ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ κανείς, αλήθεια, μέσα στα στενά όρια ενός άρθρου, να προσεγγίσει τη Ρωσία, αυτό «το αίνιγμα» που, κατά την τόσο εύστοχη φράση του Τσόρτσιλ,
«είναι τυλιγμένο μέσα σε ένα μυστήριο», μία χώρα για την οποία έχει χυθεί τόσο μελάνι και η οποία ακόμη απασχολεί καθημερινά
πληθώρα αναλυτών ανά τον κόσμο; Μία πιθανή απάντηση είναι να επιδείξει κανείς μία διεισδυτικότητα και ένα όραμα που να ξεφεύγουν από τη δουλική προσκόλληση στον συνηθισμένο τρόπο σκέψης. Διότι είναι γνωστό ότι, όταν προσπαθούμε να δημιουργήσουμε κάτι «καινούργιο», η υπερβολική εξάρτηση από το «παλαιό» περιορίζει τη φαντασία μας.
1Αν θέλει κανείς να ασχοληθεί με τη Ρωσία, θα πρέπει πρώτα να ξεκινήσει από την κατανόηση των βασικών ανασφαλειών της. Κάποιες από τις αιτίες τους είναι γνωστές· άλλες όμως δεν έχουν καταστεί ευρέως αντιληπτές. Ετσι, από τη μία πλευρά, είναι γνωστό το γεγονός ότι τρεις φορές στην πρόσφατη ιστορία της η Ρωσία δέχθηκε εισβολή από ξένες δυνάμεις, ήτοι από τον Ναπολέοντα, τον Κάιζερ και τον Χίτλερ, με τον τελευταίο να αφήνει πίσω του 27 εκατομμύρια νεκρούς, εκ των οποίων οι μισοί και πλέον ήταν άμαχος πληθυσμός. Από την άλλη, λιγότερο γνωστή είναι η ανασφάλεια που προκαλείται από την έλλειψη επακριβώς προσδιορίσιμων γεωγραφικών ορίων, τα οποία καθιστούν το ρωσικό έδαφος δύσκολα προστατεύσιμο από στρατιωτικής απόψεως. Κι αυτό διότι δεν έχει κάποια ποτάμια ως διαχωριστική γραμμή, όπως αυτή του Οντερ-Νάισε που χωρίζει τη Γερμανία από την Πολωνία· ούτε Αλπεις που να την περικυκλώνουν, όπως την Ελβετία· ούτε τα Πυρηναία να την αποκόπτουν από τον υπόλοιπο κόσμο· ούτε τα αγγλικά στενά να τής παρέχουν την ασφάλεια ενός νησιού. Στην έλλειψη αυτή σαφών φυσικών ορίων έρχεται να προστεθεί και η πληθώρα των εθνοτήτων που κατοικούν στην «αυτοκρατορία», οι οποίες καθιστούν τους εκάστοτε ρώσους άρχοντες ευάλωτους σε επαναστάσεις ή εξεγέρσεις. Επομένως, κατά το παρελθόν η όποια ανακούφιση μπορούσε να προέλθει κυρίως από την πρόσκτηση νέων εδαφών, τα οποία λειτουργούσαν σαν «προστατευτικό μαξιλάρι», σε συνδυασμό με ένα αυστηρώς συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα, το οποίο εξασφάλιζε τη συνοχή της αυτοκρατορίας. Είναι λογικό, λοιπόν, να κυνηγάει ακόμη τους Ρώσους ο φόβος απώλειας αυτού του «μαξιλαριού ασφαλείας» ή ενθάρρυνσης των εθνικών μειονοτήτων.
2Περαιτέρω, η Ρωσία δεν έχει ακόμη ανακάμψει πλήρως από την αδυναμία και την ανέχεια στην οποία είχε βυθιστεί κατά τη δεκαετία του 1990 και την οποία αρέσκονταν να υπερτονίζουν οι Αμερικανοί. Προφανώς, ουδείς Αμερικανός έκανε τον κόπο να αναλογιστεί πόσο επηρέασε μία αντίστοιχη ταπείνωση τους Γάλλους το 1871, τροφοδοτώντας τη διάθεση του γαλλικού έθνους για «εκδίκηση»· ούτε πόσο τραυμάτισε τον γερμανικό ψυχισμό η Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919. Ισως τώρα που τα μέλη της απελθούσας ηγεσίας της Αμερικής θα περιοριστούν πλέον στην επίβλεψη των απομνημονευμάτων τους, είναι χρήσιμο να στοχαστούν για λίγο πάνω στον πίνακα του Βελάσκεθ«Η παράδοση της Μπρέντα» και να διερωτηθούν γιατί αυτός ο μεγάλος ζωγράφος απεικονίζει τον Κόμη Σπινόλα να υποκλίνεται με τόση ευγένεια τη στιγμή που δέχεται από τον ηττημένο αντίπαλό του τα κλειδιά της παραδομένης πόλης. Επειδή, υποθέτω, η απερχόμενη αμερικανική ηγεσία δεν θα μπει καν σε αυτόν τον κόπο, για μένα η απεικόνιση αυτή συμβολίζει ότιτο να μάθει κανείς να συμπεριφέρεται σαν νικητής μπορεί να είναι εξίσου σημαντικό με την ίδια τη νίκη. 3Τρίτον, εμείς στον υπόλοιπο κόσμο φοβόμαστε τη Ρωσία, επειδή έχουμε την εντύπωση ότι είναι πιο δυνατή απ΄ ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Το λάθος αυτό διέπραξαν κατά το παρελθόν οι Οθωμανοί, οι Βρετανοί και οι Γερμανοί. Για να είμαστε απολύτως ακριβείς: ουδείς αμφιβάλλει ότι στις μέρες μας η Ρωσία διαθέτει ένα διόλου ευκαταφρόνητο πυρηνικό οπλοστάσιο· συγχρόνως δε, η ιδιότητά της ως μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας τής δίνει τη δυνατότητα άσκησης σημαντικής εξουσίας και επιρροής. Ωστόσο, οι πυρηνικοί πύραυλοι δεν χρησιμοποιούνται εύ κολα από κράτη με ιστορική παράδοση. Διότι αυτά, σε αντίθεση με κάποιους επικίνδυνους νέους κατόχους πυρηνικών, κατανοούν βαθιά το ενδεχόμενο ενός αμοιβαίου ολέθρου. Η πεντηκονταετής ειρήνη που ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βασίστηκε σε μια διαρκή κατανόηση της σημασίας της αμοιβαίας αποτροπής. Αλλά και πέραν του πεδίου της πυρηνικής σύγκρουσης, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η Ρωσία αποτελεί μία πραγματική και επικείμενη απειλή για τη Δύση; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι και τόσο προφανής δεδομένου ότι: α) μεγάλο τμήμα του τακτικού στρατού της Ρωσίας είναι παλαιό (αυτό ισχύει ιδίως για το ναυτικό της)· β) μολονότι το οικονομικό αποθεματικό της είναι ακόμη αρκετά υψηλό (διολίσθησε πρόσφατα στα 450 δισεκατομμύρια δολάρια όταν η χώρα δαπάνησε γύρω στα 200 δισεκατομμύρια δολάρια για να στηρίξει το πιστωτικό της σύστημα τον περασμένο Αύγουστο), ο προϋπολογισμός της είναι ελλειμματικός, ενώ το ρούβλι είναι αδύναμο, εν μέρει λόγω της πρόσφατης πτώσης των τιμών του πετρελαίου· και γ) ο μειούμενος πληθυσμός της υποδηλώνει μακροπρόθεσμο δημογραφικό πρόβλημα.
4Παρά τα στοιχεία αυτά, αρκετοί θα μπορούσαν να επισημάνουν ότι η Ρωσία του Πούτιν παραμένει απρόβλεπτα επικίνδυνη και γι΄ αυτό δεν θα πρέπει να την εμπιστεύεται κανείς. Η πρόσφατη πονηρή ανάμειξή της στη Νότια Αμερική θα μπορούσε να στηρίξει αυτή τη δυσπιστία. Ωστόσο, προσεκτικοί παρατηρητές δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι η ρωσική αυτή ανάμειξη ήρθε ως «αντίθεση» στην αιφνίδια «θέση» του Σαακασβίλι στη Νότια Οσετία, μία κίνηση που κατέστρεψε μεμιάς δέκα χρόνια προσεκτικών χειρισμών των διεθνών εταιρειών πετρελαίου. Ετσι, όταν ο Πούτιν αποφάσισε να κινηθεί πονηρά στην πίσω αυλή του Μπους, κατ΄ ουσίαν απλώς ανταπέδιδε την προηγούμενη φιλοφρόνηση του αμερικανού προέδρου… Αν υπάρχει δε κάποια διαφορά στη συμπεριφορά μεταξύ των δύο αντιπάλων, είναι ότι η ανάμειξη στην Κεντρική και Νότια Αμερική είναι λιγότερο δαπανηρή σε σχέση με την ανάμειξη στον Καύκασο, όπως δείχνει ο λογαριασμός των 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων που ήδη έστειλε ο Σαακασβίλι στην Αμερική και στην Ευρώπη! 5Το μεγαλύτερο εμπόδιο στην προσπάθεια προσέγγισης της σύγχρονης Ρωσίας είναι η φρικτή κληρονομιά της σταλινικής εποχής. Εν τούτοις, ας μην ξεχνάμε ότι στους ρώσους διανοουμένους χρωστάμε εν τέλει το ότι γνωρίζουμε σε βάθος αυτή τη σκοτεινή εποχή· και το θεωρώ αυτό ένα δείγμα τού ότι υπάρχουν πολλά καλά και υγιή στοιχεία στον ρωσικό χαρακτήρα.
6Παρ΄ όλα αυτά, γιατί το «διαβολικό» παρελθόν της Ρωσίας παραμένειπολιτικάτόσο εντονότερα χαραγμένο στη συλλογική μας μνήμη σε σχέση με τα συγκρίσιμα εγκλήματα της ναζιστικής Γερμανίας και της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας; Μήπως αυτό οφείλεται στο ότι η Ρωσία παραμένει μία στρατιωτική απειλή; Ή μήπως στο ότι εξακολουθούμε να εντοπίζουμε σε αυτή δείγματα δημοκρατικού ελλείμματος στο επίπεδο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικονομικών διαδικασιών; Υπαινίχθηκα ήδη τις αμφιβολίες μου ως προς το αν ισχύει ακόμη το πρώτο, αλλά αμφιβάλλω παράλληλα και για την ισχύ του δευτέρου. Διότι, μολονότι στα σαράντα και πλέον χρόνια της ακαδημαϊκής μου σταδιοδρομίας παραμένω σταθερά θιασώτης της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, θεωρώ συγχρόνως ότι το δικαίωμα ενός έθνους να προσδιορίζει το καθεστώς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενός άλλουκράτους πρέπει να ασκείται με ιδιαίτερο δισταγμό, δεδομένου ότι υπάρχει ο κίνδυνος να παραβιαστεί η εξίσου σημαντική αρχή της κρατικής κυριαρχίας. Και δεν θέλω να προσθέσω εδώ τίποτε για τη γνωστή υποκρισία των πολιτικών- μία ασθένεια που προσβάλλει ιδίως τους υπουργούς Εξωτερικών…-, η οποία τους επιτρέπει να κλείνουν τα μάτια σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν αυτές διαπράττονται από τους πολιτικούς τους συμμάχους.
Τα όσα εξέθεσα παραπάνω με κάνουν να κλίνω υπέρ της άποψης ότι η απειλή που φαίνεται να παριστά η σύγχρονη Ρωσία εσκεμμένα υπερτονίζεται από εκείνους που επιχειρούν να βρουν προφάσεις για να την επαναφέρουν στην προηγούμενη αδύναμη κατάσταση, που τους βόλευε περισσότερο. Με άλλα λόγια, πιστεύω ότι αυτοί που βλέπουν τη Ρωσία σαν έναν πραγματικό και επικείμενο κίνδυνο, θα αντιμετώπιζαν μεγάλες δυσκολίες αν καλούνταν να παράσχουναδιάσειστα στοιχείαπροκειμένου να στηρίξουν τους ισχυρισμούς τους. Αν όντως είναι έτσι, τότε η διαφωνία μας λαμβάνει απλώς τη μορφή μιας διάστασης απόψεων, η οποία και μπορεί να επιλυθεί μόνον αν παίξουμε με τον νόμο των πιθανοτήτων. Ωστόσο, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, δεν πιστεύω ότι οι μεγάλες αποφάσεις στην Ιστορία ελήφθησαν ποτέ με βάση τη θεωρία των πιθανοτήτων. Και αναμφίβολα πλέον πλησιάζουμε σε μια στιγμή όπου θα πρέπει να ληφθούν μεγάλες αποφάσεις.
*Την Τρίτη: Η ανάγκη να κάνουμε μια νέα αρχή με τη Ρωσία. Ο Sir Βασίλειος Μαρκεζίνης είναι τακτικό μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας, αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Αθηνών, Γαλλίας, Ρώμης, Βελγίου, Ολλανδίας και νομικός σύμβουλος (επί τιμή) της Βασίλισσας της Αγγλίας.