Πέμπτη, 10 Ιανουαρίου 1991. Μια ημερομηνία που ο επιχειρηματίας κ. Δ. Μαρούσης δεν θέλει να θυμάται. Τα επεισόδια μεταξύ διαδηλωτών και Αστυνομίας στο κέντρο της Αθήνας, που ακολούθησαν τη δολοφονία του εκπαιδευτικού Νίκου Τεμπονέρα στην Πάτρα, έχουν ως «παράπλευρη απώλεια» την επιχείρησή του. Τέσσερις άνθρωποι εγκλωβίζονται στο κτίριο που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους και χάνουν τη ζωή τους. Μάλιστα, ένας εξ αυτών παραμένει ακόμη και σήμερα αγνώστου ταυτότητος. Οι υπόλοιποι ήταν ο 32χρονος Περικλής Ρεπάκης, ο 57χρονος δικηγόρος Εμμανουήλ Κοντόπουλος και ο 60χρονος χρυσοχόος Γιάννης Νεμετζίδης.

«Η κατάσταση ήταν έκρυθμη.Οι διαδηλωτές βρίσκονταν στη γωνία Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους. Μία διμοιρία των ΜΑΤ ήταν στα Χαυτεία και άλλη μία στη γωνία Θεμιστοκλέους και Γαμβέττα. Ξεκινούν συμπλοκές και το κτίριο παίρνει φωτιά. Εγώ είχα φύγει μισή ώρα πριν. Επειδή είχα εμπειρία από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, είπα στον τότε συνεργάτη μου, τον Νίκο Τρυπιά, “πάμε να φύγουμε, σε λίγο ούτε εγώ θα μπορώ να σε σώσω ούτε εσύ εμένα”.Περνώντας από ένα κατάστημα με ηλεκτρικάείδα στις τηλεοράσεις το μαγαζί μου να παίρνει φωτιά και να καίγεται. “Με καταστρέφουν” φώναζα». Ο κ. Μαρούσης, διηγούμενος την εικοσαετή του περιπέτεια, επαναφέρει στη μνήμη του σκληρές στιγμές. «Τον Περικλή τον Ρεπάκηπου βρέθηκε νεκρός τον γνώριζα προσωπικά, είχαμε επαφές» συμπληρώνει.

«Το πόρισμα της Πυροσβεστικής είπε ότι η φωτιά προκλήθηκε από τις μολότοφ. Οταν όμως πήγα στο μαγαζί την επομένη, μέτρησα μέσα έξι χρησιμοποιημένες φιάλες δακρυγόνου.Εγραφαν “εύφλεκτο”» διηγείται, όμως σταματά εκεί. «Δεν θέλω να πω παραπάνω γι΄ αυτά» λέει. « Εχασα ένα κατάστημα 450 τετραγωνικών,που ήταν γεμάτο εμπόρευμα αξίας 300 εκατ. δρχ., διότι ήταν παραμονή εκπτώσεων.Η επιχείρησή μου ήταν της τάξεως του 1 δισ. δρχ. Από την ασφάλεια πήραμε λίγα χρήματα,διότι η πυρκαϊά χαρακτηρίστηκε ως τρομοκρατική ενέργεια» σημειώνει.

Από την επαύριον της φονικής φωτιάς ξεκίνησε μια απίστευτη περιπέτεια στη ζωή του, η οποία ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί. Η Πολιτεία τού υποσχέθηκε αποκατάσταση, όμως οι τράπεζες ξεκίνησαν τους πλειστηριασμούς της περιουσίας του. «Παιδευόμασταν. Αρχισαν οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί από τους πιστωτές και το Δημόσιο. Ωστόσο το τέλος μου ήρθε όταν βγήκε φήμη ότι πήρα λεφτά και δεν τα έδινα . Εν τω μεταξύ, από τότε και για τρία- τέσσερα χρόνια έβγαιναν υπουργικές αποφάσεις που μας παρείχαν κρατική αρωγή και εγγύηση του δανεισμού, όμως οι τράπεζες μας έκλειναν τις πόρτες» σημειώνει. Ο κ. Μαρούσης μπήκε στη φυλακή για χρέη το 1996 και το 2002 και κατάφερε με τα χίλια ζόρια να δανειστεί μόλις 79.000 ευρώ. Το 2006 το νομοθετικό πλαίσιο για την αποκατάσταση των πληγέντων του 1991 άλλαξε προς το χειρότερο. «Εγώ τους απάντησα:“Να σας δώσω τα αποκαΐδια του μαγαζιού μου”» τονίζει. Επειτα από επιστολές του προς το υπουργείο Οικονομικών, του «αποκαλύφθηκε» ότι του είχαν καταβληθεί χρήματα από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων την περίοδο 1993-1994. «Τους έγραφα:“Τι λέτε;Πότε πήρα εγώ λεφτά;Και εν τέλει ποιος και πόσα πήρε; Λέτε τρίχες!”» διηγείται.

Τρία χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2008, το υπουργείο Οικονομικών άλλαξε ρότα λέγοντας ότι «από τα συνημμένα στοιχεία του φακέλου της επιχείρησής σας,δεν διαφαίνεται με σαφήνεια η καταβολή του ποσού της κρατικής αρωγής!». «Ζητώ από την κυβέρνηση την εφαρμογή του νόμου για την εγγύηση του Δημοσίου στον δανεισμό και την κρατική αρωγή για να μην ξαναπάω φυλακή» καταλήγει, πικραμένος.