Την ώρα που οι Γερμανοί υπερηφανεύονται για τα κατορθώματα του Ντιρκ Νοβίτσκι και οι Ισπανοί αφιερώνουν ολόκληρες σελίδες για τον κορυφαίο μπασκετμπολίστα της Ιβηρικής Χερσονήσου Πάου Γκασόλ, το ΝΒΑ δείχνει… αφιλόξενο προς τους Ελληνες, οι οποίοι τόλμησαν κατά καιρούς το υπερατλαντικό ταξίδι ή ακόμη το… παλεύουν ώστε να παραμείνουν εγγεγραμμένοι στο καλύτερο πρωτάθλημα μπάσκετ του κόσμου! Μετά τον Αντώνη Φώτση, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος γηγενής έλληνας καλαθοσφαιριστής που κυνήγησε το περίφημο «american dream» και αγωνίστηκε στους Μέμφις Γκρίζλις την περίοδο 2001-2002, και τον Ευθύμη Ρεντζιά, που άφησε τη σιγουριά της Μπαρτσελόνα για τους Φιλαδέλφεια Σίξερς (2002-2003), άλλα δύο ελληνόπουλα, ο Βασίλης Σπανούλης πρωτίστως και ο Ανδρέας Γλυνιαδάκης δευτερευόντως προσπαθούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των Αμερικανών έχοντας μέχρι στιγμής πενιχρή παρουσία στους αγώνες των Χιούστον Ρόκετς και των Σιάτλ Σουπερσόνικς αντιστοίχως. Οι τελευταίοι μάλιστα απέπεμψαν προ ημερών τον Γλυνιαδάκη, ενώ ο «Kill Bill» φέρεται να είναι ιδιαίτερα απογοητευμένος από τη γενικότερη στάση του προπονητή του κ. Τζεφ βαν Γκάντι, τη στιγμή που οι μη Αμερικανοί στο ΝΒΑ έχουν φτάσει τους… 83, αριθμός


-ρεκόρ στην ιστορία του πρωταθλήματος!


Το ΝΒΑ δεν είναι ένα πρωτάθλημα που απαρτίζεται μόνο από πρωτοκλασάτους (μη Αμερικανούς) αθλητές όπως ο Γερμανός Ντιρκ Νοβίτσκι, ο Ισπανός Πάου Γκασόλ ή ο Αργεντινός Μανού Τζινόμπιλι (συν την αμερικανική αφρόκρεμα του παγκοσμίου μπάσκετ Κόμπι Μπράιαντ, Λεμπρόν Τζέιμς ή Καρμέλο Αντονι) αλλά και από ένα κάρο μπασκετμπολίστες οι οποίοι έχουν γεννηθεί ή κατάγονται από τις πιο… απίθανες χώρες του κόσμου! Από την Αυστραλία και τη Γουιάνα ως την Ελβετία και το Κονγκό! Ελληνες όμως βρίσκει κανείς με το σταγονόμετρο και το ερώτημα που γεννάται είναι εύλογο: Γιατί όλοι οι άλλοι καταφέρνουν να επιβιώσουν ενώ οι δικοί μας όχι; Για να δοθούν βέβαια σαφείς απαντήσεις, οι τέσσερις περιπτώσεις των ελλήνων παικτών θα πρέπει να αναλυθούν ξεχωριστά. Γιατί καθεμία κρύβει τα δικά της μυστικά και ιδιαιτερότητες και θα ήταν ριψοκίνδυνο το να επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε το φαινόμενο σφαιρικά με γενικευμένες διαπιστώσεις.


* Πού είναι ο παίκτης που κατατρόπωνε τους Αμερικανούς;


Θα περίμενε κανείς ότι οι 22 πόντοι του λαρισαίου γκαρντ στον ημιτελικό Ελλάδας – ΗΠΑ στη Σαϊτάμα της Ιαπωνίας θα άνοιγαν διάπλατα τις πόρτες εξασφαλίζοντάς του εγγυημένο χρόνο συμμετοχής στους αγώνες του ΝΒΑ. Αμ δε! Εδώ δεν κατάφερε να παίξει την πρώτη χρονιά ολόκληρος Νοβίτσκι! Θέλετε και άλλες περιπτώσεις; Ο αείμνηστος Ντράζεν Πέτροβιτς είχε δεινοπαθήσει στην παρθενική χρονιά του στο Πόρτλαντ, ενώ ο νυν βασιλιάς του ευρωπαϊκού μπάσκετ Σαρούνας Γιασικεβίτσιους «φυτοζωεί» ως ο τελευταίος τροχός της αμάξης στους Ιντιάνα Πέισερς. Η «Rookie season» (πρώτη χρονιά) στο ΝΒΑ ισοδυναμεί με το… κουβάλημα βαλιτσών των παλαιοτέρων, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για έναν αθλητή 24 ετών, ο οποίος έπαιξε μπάσκετ υψηλού επιπέδου μόνο για έναν χρόνο στον Παναθηναϊκό. Επιπροσθέτως ο προπονητής των Ρόκετς σιχαίνεται τα λάθη και ο Βασίλης Σπανούλης υπέπεσε σε… οκτώ στον τελευταίο φιλικό αγώνα του Χιούστον και σε πέντε στην αναμέτρηση, στην οποία ουσιαστικά… διέπρεψε σημειώνοντας ρεκόρ συμμετοχής (23 λεπτά) και πόντων (13).


Η διαπίστωση του προπονητή του ήταν αφοπλιστική: «He is a turnover machine», τουτέστιν «αυτός είναι μηχανή λαθών»! Το αποτέλεσμα; Στους τελευταίους 18 αγώνες των Ρόκετς (δεν υπολογίζεται ο χθεσινός με τους Ντένβερ Νάγκετς) ο Σπανούλης αγωνίστηκε συνολικά οκτώ λεπτά και αυτό – σε συνδυασμό με τον έντονο προβληματισμό και την απογοήτευσή του – γέννησε τα γνωστά σενάρια περί επιστροφής του στην Ελλάδα και περί ενδιαφέροντος των δύο «αιωνίων» Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού, αλλά και της Μπαρτσελόνα. Πάντως ο γενικός διευθυντής των Ρόκετς κ. Κάρολ Ντόσον έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι «ο Σπανούλης έχει εγγυημένο συμβόλαιο στο Χιούστον και δεν παραχωρείται ούτε πρόκειται να τον ανταλλάξουμε παραχωρώντας τον σε κάποια άλλη ομάδα του ΝΒΑ. Γνωρίζω ότι είναι στενοχωρημένος επειδή δεν παίζει αλλά δεν χάνουμε την πίστη μας για αυτόν. Μιλάμε μαζί του και του δίνουμε κουράγιο εξηγώντας του ότι θα πρέπει να συνεχίσει να δουλεύει σκληρά και ότι θα έχει και άλλες ευκαιρίες».


Ποια είναι η άποψη του «Kill Bill»; «Το Βήμα» επικοινώνησε μαζί του και ιδού η εξομολόγησή του: «Πώς να μην είμαι στενοχωρημένος; Κάθε παίκτης θέλει να αγωνίζεται. Το ίδιο και εγώ. Θα δω πώς θα εξελιχθεί η εφετινή χρονιά και μετά βλέπουμε. Αυτή τη στιγμή δεν θα ήθελα και δεν πρέπει να πω κάτι άλλο»…


* Η συμβουλή του ομοιοπαθούς Ρεντζιά


Και ενώ κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Σπανούλης εξουσιοδότησε τον μάνατζέρ του να συζητήσει με τη διοίκηση των Ρόκετς προκειμένου να βρεθεί άμεσα μια λύση, ο Ευθύμης Ρεντζιάς, ο οποίος το καλοκαίρι του 2006 ανακοίνωσε την οριστική αποχώρησή του από την ενεργό δράση, συμβουλεύει τον διεθνή γκαρντ «να κάνει υπομονή! Είναι πολύ νέος, έχει υπογράψει αξιόλογο συμβόλαιο και απλώς χρειάζεται χρόνο για να προσαρμοστεί στις συνθήκες του ΝΒΑ και στον αμερικανικό τρόπο ζωής. Θα πρέπει να καταλάβει ότι οι Ρόκετς δεν τον απέκτησαν για σταρ αλλά γιατί η χρονιά είναι μεγάλη και θα τον χρειαστούν σίγουρα. Η εύκολη λύση θα ήταν να γυρίσει στην Ελλάδα αλλά εγώ πιστεύω ότι πρέπει να το παλέψει. Είναι μαχητής και πρέπει να αποδείξει ότι αξίζει να βρίσκεται στο ΝΒΑ, το οποίο σημαίνει… timing και συγκυρίες».


Την περίοδο 2002-2003 ο Ρεντζιάς αγωνίστηκε σε 35 ματς των Σίξερς αλλά… «εγώ πήγα αργά στο ΝΒΑ. Θα μπορούσα να το είχα κάνει έξι χρόνια νωρίτερα, όταν οι Ντένβερ Νάγκετς με είχαν επιλέξει στο Νο 23 του ντραφτ το 1996. Στη συνέχεια, λειτουργώντας συναισθηματικά, προτίμησα να μην αφήσω την Μπαρτσελόνα, η οποία μου είχε φερθεί άψογα καταβάλλοντας πάρα πολλά χρήματα στον ΠΑΟΚ για την αποδέσμευσή μου και με αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή. Οταν πήγα στη Φιλαδέλφεια, είχε ήδη πραγματοποιηθεί η ανταλλαγή του Μουτόμπο που έφερε στους Σίξερς δύο ψηλούς, τον Βαν Χορν και τον Μακ Κάλογκ, οι οποίοι αμείβονταν με δέκα εκατομμύρια δολάρια έκαστος. Αν προσθέσετε τους βετεράνους Κόλεμαν και Σκίνερ, μπορείτε να καταλάβετε γιατί εγώ δεν χωρούσα στην ομάδα. Για αυτό λέω ότι το ΝΒΑ είναι και συγκυρίες».


* «Επρεπε να προσπαθήσω παραπάνω!»


Οταν δέχθηκε το τηλεφώνημα του «Βήματος» στο σπίτι όπου μένει στη Μόσχα, ο άσος της Ντιναμό και της εθνικής ομάδας Αντώνης Φώτσης είχε όρεξη για αυτοκριτική. «Πιστεύω ότι θα μπορούσα να προσπαθήσω περισσότερο ώστε να καθιερωθώ στο ΝΒΑ. Οταν σε ηλικία 20 ετών έφυγα από τον Παναθηναϊκό για να υπογράψω στους Μέμφις Γκρίζλις, ήθελα απλώς να παίξω με τους καλύτερους μπασκετμπολίστες του κόσμου. Αυτό προφανώς δεν αρκούσε!» εξομολογήθηκε ο χαρισματικός φόργουορντ, ο οποίος βάσει σωματικών προσόντων θα μπορούσε να παραμείνει στο ΝΒΑ, ωστόσο το επόμενο καλοκαίρι επανεντάχθηκε στο ρόστερ του Τριφυλλιού.


Οσο για το κεντρικό ερώτημα σχετικά με τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζουν οι έλληνες παίκτες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Φώτσης επεσήμανε: «Δεν θα πρέπει να το βλέπετε έτσι, γιατί δυσκολίες αντιμετωπίζουν όλοι οι Ευρωπαίοι και όχι μόνο οι Ελληνες. Είναι θέμα χαρακτήρα του κάθε παίκτη και ταχύτητας προσαρμογής. Ελάχιστοι πάντως κατάφεραν να παίξουν από τον πρώτο χρόνο στο ΝΒΑ και δεν το λέω αυτό ως δικαιολογία. Οπως προείπα, έπρεπε να προσπαθήσω περισσότερο»…


* Πολυτέλεια τα… 2,16 μ. του Γλυνιαδάκη!


Η περίπτωση του Ανδρέα Γλυνιαδάκη είναι και αυτή ιδιάζουσα και ομολογουμένως αξίζουν συγχαρητήρια στον χανιώτη σέντερ για την εμμονή του να προσπαθεί να επιβιώσει ανάμεσα στα θηρία του ΝΒΑ ενώ ο Αρης περιμένει στο… ακουστικό του! Ασφαλώς τα 2,16 εκατοστά του κορμιού του δεν είναι δυνατόν να μην κεντρίσουν το ενδιαφέρον των αμερικανών σκάουτερ και σύμφωνα με δήλωσή του στο «Βήμα» (από το σπίτι του στο Σιάτλ)… «θα περιμένω άλλες 20 ημέρες στις ΗΠΑ μήπως μου προσφέρουν κάποιο συμβόλαιο. Ειδάλλως θα σκεφθώ τι θα πράξω και δεν αποκλείεται αν δεν βρω δουλειά στο ΝΒΑ να επιστρέψω στην Ελλάδα. Να ξέρετε όμως ότι αισθάνομαι πολύ βελτιωμένος σε σχέση με τον Ανδρέα που αγωνιζόταν πριν από δύο χρόνια στην ΑΕΚ και όλη αυτή η περιπέτεια με έχει ευεργετήσει».


Οσο για την απορία που δημιουργείται σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ο ίδιος και οι συμπατριώτες του στις ΗΠΑ, ο 25χρονος σέντερ υπήρξε ρεαλιστής δίνοντας την εξήγησή του. «Οι διαφορές του ΝΒΑ με το ευρωπαϊκό μπάσκετ είναι τεράστιες. Εδώ ενδιαφέρονται για το θέαμα, οι παίκτες είναι πιο αθλητικοί και οι ομάδες – δεν λέω ότι δεν νοιάζονται για τη νίκη αλλά – ίσως να ενδιαφέρονται περισσότερο για τα ατομικά χαρακτηριστικά των αθλητών, που αποτελούν κριτήριο για την επιλογή τους. Στις ΗΠΑ τα πάντα είναι… score, pass, steal. Κοινώς αγωνίζονται όσοι ξέρουν να σκοράρουν, να πασάρουν και να κάνουν κλεψίματα. Οι αριθμοί στο ΝΒΑ είναι το παν!» κατέθεσε την άποψή του ο διεθνής σέντερ, ο οποίος πρόλαβε να παίξει σε 13 αγώνες των Σόνικς.


Συνοψίζοντας, το ΝΒΑ δεν είναι καθόλου εύκολο! Οσο και αν κάποιοι (ανάμεσά τους και ο προπονητής του Παναθηναϊκού κ. Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς) υποστηρίζουν ότι το αληθινό μπάσκετ παίζεται στην Ευρώπη, το αμερικανικό πρωτάθλημα φιλοξενεί τους καλύτερους παίκτες του κόσμου. Και εδώ κρύβεται το μεγάλο μυστικό! Ο Φώτσης του 2001, ο Ρεντζιάς του 2002, ο Γλυνιαδάκης του 2006 (που δεν έπαιξε ποτέ βασικός ούτε στην ελληνική Α1 πλην ελαχίστων εξαιρέσεων), ακόμη και ο πολλά υποσχόμενος Σπανούλης δεν ήταν οι καλύτεροι πρεσβευτές του ελληνικού μπάσκετ στο ΝΒΑ. Και όσο π.χ. ο Παπαλουκάς ή ο Διαμαντίδης αρνούνται να μπουν στο αεροπλάνο – για τους δικούς τους λόγους και προφανώς γιατί στην Ευρώπη υπογράφουν τριπλάσια και τετραπλάσια συμβόλαια από ό,τι στις ΗΠΑ – θα αιωρείται η εκτίμηση (ή μήπως ο μύθος;) ότι οι Ελληνες δεν αντέχουν στο ΝΒΑ!