Κάθε κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να υπερασπίζεται τον εαυτό του κατά τρόπο που αυτός νομίζει ότι θα ελαφρύνει τη θέση του. Δεν τίθεται ζήτημα επομένως να κρίνει κάποιος, κυρίως δημόσια, τους ισχυρισμούς του. Ωστόσο ένα απολογητικό υπόμνημα που δημοσιοποιείται δίνει αφορμή για γενικότερους συλλογισμούς σχετικά με τις παραμέτρους που δημιουργούν και αναπαράγουν την αστυνομική βία και την εχθρότητα ανάμεσα στην αστυνομία και στην κοινωνία και τη νεολαία, ειδικά σε περιπτώσεις όπως η πρόσφατη ανθρωποκτονία του ανήλικου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.
Στο σημείο αυτό θα είχε κανείς να παρατηρήσει ότι, δυστυχώς, ο θάνατος του άτυχου μαθητή είχε σε έναν βαθμό «προαναγγελθεί» ή ήταν σοβαρά πιθανολογούμενος για τρεις πολύ σημαντικούς λόγους.
Πρώτον, εξαιτίας της μεταστροφής της αστυνόμευσης προς μια κατασταλτική κατεύθυνση και της ενίσχυση της αστυνομίας και της αστυνόμευσης στον δρόμο με προσωπικό που έρχεται ήδη εκπαιδευμένο σε ειδικές δυνάμεις του στρατού (όπως π.χ. οι ειδικοί φρουροί).
Οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης σηματοδοτούν μέρος της σημερινής κατάστασης. Στο πλαίσιο αυτό ο τυπικός «εθισμός» των αστυνομικών στη βία- στοιχείο της επαγγελματικής τους διαμόρφωσης- παραμορφώνεται. Η βία καταλήγει να γίνεται ένα συνηθισμένο διαδικαστικό γεγονός κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας, ενώ στο πλαίσιο του κυρίαρχου διαχειριστικού- κατασταλτικού προτύπου αστυνόμευσης ο επαγγελματισμός καταλήγει συχνά να ταυτίζεται με τον κυνισμό. Αυτό συμβαίνει μέσα από μια διαδικασία «απανθρωποποίησης» του στόχου, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος στα μάτια και στην αντίληψη του αστυνομικού χάνει πια τις ανθρώπινες ιδιότητές του και συρρικνώνεται σε στόχο, απειλή, κίνδυνο που πρέπει να εξαλειφθεί. Μέσα από μια διαδικασία διαδοχικών περιστατικών βίας στα οποία εκτίθενται, οι αστυνομικοί καταλήγουν να γίνονται managers της βίας καθώς η επιδίωξη του αποτελέσματος είναι σημαντικότερη από τον νόμο. Η διολίσθηση προς όλο και αυταρχικότερες «αυτονομημένες» αντιδράσεις στο πλαίσιο μιας γενικότερης κατασταλτικής πολιτικής, ειδικά σε περιόδους κοινωνικής έντασης ή και ταραχών, διευκολύνει αυτή τη μεταμόρφωση: το cowboy style policing γίνεται άτυπα ανεκτό (όταν δεν επιβραβεύεται, πάλι άτυπα, από τον ίδιο τον μηχανισμό της αστυνομίας) από τις υπόγειες αξίες που αναπτύσσονται στη νοοτροπία του προσωπικού της αστυνομίας ή μέρους του.
Δεύτερον, εκτός από τις ειδικές κατηγορίες προσωπικού, όπως οι ειδικοί φρουροί, το cowboy style policing χαρακτηρίζει και το τακτικό προσωπικό, καθώς εκτός από τη «φύση της δουλειάς» είναι οι ίδιοι οι κανονισμοί υπηρεσίας που αναπαράγουν στερεότυπα για «επικίνδυνες» ομάδες πληθυσμού, τους νέους, τους ανέργους και τους υπότροπους εγκληματίες (μία ανάγνωση και μόνον του ΠΔ 141/91 θα πείσει), σε αντιδιαστολή τόσο με το ίδιο το Σύνταγμα όσο και με τα πορίσματα της έρευνας και της επιστήμης. Ετσι το σύστημα αναπαραγωγής αστυνομικού προσωπικού είναι εξ ορισμού εγκλωβισμένο όχι μόνον σε απηρχαιωμένες αλλά και σε αντιδημοκρατικές νοοτροπίες. Δεν είναι επομένως η αστυνομική, παράνομη ή δυσανάλογη, βία αποτέλεσμα της ιδιαιτερότητας ενός αστυνομικού, αλλά είναι δομικό πρόβλημα που αφορά τον ίδιο τον θεσμό. Και επιπλέον αφορά ολόκληρη την κοινωνία καθώς θέτει υπό δοκιμασία τα δημοκρατικά ανακλαστικά της ίδιας αλλά και του πολιτικού συστήματος.
Τρίτον, οι αναφορές του απολογητικού υπομνήματος του δράστη στην αποκλίνουσα συμπεριφορά του Αλέξη, εκτός των άλλων, που έχουν ήδη από πολλούς σχολιαστεί σχετικά με τη μνήμη του παιδιού, προκαλούν πολύ σοβαρότερους προβληματισμούς σχετικά με το πώς οι ίδιοι οι αστυνομικοί ή τουλάχιστον ένα μέρος από αυτούς, αλλά και ένα μέρος της κοινωνίας, αντιλαμβάνονται τελικά τη διαδικασία ωρίμανσης των εφήβων: έτσι ακόμη και αν δεχόμασταν τους ισχυρισμούς αυτούς, θα καταλήγαμε ότι η αποβολή από το σχολείο, η κυκλοφορία στα Εξάρχεια, η συμμετοχή σε φασαρίες στα γήπεδα, αλλά ακόμη και η συμμετοχή σε αναρχικές ομάδες, ενσπείρουν τρόμο στους ίδιους τους αστυνομικούς, νομιμοποιούν την ακραία βία, ακόμη και τον φόνο. Παραλείπουμε βέβαια να σκεφθούμε ότι ένα ζωντανό παιδί, όχι μόνον της σημερινής γενιάς αλλά και παλαιότερων, είναι βέβαιο ότι κάτι από τα παραπάνω θα κάνει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του, κυρίως το να κυκλοφορήσει στα Εξάρχεια. Αυτές οι αντιλήψεις οδηγούν νομοτελειακά στην επαναφορά του Ν. 4000. Αυτό θέλουμε; Ενα από τα δομικά ζητήματα που προκύπτουν από αυτή την τραγική υπόθεση είναι ότι έχουμε βγάλει στους δρόμους μια νέα γενιά αστυνομικών οι οποίοι λειτουργούν (ή διατάσσονται να λειτουργούν) με αντιλήψεις που βλέπουν σε ένα παρελθόν το οποίο η ίδια η ιστορία έχει υπερβεί και η επιστήμη έχει θεωρήσει λάθος και αστυνομεύουν μια γενιά ανθρώπων που είναι το Μέλλον. Ας μην εκπλήσσονται λοιπόν μερικοί ούτε για την οργή ούτε για τις πέτρες: αυτή είναι η πεμπτουσία, αλλά και οι συνέπειες, της συντηρητικής στροφής της ελληνικής κοινωνίας. Ηρθε πρώτα με τους τοξικοεξατημένους και δεν αντιδράσαμε, μετά με τους μετανάστες και δεν αντιδράσαμε, και τώρα με τα παιδιά μας, τα παιδιά της μεσοαστικής Ελλάδας, και νιώθουμε αμήχανα και οργισμένοι. Εχουμε το δικαίωμα; Αν όχι, ας σεβαστούμε τη νεολαία μας.
Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.