πατέρα μου ενθουσιασμένος. “Αντάρτες! ” του είπα. “Αυτοί δεν είναι αντάρτες. Είναι κομμουνιστές” μου απάντησε. Το τι σήμαινε κομμουνιστής το έμαθα όταν, οργανωμένος στην ΕΠΟΝ και γραμμένος στο ΚΚΕ τότε, άκουσα από έναν εξάδελφο του πατέρα μου να εξηγεί: “Τα ελαιοτριβεία και τα χωράφια του πατέρα σου θα τα πάρει η κοινότητα, θα τα δουλεύουμε όλοι μαζί”. Εγώ τα έχασα. Λέω: “Τι λες, ρε θείε; Ο πατέρας μου πήγε στην Αμερική για να τα φτιάξει και θα του τα πάρετε εσείς οι τεμπέληδες”;».

Επιστρέφουμε στο σήμερα και συγκεκριμένα στο τέλος του προηγούμενου μήνα, όπου τελέστηκαν τα θυρανοίξια «του Ιερού Ναού των Αγίων Ιωάννη του Προδρόμου και Γεωργίου του Ελευθερωτή στο όρος Βίτσι, κοντά στο υπάρχον μνημείο Πεσόντων στους Αγώνες της Ελευθερίας και της Εθνικής ακεραιότητας 1946-1949. Στη μνήμη των νεκρών… Και των δύο παρατάξεων… για όποιους από αυτούς ήταν θρήσκοι» λέει ο Δημήτρης Μπίκος. Αυτές τις ημέρες δε (16-18 Ιουλίου), πραγματοποιείται στον Γράμμο και η πρώτη συνάντηση ελλήνων πολιτικών προσφύγων της Πολωνίας. Το «Πάρκο της Εθνικής Συμφιλίωσης» που οραματίστηκε ο Πρόεδρος της Βουλής Φίλιππος Πετσάλνικος, το 1988, ως υφυπουργός Πολιτισμού τότε, μοιάζει έπειτα από 22 χρόνια να οδεύει προς υλοποίηση, μια και πριν από λίγους μήνες αποφασίστηκε η «υιοθέτησή» του από το Ιδρυμα της Βουλής. Τι μένει; Να περάσουν ίσως άλλα 22 χρόνια για να γραφτεί η Ιστορία. Μια Ιστορία που, όπως λέει η Κατίνα Λατίφη, «υπάρχει ακόμη στις σκέψεις των παιδιών μας»…

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 509, σελ. 42-45, 18/07/2010.