Το βαλς της παρακμής
Eνα μεγάλο μυθιστόρημα από έναν μεγάλο συγγραφέα. Το αριστούργημα του Γιόζεφ Ροτ κυκλοφορεί επιτέλους και στη γλώσσα μας, σε ωραία μετάφραση του Δημήτρη Δημοκίδη, 77 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση στα γερμανικά και 70 χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Μαζί με τον Ανθρωπο χωρίς ιδιότητεςτου Μούζιλ, τηΔίκητου Κάφκα, τουςΥπνοβάτες και τοΒιργιλίου θάνατοςτου Χέρμαν Μπροχ και τοΜαγικό βουνό του Τόμας Μαν συνιστούν τα κορυφαία μυθιστορήματα του γερμανόφωνου κόσμου στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Ο Ροτ εξιστορεί τη ζωή τριών γενεών της οικογένειας Τρότα και μέσα από αυτή αναλύει την τραγωδία και την πτώση της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Με αισθήματα συμπάθειας για τους ήρωές του, αλλά και αμείλικτη ειρωνεία για τα ήθη της εποχής, τα κοινωνικά στερεότυπα, τις έμμονες ιδέες και την ανώφελη πίστη στα «ιδεώδη» της που έχουν παρακμάσει: τον πατριωτισμό, την ευσέβεια, την αναγνώριση, το «καλό όνομα», την εικόνα που πρέπει να δίνουμε στους άλλους, τη γήρανση των οικογενειακών παραδόσεων και την αδυναμία των μελών της κοινωνίας να καταλάβουν τον κόσμο που αλλάζει γύρω τους. Το βιβλίο κυλάει αργά, όπως ο χρόνος που το πέρασμά του δυσκολεύονται να το αντιληφθούν οι πρωταγωνιστές, όπως η ίδια η ζωή που στο τέλος όλους τους διαψεύδει. Αλλά, όπως έγραφε ο Ναμπόκοφ για τον Τολστόι,«το αρχίζεις και δεν μπορείς να σταματήσεις».

Εποχή: ο 17ος αιώνας. Χώρος: ο Νέος Κόσμος. Θέμα: η δουλεία, η κατάπτωση, το συμφέρον αλλά και η ανθρώπινη συνθήκη, η ελπίδα, ο φόβος και το έλεος. Το 1680, οπότε εκτυλίσσεται η υπόθεση του μυθιστορήματος, το δουλεμπόριο βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα αλλά η κοινωνία στον Νέο Κόσμο συνιστά το ιδεώδες περιβάλλον για την ταχεία ανάπτυξή του. Η κοινωνία που θα προκύψει θα βασιστεί σε αυτό, και αυτήν περιγράφει η Τόνι Μόρισον στο καινούργιο της μυθιστόρημα με απαράμιλλη δύναμη.

Ο Κορτάσαρ ανήκει στους σημαντικότερους αλλά και ριζοσπαστικότερους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής. Πολύ καλός στα μυθιστορήματα αλλά εξαίρετος στα διηγήματά του, όπου η μικρή φόρμα τού δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξει κατά το παράδειγμα του Μπόρχες πλείστες όσες εκδοχές του μαγικού ρεαλισμού που στα δικά του κείμενα συνδυάζεται με την αξιοποίηση των διδαγμάτων της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Στη μικρή φόρμα, στο διήγημα και στη νουβέλα έχει δώσει και το σημαντικότερο μέρος του έργου του. Και το δείγμα σε αυτό το βιβλίο είναι από τα καλύτερα.

Συγγραφέας υψηλής ευαισθησίας και εξαίρετης αφηγηματικής τεχνικής, ο Γκράχαμ Σουίφτ στο σύντομο αυτό μυθιστόρημα μάς εισάγει στα μυστικά που κρύβουν τα λεγόμενα συνήθη της ανθρώπινης ζωής, όπως η συμβίωση, η ατομικότητα, το μυστήριο της ύπαρξης, οι μικρές στιγμές ευτυχίας. Βιβλίο βαθιάς ανθρωπιάς και λεπτότατων αποχρώσεων αλλά και στοχαστικό ταυτόχρονα για όσα μας ορίζουν, για όσα μας φοβίζουν και ταυτοχρόνως μας μαγεύουν, αποκαλύπτοντάς μας πόσο ανθεκτικοί και πόσο εύθραυστοι είμαστε ταυτόχρονα, ικανοί σαν την πρωταγωνίστρια του βιβλίου να δημιουργήσουμε τον μύθο μιας ολόκληρης ζωής μέσα σε μια νύχτα.

Ο Ρονκαλιόλο ανήκει στη νεότερη γενιά των ισπανόφωνων πεζογράφων που αρχίζουν να κατακτούν σιγά σιγά και το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Το βιβλίο του αυτό είναι ένας ευφυής συνδυασμός θρίλερ και ιστορικού μυθιστορήματος με ουκ ολίγα κωμικά στοιχεία, όπου παρελαύνουν πλείστες όσες φιγούρες αυτής της μεταμοντέρνας εποχής (αλλά και παλαιότερων), όπως η Τζάκι Κένεντι, ο Μουσολίνι, ο Λάκι Λουτσιάνο, ακόμη και ο διάσημος πεζογράφος Μάριο Βάργκας Λιόσα. Διασκεδαστικό, εξωφρενικό συχνά, ένα οξύτατο σχόλιο για το ψέμα, το χρήμα και την υποκρισία των «καλών» οικογενειών.

Η Βιρμανία κυβερνάται από ένα τυραννικό καθεστώς που προβαίνει καθημερινά σε πράξεις ωμής καταστολής. Η αντίσταση εναντίον του ωστόσο δεν είναι διόλου ασήμαντη. Σε αυτό το περιβάλλον κινείται το ογκώδες μυθιστόρημα της Κάρεν Κόνελι με πρωταγωνιστή έναν καλλιτέχνη που με τα τραγούδια του επιτίθεται εναντίον της δικτατορίας, η οποία τον φυλακίζει σε συνθήκες απόλυτης απομόνωσης. Εκεί αναπτύσσει μια γνήσια συντροφική σχέση με έναν φρουρό που θα τον βοηθήσει να σπάσει τα δεσμά της απομόνωσης και να μη χάσει την ανθρωπιά του.

Ο κορυφαίος μεταπολεμικός συγγραφέας της Ιταλίας σε ένα από τα καλύτερα βιβλία του, εφάμιλλο του αριστουργήματός τουΟι αόρατες πόλεις. Πρωταγωνιστής εδώ είναι ο Αναγνώστης που αρχίζει να διαβάζει ένα βιβλίο δέκα φορές και που και τις δέκα δεν καταφέρνει να το τελειώσει γιατί μεσολαβούν απρόοπτα γεγονότα ανεξάρτητα από τις επιθυμίες του, δηλαδή η ίδια η ζωή. Πού αρχίζει η ζωή και πού σταματά η μυθοπλασία; Και ως πού μπορεί να φτάσει η τέχνη της αφήγησης; Εκεί όπου μόνο οι μεγάλοι συγγραφείς σαν τον Καλβίνο μπορούν να την οδηγήσουν.

Ο έρωτας, το δράμα και το πένθος

Ο Φίλιπ Ροθ

Στα τελευταία βιβλία του ο Φίλιπ Ροθ βουλιάζει όλο και περισσότερο στα σκοτεινά στρώματα της ύπαρξης όπου οι πρωταγωνιστές των μυθιστορημάτων του ξαναζούν το παρελθόν τους σαν να είναι όχι η περιοχή της μνήμης και της νοσταλγίας αλλά ο προθάλαμος της εξόδου από τη ζωή. ΣτοΦεύγει το φάντασμαο ήρωας παλαιότερων μυθιστορημάτων του, ο συγγραφέας Νέιθαν Ζούκερμαν, επιστρέφει στη Νέα Υόρκη που την είχε εγκαταλείψει πριν από χρόνια. Τα γηρατειά τον έχουν καταβάλει, δεν θέλει να έχει επαφές με κανέναν, δεν θέλει να συμμετέχει σε τίποτε, μόνο να συνεχίσει αυτό που γνωρίζει: να γράφει. Το παρελθόν του όμως υπάρχει και ο Ζούκερμαν το συναντά ξανά, αλλά τώρα το ξαναζεί ως προσωπικό δράμα που συνθέτει μιαν αφήγηση πένθους κι εχθρότητας και ενός έρωτα που δεν οδηγεί πουθενά, αντίθετα θυμίζει στον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος πόσο κοντά βρίσκεται πλέον στον θάνατο. Οπως τα περισσότερα βιβλία του Ροθ, και αυτό είναι μια εξαίρετη μυθοπλασία αλλά ταυτοχρόνως και μια μελέτη ζωής και θανάτου. Αυτά που μας στοιχειώνουν στη ζωή είναι τα φαντάσματα των όσων ζήσαμε, εκείνων που επιθυμήσαμε και όσων δεν αποκτήσαμε. Και αυτά μεταβάλλουν κι εμάς σε φαντάσματα που ο συγγραφέας τα ξορκίζει και η ζωή αμείλικτη τα απωθεί και τελικά τα διώχνει.

Ενα δυνατό μυθιστόρημα από τον Πίτερ Κάρεϊ που τιμήθηκε δύο φορές με το Βραβείο Μπούκερ. Με αριστοτεχνικό τρόπο ξαναφέρνει στο προσκήνιο την εποχή του πολέμου στο Βιετνάμ και του φοιτητικού κινήματος στις ΗΠΑ αλλά και τους Αντίποδες της εποχής, την Αυστραλία των αντιφάσεων και της καταστολής όπως την εκφράζει η στυγνή αστυνομοκρατία. Βιβλίο έντονης συναισθηματικής φόρτισης, εξαίρετης αφηγηματικής τεχνικής, όπου δεν υπάρχει ίχνος μελοδραματισμού, συχνά μάλιστα γραμμένο με καταλυτική ειρωνεία, το μυθιστόρημα του Κάρεϊ είναι από τα απολαυστικότερα μυθιστορήματα της χρονιάς, αγγίζοντας ταυτόχρονα το συναίσθημα και τη σκέψη του αναγνώστη.

Οταν το παράδειγμα των κλασικών επιδρά δημιουργικά στους νεότερους συγγραφείς, έχουμε συχνά εξαίρετα βιβλία, όπως οιΣκλάβοι της ελευθερίας του Τζιουζέπε Κόντε, που μας θυμίζουν άλλοτε τον Κόνραντ και άλλοτε τον Μέλβιλ. Βρισκόμαστε στα τέλη του 18ου αιώνα. Πάνω στο εμπορικό πλοίοΣαντ΄ Αννα, που κατευθύνεται στον κόλπο της Γουινέας, εκτυλίσσονται σκηνές απίστευτης βαρβαρότητας αφού το πλοίο αποδεικνύεται ότι είναι δουλεμπορικό. Οι σκλάβοι θα επαναστατήσουν, θα ιδρύσουν μια αποικία απελευθέρων, που όμως το τέλος της θα είναι τραγικό. Αυτή η μάχη εναντίον της σκλαβιάς θα χαθεί, όχι όμως και ο πόλεμος, γιατί οι ανθρώπινες ποιότητες βρίσκονται πάνω από τις αντίστοιχες αθλιότητες. Και στη μάχη του Καλού εναντίον του Κακού κρίνονται τελικά οι πάντες.

Το Βατικανό καταλαμβάνει ολοένα μεγαλύτερο χώρο στα σύγχρονα βιβλία μυθοπλασίας. Το ίδιο συμβαίνει και στο θρίλερ αυτό του ομότιμου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης Ζακ Νεϊρίνκ. Ο πάπας Ιωάννης ΚΔ Δ είναι προοδευτικός και νεωτεριστής. Επόμενο λοιπόν να συγκρουστεί με το κατεστημένο του Βατικανού, που με τη βοήθεια μιας ομάδας συνωμοτών με επικεφαλής τον καρδινάλιο Ταρκήσιο Μπερτίνι σχεδιάζει τη δολοφονία του. Ο Ιωάννης το μαθαίνει και διαφεύγει παίρνοντας μαζί του μια μικρή βαλίτσα που περιέχει χειρόγραφα τα οποία αποκαλύπτουν μυστικά επικίνδυνα για την Εκκλησία. Η δράση είναι καταιγιστική και τα μυστήρια διαδέχονται το ένα το άλλο κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως την τελευταία σελίδα.

Δεν υπάρχει βιβλίο του Χένρι Μίλερ που να μη διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον. Λυρικός, εκρηκτικός, αισθαντικός και ταυτοχρόνως αισθησιακός αλλά αδυσώπητος όταν κρίνει τον κόσμο, την κοινωνία και τελικά την ίδια τη χώρα του, τις ΗΠΑ. Συγγραφέας της άμεσης εμπειρίας και κατά βάση αυτοβιογραφικός, ο πολυγραφότατος Μίλερ εδώ μας ξεναγεί στην αμερικανική ενδοχώρα συντροφιά με τον φίλο του ζωγράφο Εμπι Ράτνερ. Μέσα από τούτη την ξενάγηση αποδομεί το λεγόμενο αμερικανικό όνειρο, αυτό που η τυφλή πίστη στη βιομηχανία και η δίψα για υλικά αγαθά και κοινωνική επιτυχία έχουν μετατρέψει σε «κλιματιζόμενο εφιάλτη».

Τα μυθιστορήματα που αξιοποιούν τα μεσαιωνικά χρονικά και τους θρύλους είναι πολύ της μόδας την τελευταία τριακονταετία, ιδίως μετά την έκδοση τουΟνόματος του ρόδου του Εκο, τη δεκαετία του ΄80. Η πρόσφατη τεράστια επιτυχία του Κώδικα Ντα Βίντσι ωθεί όλο και περισσότερους συγγραφείς σε αυτή την κατεύθυνση. Ενα τέτοιο βιβλίο είναι και ηΜυστηριώδης περγαμηνή, που συνδυάζει σε μια γρήγορη αφήγηση με πολλή δράση και μυστήριο την Ιστορία και τη μυθοπλασία όπως εκτυλίσσονται στα μέσα του 13ου αιώνα, όπου μια ομάδα κατασκόπων, οι Ιππότες του Ναού, και ο Πάπας αναζητούν κάποια περγαμηνή, το μυστικό της οποίας μπορεί να ανατρέψει την Ιστορία.

Ενα σπουδαίο μυθιστόρημα από έναν εξαίρετο συγγραφέα. Το σημαντικότερο ως σήμερα βιβλίο του Καρέρ που αυτοβιογραφείται στήνοντας μια συγκλονιστική αφήγηση, όπου η προσωπική του περιπέτεια, η οικογενειακή του κληρονομιά και τα φαντάσματα του παρελθόντος και της Ιστορίας συνθέτουν έναν κόσμο που στοιχειώνει το παρελθόν και τις αναμνήσεις του. Δίνοντας τη μάχη με τους δαίμονές του, ο Καρέρ βρίσκει τον άδειο τάφο του γεωργιανού παππού του και ανατρέχει στις περιπέτειες της οικογένειάς του, μέσα στις οποίες εντάσσεται και το προσωπικό του δράμα, ένας μεγάλος έρωτας και ο αγώνας του να λυτρωθεί. Ευαίσθητο και σκληρό, τοΕνα ρωσικό μυθιστόρημαείναι από τα καλύτερα γαλλικά πεζογραφήματα της τελευταίας δεκαετίας.

Το δικό μας Βιετνάμ

Κύπρος, 1974. Τούρκοι στρατιώτες

Κύπρος, 1974. Ολοι διέβλεπαν την εισβολή αλλά η Αθήνα τους έλεγε «μην τσιμπάτε, άσκηση κάνουν». Με πρωταγωνιστές μια ομάδα βετεράνων εκείνου του πολέμου στην Κύπρο το 1974, κατά την εισβολή του Αττίλα, ο ηπειρώτης συγγραφέας εστιάζει με το τελευταίο μυθιστόρημά του στο δράμα χιλιάδων φαντάρων και αξιωματικών οι οποίοι «έζησαν το δικό τους Βιετνάμ» και στους οποίους όχι μόνο κανείς δεν αναγνωρίζει ότι πολέμησαν, αλλά επιπλέον πολλοί τους θεωρούν χουντικούς ή προδότες. Οι ίδιοι έχουν ιδρύσει έναν παρακμιακό σύλλογο στην Αθήνα. Είδαν και διέπραξαν φρικτά εγκλήματα, έκαναν ηρωικές πράξεις σκεπασμένες από προδοτικές εντολές, έγιναν οι καλύτεροι πελάτες των ψυχιάτρων και ζητούν τώρα μια θέση στον δημόσιο βίο και στη σχολική ιστορία. «Η Ιστορία της Στ Δ Δημοτικού μας αγνοεί τελείως» διαμαρτύρεται κάποιος στον ποινικολόγο που εμφανίζεται στην ομάδα. «Ολη κι όλη η συμμετοχή της Ελλάδας στην Κύπρο, πραξικόπημα και πόλεμος, όλα μαζί τεσσερισήμισι γραμμές. Εμάς, που πολεμήσαμε εκεί, μας αγνοεί τελείως, σαν να πήγαμε πενθήμερη εκδρομή». Τι διεκδικούν; Μιάμιση γραμμή ακόμη: «Η ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) έσωσε την πολεμική τιμή της Ελλάδας».

Μετείχαν περίπου 2.000 ελλαδίτες φαντάροι και αξιωματικοί, υπήρξαν θύματα. Οι άγνωστες πλευρές ενός ολιγόχρονου, βρώμικου και συκοφαντημένου πολέμου σε ένα βιβλίο που θεωρείται το καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς.

Μια ιστορία εποχής (1850-1930), όπου η Καρλόττα, ερωμένη του φεουδάρχη του Αλμπερομπέλλο της Νότιας Ιταλίας, και ο γιος τους Ερνέστο δοκιμάζονται από απρόσμενα παιχνίδια της τύχης, απαθανατίστηκε από την πένα της πρωτοεμφανιζόμενης Κερκυραίας Μάρας Βίγκα. Σαν να μεταφέρεται το παραμύθι από τον προπερασμένο αιώνα στον σημερινό, η συγγραφέας αρχικά είχε προτείνει την ιστορία της στην καταξιωμένη Ευγενία Φακίνου για να την αναδείξει, και εκείνη της έκανε χώρο να περάσει.

Η ιδιαιτερότητα των θαμώνων της Λέσχης της στιγμήςείναι ότι «απαιτούν να ζουν κάθε δευτερόλεπτο της ύπαρξής τους χωρίς να τους εμποδίζει κανείς. Διεκδικούν το δικαίωμα στην υπεράσπιση της στιγμής». Ανθρωποι του κόσμου και του υποκόσμου, η ομήγυρη της Λέσχης αντιδρά σε μια κοινωνία που δεν σέβεται την ιερότητα του προσωπικού χρόνου. Εκεί καταλήγει και ο ήρωας του έργου, ένας ποινικός κρατούμενος στις φυλακές Κορυδαλλού με εβδομαδιαία έξοδο. Τι θα κερδίσει;

Ο Βικέντιος, μοναχικός μοναχός, πενθεί για την αδικοχαμένη σκυλίτσα του, την ίδια στιγμή που λαός και επίσημη Εκκλησία πενθούν τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο. Κατόπιν, καθώς οι κεφαλές της Εκκλησίας μετέχουν σε ιερές και ανίερες διαδικασίες διαδοχής, εκείνος αγωνιά να κρατήσει στη ζωή έστω έναν από τους τρεις νεογέννητους διαδόχους της μικρής σκυλίτσας. Το δεύτερο μυθιστόρημα του 38χρονου χιώτη συγγραφέα μετά το «Ανάμισης ντενεκές» (2008) που έχει ήδη κάνει τέσσερις εκδόσεις.

Νέα συλλογή διηγημάτων του βραβευμένου πεζογράφου, περιστατικά στο μεταίχμιο πραγματικότητας και ονειρικού που εκτυλίχθηκαν κάποια στιγμή στη ζωή ενός συνηθισμένου ανθρώπου και εκείνος δεν τα έλαβε υπόψη του: «Αμέτρητες μαυροφορεμένες χήρες παρήλαυναν στο μαγαζί και κατέθεταν εκεί τα βιβλιάριά τους της Βασιλικής Πρόνοιας. Ο πατέρας μου εισέπραττε αντ΄ αυτών τις συντάξεις και όποτε οι γυναίκες έρχονταν στην Αμφιλοχία, παίρνανε τα λεφτά, ψώνιζαν στο μπακάλικο (…)». Διαβάζει κανείς την αφήγηση έχοντας κατά νου την προειδοποίηση του συγγραφέα: Ο ήρωας αφηγείται τα περιστατικά. Τα διαστρεβλώνει όμως και τα παραποιεί. Θέλει ίσως να εξαπατήσει; Ή οι σκοποί του είναι ακόμη πιο σκοτεινοί;

«Το τραπέζι της ρουλέτας είναι σαν πιάνο με ουρά. Πλήκτρα κόκκινα και μαύρα. Στο πίσω μέρος, το κοίλον. Μερικές ρουλέτες έχουν από κάτω κρυφά πεντάλ. Δεν τις συνιστώ. Η μουσική της τύχης οφείλει να βγαίνει χωρίς σκόπιμες παραμορφώσεις και ύποπτα φάλτσα». Ο ήρωας στο νέο μυθιστόρημα του Χριστόφορου Κάσδαγλη είναι τζογαδόρος, αργόμισθος δημοσιογράφος, παλαιοκομμουνιστής και περιστασιακός ερωτύλος. Με τον τζόγο νομίζει ότι έχει βρει το δικό του κόλπο ώστε να παίζει αντί να εργάζεται, και σε μια οριακή παρτίδα θα ρισκάρει τα ρέστα του. Θα υπάρξουν κέρδη αλλά θα είναι σε άλλο επίπεδο.

Καλοκαίρι στη Θεσσαλονίκη, δύο άντρες συναντιούνται και ερωτεύονται. Ενα πάθος που δεν επιδέχεται εξηγήσεις ή ερμηνείες. Μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σε έναν Ελληνα και σε έναν Βούλγαρο είναι το πρώτο μυθιστόρημα του 36χρονου θεσσαλονικιού συγγραφέα: «Ο Ανχελ κοιμάται γαλήνια, εγώ είμαι αλλού, το δωμάτιο δονείται. Στο τέλος της έκτης ώρας η μουσική σταματά. Σηκώνομαι με πολλή προσοχή, περνώ από πάνω του και κατεβαίνω από το κρεβάτι. Λίγο ακόμα και θα πέθαινα».

Ποιος είναι ο Ραμάνθις

Η Ζυράννα Ζατέλη

Υστερα από επτά χρόνια και μερικούς μήνες, πιστή στον αριθμητικό, τυχερό κύκλο της, η Ζυράννα Ζατέλη παρουσιάζει το καινούργιο συναρπαστικό μυθιστόρημά τηςΤο πάθος χιλιάδες φορές, δεύτερο μέρος της τριλογίας της «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους». Ξαναβρίσκουμε εδώ όλον τον ρομαντικό κόσμο της συγγραφέως- ανθρώπους, ζωντανούς και νεκρούς, ζώα, δέντρα και όλα τα στοιχεία της φύσεως-, όπως ξαναβρίσκουμε και τη γλώσσα της, ίσως ό,τι πιο επεξεργασμένο και πρωτότυπο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Σε αυτό το βιβλίο, πέρα από την αφηγηματική πλοκή, η Ζυράννα Ζατέληπαιδί αγροτικής οικογένειας, όπως η ίδια λέει, για να παραπέμψει περισσότερο όχι σε μια κοινωνική αλλά σε μια λογοτεχνική καταγωγή- προχωρεί σε αποκαλύψεις αυτοβιογραφικού χαρακτήρα. Και για έναν συγγραφέα του διαμετρήματος της Ζατέλη η αυτοβιογραφία δεν έχει σχέση με μικρά επεισόδια του βίου της. Εχει σχέση με την ίδια τη γραφή, με το εργαστήριο της γραφής της. Σε αυτό το μυθιστόρημα η Λεύκα, η ηρωίδα της Ζυράννας, γράφει, είναι ένα είδος συγγραφικού alter ego. Και το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, στον τίτλο της τριλογίας, είναι το συγγραφικό ψευδώνυμό της.

Το βιβλίο έχει τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος, «Ζώντας και πεθαμένοι», εμφανίζονται όλοι οι νεκροί του προηγούμενου βιβλίου, μια μυστική συνάντηση όπου αποκαλύπτονται σιγά σιγά τα χαρακτηριστικά της ηρωίδας. Στο δεύτερο μέρος, «Χιλιάδες στρόβιλοι ουρανού στο μάτι μιας βελόνας», η ηρωίδα «ζει» μέσα από τη ζωή μιας συνομήλικής της, ενός σημαδεμένου πλάσματος. Το τρίτο μέρος, «Το παιχνίδι με το εγώ, με το εσύ και με την άβυσσο», ανήκει ολοκληρωτικά στην ηρωίδα. Τι είναι το γράψιμο;, αναρωτήθηκε η Ζυράννα. Τελικά είναι η επανεφεύρεση της παιδικής μας ηλικίας. Μέσα στην πλημμυρίδα της μικροαστικής λογοτεχνίας που μας κατακλύζει, το μυθιστόρημα της Ζατέλη μάς φέρνει τη μεγάλη πνοή των ανοιχτών πεδίων.

Είναι γνωστό ότι ο Χρήστος Χωμενίδης είναι δεινός «παραμυθάς», αλλά αυτή τη φορά, στο όγδοο μυθιστόρημά του, ξεπέρασε τον εαυτό του. Η υπόθεση του έργου για πρώτη φορά δεν εκτυλίσσεται στη σύγχρονη πραγματικότητα.

Ο ήρωάς του είναι ένας φανταστικός αοιδός του 8ου αιώνα π.Χ., ένας παππούς του Ομήρου, ο οποίος λίγο προτού πεθάνει διηγείται στον εγγονό του τη ζωή του.

Το όνομά του είναι Τήνελλος Ανθρωπίωνος Απολλωνιεύς και κατάγεται από την Απολλωνία, λιμάνι-αποικία των Μυκονιατών στις ακτές της Ιωνίας.

Ο μικρός Τήνελλος έγινε δούλος στο παλάτι του βασιλιά ώσπου τον είδε ο διάσημος αοιδός Αναβάτης και τον πήρε μαζί του.

Από το σημείο αυτό αρχίζει η Οδύσσεια του Τήνελλου.

Ερωτες, προδοσίες, πατροκτονίες, απάτες, κλοπές, ναυάγια τον 8ο αι. π.Χ.

συνοδεύουν τον φημισμένο αοιδό στα ταξίδια του από άκρη σε άκρη του τότε γνωστού κόσμου. Το διάχυτο χιούμορ του συγγραφέα σε όλα τα βιβλία του είναι παρόν και εδώ.

Οταν ο Τήνελλος στέλνεται από τον Αναβάτη στους Ολυμπιακούς Αγώνες για να υμνήσει το κάλλος των αθλητών, δεν παραλείπει να «αδειάσει» τους Μυκηναίους με το τραγούδι του και αντί να τους δοξάσει τους οικτίρει γιατί μπορούν να μιλάνε μόνο για τις παλιές τους δόξες.

Η «ανθρώπινη κωμωδία» είναι ζωντανή σε όλες της εποχές και ο Τήνελλος χαιρετίστηκε ήδη ως ήρωας-πρόγονος του Δον Κιχώτη ή και του Γαργαντούα.

«Ολα όμως να τα περιμένει κανείς σε μια μικρή χώρα που πάσχιζε να κρατηθεί ουδέτερη στα 1916, ενώ γύρω της μαινόταν ο Α Δ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι κατάσκοποι ενεργούσαν πλέον στα φανερά και οι εφημερίδες είχαν όλες εξαγοραστεί…».

Το νέο μυθιστόρημα της Αθηνάς Κακούρη μάς μεταφέρει σε μια παλαιά ιστορία με επίκαιρους απόηχους.Ξιφίρ Φαλέρήταν η πιο πολυέξοδη επιθεώρηση και συνάμα το σπουδαιότερο κοσμικό γεγονός στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1916. Η χλιδή της έμεινε θρυλική στα χρονικά της αθηναϊκής σκηνής και δοξάστηκε με το πέρασμα του χρόνου ως η αυθεντικότερη καλλιτεχνική έκφραση νεοπλουτίστικων ιδανικών της «πρωτοεμφανιζόμενης» αστικής τάξης της Αθήνας.

Η συγγραφέας δανείζεται τον τίτλο, ο οποίος παρεμπιπτόντως ήταν παραφθορά κάποιου στίχου του Εξαρχόπουλου («λερ μπαλέρ», που αργότερα κατέληξε να σημαίνει «ασυναρτησίες» ή και το αντίθετό του, «σπουδαία πράγματα»), για να ανασυνθέσει με έναν τόνο ευθυμογραφικό τα ήθη, τις εικόνες, τα πάθη αλλά και τα παιχνίδια επιβολής που παίζονταν μεταξύ των πρακτόρων, των κατασκόπων και των άλλων ανθρώπων της διαπλοκής, στο παρασκήνιο ή στο προσκήνιο των ιστορικών γεγονότων εκείνης της εποχής.

Είναι το πρώτο μυθιστόρημα ενός ανθρώπου με βαρύ βιογραφικό: ιστορικός, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος και αντιπρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, με είκοσι τόμους επιγραφικών συλλογών, μονογραφιών και συλλογικών έργων, καθώς και άνω των εκατό μικρότερες επιστημονικές συμβολές στο ενεργητικό του. Κορωνίδα αυτών φαίνεται πως είναι τώρα το πεζογράφημά του, το οποίο μας ξαφνιάζει ευχάριστα.

Ο ήρωας του βιβλίου ενηλικιώνεται στην Κύπρο, κατά την ταραγμένη περίοδο του αντιβρετανικού αγώνα, προσπαθώντας να εξισορροπήσει τις εσωτερικές αντιφάσεις του: την αλληλεγγύη με τους αγωνιζόμενους συμπατριώτες του και τον θαυμασμό του για την αγγλική λογοτεχνία, την αφοσίωση στην ανίατα άρρωστη μητέρα του και την έλξη για την ερωμένη του πατέρα του, μαζί με διλήμματα που αφορούν τα αιώνια ζητήματα της καταπίεσης και της τρομοκρατίας, της συνύπαρξης διαφορετικών πολιτισμών και θρησκειών και την καταλυτική δύναμη του έρωτα. «Εκανα το λάθος να σε συστήσω ως ρωμαντικό Κύπριο, πράγμα που άφησε ψυχρά αδιάφορη την Αννα» συνέχισε περιπαικτικά η Σάρα.

«Ως Κύπριο εκατομμυριούχο θα έπρεπε να σε συστήσω, και θα είχε ήδη πέσει στην αγκαλιά σου».