Αφορμή για όσα ακολουθούν στάθηκε ένα κείμενο του ΑΣΕΠ που μου απέστειλε μια παλιά μου φοιτήτρια. Ο θεσμός αυτός ιδρύθηκε, ως γνωστόν, προκειμένου να θέσει τέρμα στις ρουσφετολογικές προσλήψεις στο ελληνικό δημόσιο, να αποκαταστήσει την αξιοκρατία και να συμβάλει στη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού με το καταλληλότερο κάθε φορά δυναμικό. Και επειδή στη χώρα μας υπάρχουν πολλοί θεράποντες… της ρουσφετολογίας, φυσικό είναι να έχει «μπει στο μάτι» πολλών. Βέβαια, στην ως σήμερα πορεία του θεσμού έχουν προκύψει oρισμένες δυσλειτουργίες, απόρροια δύσκαμπτων και χρονοβόρων γραφειοκρατικών διαδικασιών. Οι υπεύθυνοι του ΑΣΕΠ προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν τις αρνητικές αυτές παραμέτρους, όχι όμως πάντοτε με επιτυχία. Ετσι προχώρησαν σε ισοπεδωτικές, θα έλεγα, ομαδοποιήσεις των διαφόρων ειδικοτήτων, με αποτέλεσμα να μην εξασφαλίζεται η πρόσληψη των καταλληλότερων για κάθε περίπτωση υπαλλήλων.

Για την πρόσληψη π.χ. επιμελητών στην Εθνική Πινακοθήκη προτιμήθηκαν από το ΑΣΕΠ πτυχιούχοι Φιλοσοφικών Σχολών με ειδίκευση όχι στη Νεότερη Τέχνη, όπως θα ήταν αναμενόμενο, αλλά…στην Αρχαιολογία! Στις δικαιολογημένες ενστάσεις ενδιαφερομένων για τις άτοπες αυτές επιλογές, οι αρμόδιοι του ΑΣΕΠ απαντούν με επιχειρήματα «νομικίστικα», που δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με την ουσία του θέματος. Υποστηρίζει λοιπόν το ΑΣΕΠ, απαντώντας στους θιγομένους, ότι, «όπως προκύπτει από το πρόγραμμα σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, το γνωστικό αντικείμενο της επιστήμης της Αρχαιολογίας είναι ευρύτερο του γνωστικού αντικειμένου της επιστήμης της Ιστορίας της Τέχνης… Επομένως τα μεταπτυχιακά και διδακτορικά διπλώματα στην Αρχαιολογία είναι στο γνωστικό αντικείμενο της θέσης του κλάδου Π.Ε. Ιστορικών Τέχνης».

Ο περιορισμένος χώρος που διαθέτω δεν μου επιτρέπει να αντικρούσω εκτενώς την παραπάνω επιχειρηματολογία. Επειδή ωστόσο θέλω να καταστήσω σαφές το μέγεθος του προβλήματος που δημιουργείται- ελπίζω και στους αρμοδίους του ΑΣΕΠ -, προτείνω να αντικαταστήσουμε στην παραπάνω απάντησή του την «Αρχαιολογία» π.χ. με την «Ιατρική» και αντιστοίχως την «Ιστορία της Τέχνης» με την «Οφθαλμολογία». Ετσι, αν στο μέλλον προκηρυχθούν θέσεις οφθαλμίατρων, είναι δυνατόν να προσληφθούν σ΄ αυτές πτυχιούχοι Ιατρικών Σχολών ή ακόμη ειδικευμένοι π.χ. στη Γενική Ιατρική! Σε τυχόν ενστάσεις θιγομένων, το ΑΣΕΠ θα έχει έτοιμη την απάντησή του: «όπως προκύπτει από το πρόγραμμα σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, το γνωστικό αντικείμενο της επιστήμης της Ιατρικής είναι ευρύτερο του γνωστικού αντικειμένου της επιστήμης της Οθφαλμολογίας… Επομένως τα μεταπτυχιακά και διδακτορικά διπλώματα π.χ. στη Γενική Ιατρική είναι στο γνωστικό αντικείμενο του κλάδου Π.Ε. Οφθαλμολογίας».

Θέλω να πιστεύω ότι οι παραπάνω προβληματικές προσλήψεις δεν οφείλονται στη χαμηλή υπόληψη που χαίρει η επιστήμη της Ιστορίας της Τέχνης για το ΑΣΕΠ. Παρεμφερή αντιμετώπιση σε ό,τι αφορά γνωστικά αντικείμενα διαφόρων επιστημών παρατηρούμε δυστυχώς τα τελευταία χρόνια και σε άλλους κρατικούς οργανισμούς, όπως είναι π.χ. το Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ). Ορισμένες προκηρύξεις υποτροφιών δείχνουν, αν όχι παντελή άγνοια των σχετικών επιστημονικών ειδικοτήτων, οπωσδήποτε όμως μια αβασάνιστη αντιμετώπισή τους. Ενώ δηλαδή στο πρόσφατο παρελθόν διακρίνονταν σωστά οι επιμέρους ειδικότητες της Αρχαιολογίας και οι θέσεις προκηρύσσονταν ως θέσεις Κλασικής, Προϊστορικής, Βυζαντινής, κλπ., Αρχαιολογίας, τα τελευταία χρόνια έχουμε επιστρέψει στον 19ο αιώνα. Ετσι, οι σχετικές προκηρύξεις γίνονται υπό το γενικό τίτλο Αρχαιολογία και οι υποψήφιοι υπότροφοι καλούνται να διαγωνισθούν τόσο σε μαθήματα Κλασικής και Προϊστορικής Αρχαιολογίας όσο και σε μαθήματα Βυζαντινής Αρχαιολογίας! Αν λοιπόν υποτροφίες για εξειδίκευση επιστημόνων δίνονται με αυτή τη λογική, τότε είναι εύλογο και οι προσλήψεις επιστημονικού προσωπικού να γίνονται με ανάλογα κριτήρια. Δεν μπορούμε όμως κάτω από αυτούς τους όρους να μιλούμε για σύγχρονο κράτος που επιδιώκει τη στελέχωση των υπηρεσιών του με ειδικευμένα επιστημονικά στελέχη. Οι αρμόδιοι του ΑΣΕΠ και του ΙΚΥ πρέπει να κατανοήσουν ότι οι ειδικότητες της Κλασικής, Προϊστορικής και Βυζαντινής Αρχαιολογίας, όπως βέβαια και της Ιστορίας της Τέχνης, είναι αυθύπαρκτες, έχουν δηλαδή η κάθε μια δικό της, αυτοτελές αντικείμενο. Για τη χώρα μας μάλιστα η διακονία τους είναι εντελώς απαραίτητη, εξαιτίας του πλούτου των μνημείων της που χρήζουν διάσωσης και μελέτης.

Επανερχόμενος στο ΑΣΕΠ θέλω να επισημάνω και κάτι ακόμη. Γνωρίζοντας πώς λειτουργούν τα πράγματα στον τόπο μας, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι για κάθε προκήρυξη θέσης που απαιτεί ειδικές γνώσεις, οι σχετικές διαδικασίες πρόσληψης θα πρέπει να συνοδεύονται και από γραπτό διαγωνισμό. Το διαγωνισμό όμως αυτό δεν φαίνεται να τον προκρίνει το ΑΣΕΠ, ίσως επειδή απαιτεί χρονοβόρες διαδικασίες. Ωστόσο, αν επιθυμούμε να εξασφαλίζεται η στελέχωση των κρατικών υπηρεσιών με το καταλληλότερο προσωπικό, ο τρόπος αυτός πρόσληψης αποτελεί μονόδρομο. Γραπτός διαγωνισμός και μοριοδότηση σχετικών προσόντων είναι απαραίτητα και στις διαδικασίες πρόσληψης επιστημονικού προσωπικού στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Η υπηρεσία αυτή τα τελευταία χρόνια έχει στελεχωθεί με τυχαίους τρόπους που συνυπήρξαν, παραδόξως, και με διαγωνισμούς που έγιναν στη…χάση και στη φέξη. Είναι ευοίωνο ότι η Γενική Γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού είχε στηρίξει, κατά την παλιότερη θητεία της στο υπουργείο, το θεσμό του διαγωνισμού.

Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής της Κλασικής Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.