Σε μια αλλόκοτη φιλοσοφική κουζίνα μάς μυεί η καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Λουγκάνο Φραντσέσκα Ριγκότι προσπαθώντας να γεφυρώσει το χάσμα που χωρίζει αιώνες τώρα ύλη και πνεύμα. Παράδοξο εκ πρώτης όψεως το εγχείρημα, πλην επιτυχημένο: οι ιδέες αποκτούν γεύση γαργαλιστική και το φαγητό μια ξεχωριστή θέση στον φιλοσοφικό στοχασμό. Η συγγραφέας δεν δυσκο- λεύτηκε να τεκμηριώσει το υλικό της. Ετσι μαθαίνουμε ότι μετά το πρωινό (το οποίο συνήθως κατανάλωνε γύρω στις πέντε το πρωί) ο γερμανός φιλόσοφος Καντ συνήθιζε να «τιμά» δεόντως και το γεύμα, στο οποίο έκανε κατάχρηση μουστάρδας αλλά και βουτύρου, που πρόσθετε αφειδώς σε κρέατα και λαχανικά. Πάντως το αγαπημένο του πιάτο ήταν ο παστός μπακαλιάρος, τον οποίο ποτέ δεν χόρταινε – ακόμη και όταν είχε τελειώσει το φαγητό του, θεωρούσε πως θα μπορούσε να έχει φάει ακόμη ένα «βαθύ» πιάτο αυτού του θεϊκού εδέσματος. Μία ακόμη χαριτωμένη λεπτομέρεια είναι ότι ο Καντ, ενάντια στην πρωσική φύση του, συνήθιζε να σχολιάζει τα πιάτα, ακριβώς όπως οι Γάλλοι ή οι Ιταλοί, και μάλιστα συχνά με περιφρονητική διάθεση. Μπορεί τα γεγονότα της εποχής του να ήταν εξόχως δραματικά, εκείνος όμως στο τραπέζι δεν μιλούσε για τίποτε άλλο πέρα από τα μικρά μυστικά ενός καλού γεύματος και κρατούσε με εξονυχιστική ακρίβεια σημειώσεις για κάθε πιάτο που τον ενδιέφερε. Αν πάλι βρισκόταν στο σπίτι φίλων ή στο εστιατόριο, έβαζε να του εξηγήσουν τον τρόπο προετοιμασίας των πιάτων με τέτοια εμμονή που ο συγγραφέας Χίπελ αστειευόταν μαζί του λέγοντας ότι αργά ή γρήγορα θα κατέληγε να συγγράψει μια Κριτική της μαγειρικής τέχνης.


Ομελέτα με δώδεκα αβγά


Στον αντίποδα του Καντ βρίσκεται ο μαρκήσιος Κοντορσέ, ο λεγόμενος και «φιλόσοφος των γυναικών» – επειδή δεν πίστευε ότι οι γυναίκες θα έπρεπε να περνούν τη ζωή τους στην κουζίνα και να αντλούν από αυτήν την τιμή τους -, ο οποίος, όμως, όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα, δεν είχε δει το δωμάτιο με τις χύτρες και τα τεντζερεδικά ούτε ζωγραφιστό. Κυνηγημένος από τους Ιακωβίνους, καθώς συμμεριζόταν τις μετριοπαθείς απόψεις των Γιρονδίνων, ο Κοντορσέ ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 1794 απομακρύνθηκε από την παρισινή κατοικία όπου είχε βρει καταφύγιο και, αφού περιπλανήθηκε ώρες στις εξοχές γύρω από την πρωτεύουσα, κατέληξε εξαντλημένος σε ένα ταβερνείο και ζήτησε κάτι για να στυλωθεί στα πόδια του. Ο ταβερνιάρης τού πρότεινε ομελέτα και, όταν τον ρώτησε «Με πόσα αβγά τη θέλετε;», εκείνος ο άμοιρος απάντησε διστακτικά «… Δώδεκα;». Η απάντηση σε συνδυασμό με τα αβρά και αριστοκρατικά χέρια του Κοντορσέ τον έβαλε σε υποψίες και, αφού τον κλείδωσε σε ένα δωμάτιο, κάλεσε τους (ιακωβίνους) χωροφύλακες να τον συλλάβουν. Η περιπέτεια αποδείχθηκε τελικά μοιραία για τη ζωή του μαρκησίου Κοντορσέ και το ηθικό δίδαγμα που απορρέει από αυτήν είναι ότι, όσο χυδαία και αν φαίνεται σε κάποιον η ύλη, σοφό θα ήταν να έχει μια έστω και επιδερμική επαφή μαζί της.


Οι αρχαίοι Ελληνες, φέρ’ ειπείν, γνώριζαν και είχαν περί πολλού αυτή τη διαλεκτική σχέση. Ο Πίνδαρος έλεγε για την ποίησή του ότι προσέφερε τροφή, ότι το λυρικό του έργο ήταν ένα τερπνό ποτό και το τραγούδι του (μέλος) τού φαινόταν, μέσα στο παιχνίδι των συνηχήσεων, γλυκό σαν το μέλι. Ορισμένα μάλιστα λογοτεχνικά είδη εκφράζονταν στην κλασική αρχαιότητα με μαγειρικές μεταφορές. Η «σάτιρα» είχε την έννοια του πιάτου που έχει σχηματιστεί από διάφορα υλικά, της «ποικιλίας», ενώ η «φάρσα» παραπέμπει στην ιδέα της γέμισης και αρχικά υποδήλωνε ένα μικρό κωμικό ιντερλούδιο το οποίο «γέμιζε» μια σοβαρή παράσταση. Ολα τα παραπάνω βέβαια φανερώνουν την ιδέα ότι μάγειροι και λογοτέχνες είναι τεχνίτες που παράγουν ένα ευχάριστο μείγμα για να το προσφέρουν στο στόμα ή στη διάνοια προκειμένου να ικανοποιήσουν την πείνα των λεξιφάγων. Ο αττικός κωμωδιογράφος Αθηνίων, πάντως, προχωρεί ένα βήμα παραπέρα εισάγοντας στην κωμωδία του Σαμοθράκες τον χαρακτήρα ενός μαγείρου ο οποίος (όχι χωρίς σκωπτική και ειρωνική διάθεση) διατείνεται ότι ο πολιτισμός μας χρωστάει τα πάντα στη μαγειρική τέχνη. Η διαδικασία του εκπολιτισμού, λέει, ξεκίνησε με το σφάξιμο της πρώτης κατσίκας και εξελίχθηκε με την εισαγωγή του αλατιού και των μπαχαρικών, την ανακάλυψη όλο και πιο επεξεργασμένων τροφών, όπως οι χορτόσουπες, το ψητό ψάρι, το σιμιγδάλι ή το μέλι. Ηταν η ιδιοφυΐα του μαγείρου αυτή που εξύψωσε την ανθρωπότητα από την αρχική πρωτόγονη κατάσταση της αγριότητας και την εισήγαγε στον πολιτισμένο βίο μέσω των σπουδαίων επινοήσεων της μαγειρικής τέχνης.


Ο ρήτορας και ο μάγειρος


Ωστόσο υπήρχε ένας αρχαίος έλληνας φιλόσοφος που θεωρούσε ότι η μαγειρική δεν είναι τέχνη επειδή δεν διαθέτει καμία γνώση της φύσης του υποκειμένου στο οποίο απευθύνεται με τις συμβουλές της ούτε της φύσης των πραγμάτων που συμβουλεύει. Ο ρήτορας και ο μάγειρος είναι πρόσωπα ικανά μόνο για να κολακεύουν με τις ηδονές την ψυχή και τον ουρανίσκο, σε αντίθεση με τον πολιτικό και τον γιατρό, οι οποίοι επιδιώκουν το αληθινό καλό της ψυχής και του σώματος. Στον διάλογό του Γοργίας ο Πλάτωνας παραθέτει τον παρακάτω διάλογο ανάμεσα στον Σωκράτη και στον Πώλο. Σωκράτης: Ρώτησέ με, τότε, τι είδους τέχνη θεωρώ τη μαγειρική. Πώλος: Σε ρωτώ, λοιπόν, τι είδους τέχνη είναι η μαγειρική; Σωκράτης: Δεν είναι καθόλου τέχνη, Πώλε. Πώλος: Αλλά τι είναι; Πες μου. Σωκράτης: Λέω πως είναι κάποια εμπειρία. Πώλος: Ποια; Λέγε. Σωκράτης: Λέω πως είναι εμπειρία της δημιουργίας ευχαρίστησης και ηδονής, Πώλε. Μιας εμπειρίας, βέβαια, που έχει ανάγκη το στόμα για να τη διαμεσολαβήσει. Σε αυτό το όργανο, κατά τον Χέγκελ, αναμειγνύονται «από τη μία ο λόγος και τα φιλιά και από την άλλη η βρώση, η πόση και το φτύσιμο». Ο ελληνικός λόγος που δημιούργησε τον κόσμο, λέει η Ριγκότι, γεννιέται στο στόμα, όπως στο στόμα γεννιέται και ο λόγος που δημιούργησε τον Χριστό, αφού ο ευαγγελισμός δεν είναι παρά μια σύλληψη μέσω του λόγου. Η Παναγία δέχεται τον ευαγγελισμό του Πνεύματος, απορροφά τις λέξεις, καθίσταται έγκυος και γεννά τον Ιησού. Ακριβώς όπως οι Πυθίες και οι Σίβυλλες της κλασικής ελληνικής παράδοσης ή οι γνωστικές μάντισσες και οι συμμετέχοντες στα ορφικά μυστήρια δέχονταν το πνεύμα, τον λόγο, μέσα στα σπλάχνα τους και πλήρεις ενθουσιασμού γεννούσαν όχι παιδιά αλλά λόγους προφητικούς, όπως εκείνους που κατάπιε ο Ιεζεκιήλ τρώγοντας το θεϊκό ειλητάριο. Εισχωρώντας από το στόμα και γλιστρώντας στον λάρυγγα, στον φάρυγγα και στον οισοφάγο, οι λέξεις πέφτουν μέσα στο δοχείο του σώματος και του νου προκειμένου να καταποθούν, να καταβροχθιστούν, να αφομοιωθούν.


Ωστόσο, κατά την αντι-χωνευτική φαινομενολογία του Χούσερλ, το να γνωρίζεις είναι «το να αποκόπτεσαι από τα υγρά γαστρικά μύχια» του σκοτεινού σπηλαίου των στομαχιών εκείνων που αντιλαμβάνονται τη γνώση ως κατοχή, είναι το να βλέπεις τα πράγματα με την καθαρότητα του κεραυνού, στον καθαρό αέρα, έξω από τη συνείδηση. Την ίδια αποστροφή προς την πεπτική φιλοσοφία αισθανόταν και ο Σαρτρ επειδή του φαινόταν ότι καταπίνει την πραγματικότητα στερώντας την από τον συμπαγή και πραγματικό της χαρακτήρα και οδηγώντας την σε μια ισοπεδωτική και ευτελιστική γνωστική αφομοίωση. Πάντως φαίνεται πως ο ίδιος δεν είχε και τόσο καλή σχέση με το φαγητό αν αναλογιστούμε ότι εξαιτίας της μποέμικης ζωής που έκανε έτρωγε σχεδόν πάντα στα παρισινά μπιστρό. Ισως και επειδή η σύντροφός του Σιμόν ντε Μποβουάρ δεν επεδείκνυε στην κουζίνα την ίδια ικανότητα με τη Χάνα Αρεντ, η οποία γκρίνιαζε πως όταν καλούσε κάποιους για φαγητό εκείνοι παίνευαν τα φιλοσοφικά της έργα και δεν έλεγαν κουβέντα για τον αξιομνημόνευτο ζήλο με τον οποίο είχε ετοιμάσει τα διάφορα πιάτα. Τελικά, φαίνεται ότι πραγματικά είμαστε ό,τι τρώμε…