Είναι αδύνατον να καταλάβει κανείς τη λειτουργία του Χρήστου Λαμπράκη ως προσώπου καθοριστικής σημασίας για την ελληνική κοινωνία αν δεν καταλάβει πρώτα τη σχέση του με τη μουσική. Και για να καταλάβει κάποιος αυτή τη σχέση, πρέπει να την έχει βιώσει. Χωρίς την ερμηνεία αυτής της προσωπικής, εσωτερικής σχέσης ο Χρήστος Λαμπράκης δεν μπορεί να γίνει αληθινά κατανοητός. Μόνο αυτή μπορεί να εξηγήσει γιατί ένας τόσο ισχυρός άνθρωπος περνούσε μέγα μέρος του χρόνου του και ξόδευε μέγα μέρος των δυνάμεών του σε δραστηριότητες που στην Ελλάδα (σε πλήρη αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ) μοιάζουν σχεδόν ακατάληπτες, αν όχι και ασύμβατες με την ισχύ ενός τέτοιου ανδρός.

Ο Χρήστος Λαμπράκης ζούσε μέσα από τη μουσική, την οποία γνώριζε όσο πραγματικά λίγοι άνθρωποι στην Ελλάδα. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι, αν δεν ήταν ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες του ελληνικού δημόσιου βίου επί δεκαετίες, αυτό όχι μόνον δεν θα άλλαζε τη σχέση του με τη μουσική, αλλά, πιθανότατα, θα του έδινε τη δυνατότητα και τη χαρά να ασχοληθεί ακόμη περισσότερο με αυτήν. Αλλά με μία διαφορά: θα ζούσε ο ίδιος πιο πολύ τη μουσική που λάτρευε, χωρίς όμως να διαθέτει τον οπλισμό να επιχειρήσει να τη φέρει στο επίκεντρο μιας ολόκληρης κοινωνίας όπως τα τελευταία πολλά χρόνια έπραξε.

Τελικά, στην πραγματικότητα, αυτό που επιχείρησε- και εν πολλοίς πέτυχε- ήταν να οδηγήσει την ελληνική κοινωνία να αποδεχθεί de facto τη σημασία, ίσως και με κάποια «βία», τον ρόλο και την αναγκαιότητα ενός μεγάλου πολιτισμού, με τον οποίο κατ΄ αρχήν η ίδια ήταν βαθύτερα ξένη. Συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός αληθινού ανήκειν της Ελλάδας στην Ευρώπη. Εθεσε, δηλαδή, μέσα από την αστείρευτη επιμονή του για την αναγνώριση της αληθινής σημασίας της τέχνης σε αυτόν τον τόπο, έναν από τους θεμέλιους πυλώνες του ουσιαστικού εξευρωπαϊσμού και αληθινού εκσυγχρονισμού της Ελλάδας. Εκανε πράξη αυτό το ανήκειν της Ελλάδας στη Δύση όσο κανένας άλλος Ελληνας, πλην του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος άλλωστε υπήρξε και ο ηγέτης εκείνος που πρώτος κατάλαβε τη σημασία της πολιτιστικής λειτουργίας και άνοιξε τον δρόμο για την κατασκευή του Μεγάρου Μουσικής.

Είναι αδύνατον λοιπόν να καταλάβει κανείς πόσο πολύ συνέβαλε ο Χρήστος Λαμπράκης στον βαθύτερο εξευρωπαϊσμό μιας κοινωνίας που παρουσίαζε βαθιά καθυστέρηση και επίμονη αντίδραση σε αυτή την πορεία. Και το έπραξε μέσα από την αγάπη του για το ανώτατο ίσως πνευματικό επίτευγμα του ανθρώπου, τη μουσική, οδηγώντας ένα καθοριστικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας να την πλησιάσει, ακόμη και αν αυτό στην πραγματικότητα δεν το επιθυμούσε ή δεν μπορούσε πάντα να παρακολουθήσει πρωτογενώς το εγχείρημα. Και για να το πετύχει επιστράτευσε έναν δυσνόητο και ίσως άχαρο ρόλο. Αξιοποίησε όλη του την ισχύ παλεύοντας μέχρι τέλους για μια Ελλάδα όπως την ήθελε, αλλά όπως δεν ήταν: στο ουσιώδες επίκεντρο του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Αυτό το εγχείρημα υπήρξε η καρδιά του περάσματος του Χρήστου Λαμπράκη από τον δημόσιο βίο. Εγχείρημα πρωτοφανές και μοναδικό για την Ελλάδα- και ίσως όχι μόνον- που θα του το χρωστά η χώρα. Οτι χάρη στην προσωπική σχέση του με τη μουσική ήταν που κατέστη ισχυρός, αποτελεσματικός σκαπανέας τού εν πολλοίς ακούσιου για την κοινωνία και δυσχερούς, ουσιαστικού ελληνικού εξευρωπαϊσμού.