Οταν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο όγκος του υψώθηκε στην Πάρνηθα, στο «άσπιλο» ως τότε βουνό της Αττικής, η Αθήνα χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα: στους ένθερμους υποστηρικτές και στους φανατικούς πολέμιους τού μεγαλειώδους κατά τους μεν, εκτρώματος κατά τους δε επώνυμους και ανώνυμους πολίτες. Το Μον Παρνές ωστόσο είχε πετύχει τον σκοπό του, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, ανάλογα από τη σκοπιά που το έβλεπε ο καθένας. Σήμερα, 46 χρόνια αργότερα, πλην των πιστών της θεάς Τύχης δεν το επισκέπτεται κανείς. Αλλωστε διατηρείται σε χρήση λιγότερο από το μισό του κτιρίου και μόνο για τις ανάγκες λειτουργίας του καζίνου. Το υπόλοιπο αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά στατικά προβλήματα, όπως εμφανώς μαρτυρεί και η κλίση που έχει πάρει ένα τμήμα του οικοδομήματος. Το πράσινο φως για την αναστροφή της κατάστασης δίνει τώρα η απόφαση για την κήρυξη αυτού του αρχιτεκτονικού έργου του Παύλου Μυλωνά (1915-2005) ως διατηρητέου μνημείου. Με τον τρόπο αυτόν αποκλείεται η κατεδάφιση του Μον Παρνές και αντίθετα διασφαλίζεται η διατήρησή του στον χρόνο. Από την άλλη πλευρά η ιδιοκτήτρια εταιρεία, παρ’ ότι υποχρεούται να αναλάβει το κόστος της αποκατάστασης του κτιρίου, θα έχει ως μέγα όφελος τη δημιουργία ενός καζίνου με διεθνείς φιλοδοξίες και παράλληλα ενός ξενοδοχείου πολλών αστέρων.


Ρωγμές παντού. Στα υπόγεια, στα δωμάτια του ξενοδοχείου, σε χώρους κοινόχρηστους και βοηθητικούς αλλά και στο νάιτ κλαμπ, το οποίο κατέπεσε ολόκληρο. Το κυριότερο, απόκλιση από την κατακόρυφο παρουσιάζει όλο το ΒΑ πτερό του οικοδομήματος, το οποίο μοιάζει να έχει αποκολληθεί από το υπόλοιπο κτίριο. Αφθονα προσκτίσματα έχουν αλλοιώσει τελείως την πλευρά της εισόδου στο ξενοδοχείο. Εξωτερικά, τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του πενταώροφου κτιρίου βρίσκονται σε τραγική κατάσταση. Στο εσωτερικό οι φθορές έχουν τον χαρακτήρα ολικής καταστροφής ενώ η παρακμή καθρεφτίζεται και στην πλήρη απογύμνωση των δωματίων. Αλλωστε στο Μον Παρνές είχαν σημειωθεί συχνά κατά το παρελθόν κλοπές, έτσι πολλά έργα τέχνης και αντικείμενα αξίας έχουν εξαφανισθεί. Αιτία για τις βαριές βλάβες υπήρξε ο σεισμός του 1999, με επίκεντρο την Πάρνηθα, δίνοντας τη χαριστική βολή στο κτίριο. Διότι πριν από αυτόν, ο χρόνος και η εγκατάλειψη ως συνέπεια της υποβάθμισης της λειτουργίας του αρχικά και εν συνεχεία της διακοπής της είχαν ήδη δρομολογήσει μια κατάσταση χωρίς επιστροφή.


Από το 2003, όταν το Μον Παρνές περιήλθε στην ιδιοκτησία της Hyatt Regency, εκφράστηκε η πρόθεση κατεδάφισης του κτιρίου, στη θέση του οποίου θα ανεγειρόταν σύγχρονο οικοδόμημα υψηλών προδιαγραφών. Παρουσιάστηκαν μάλιστα και αρχιτεκτονικά σχέδια τα οποία θεωρήθηκαν απαράδεκτα.


Τότε ακριβώς άρχισαν οι πρώτες διαμαρτυρίες κυρίως από τον αρχιτεκτονικό χώρο με αίτημα τον σεβασμό στο έργο του Μυλωνά, αλλά και οι πρώτες ενέργειες για την κήρυξή του ως διατηρητέου μνημείου. Εν τω μεταξύ, άλλαξε το ιδιοκτησιακό καθεστώς του Μον Παρνές περνώντας στην εταιρεία Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας, η οποία άλλαξε τη γραμμή πλεύσης εκφράζοντας την πρόθεσή της για «αξιοποίηση στο μέγιστο δυνατόν της αρχιτεκτονικής Μυλωνά».


* Η κήρυξη


Πριν από λίγες ημέρες, τη Μεγάλη Τετάρτη συγκεκριμένα, το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού εισηγήθηκε την κήρυξη του Μον Παρνές ως διατηρητέου μνημείου της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Επιτροπή του ΚΣΝΜ είχε από μήνες πραγματοποιήσει αυτοψία στο Μον Παρνές και στην πρόταση την οποία κατέθεσε, περιλαμβάνονται πέραν της κήρυξης πολλές παράγραφοι σχετικές με την αποκατάσταση του υπάρχοντος κτιριακού συγκροτήματος, αλλά και με τις δυνατότητες αξιοποίησής του.


Διατηρητέες λοιπόν παραμένουν οι τρεις όψεις του κτιρίου – πρόσοψη και δύο πλάγια – ώστε να μην αλλάξει η εικόνα που έδωσε ο αρχιτέκτονας. Εδώ ωστόσο υπάρχει πρόβλημα με την αποκατάσταση της ΒΑ πτέρυγας, η οποία για λόγους στατικής επιβάλλεται πρώτα να κατεδαφιστεί και εν συνεχεία, σύμφωνα με την απόφαση, να ανεγερθεί στην αρχική της μορφή. Κάτι το οποίο δεν συνάδει προς την κήρυξη του κελύφους του κτιρίου ως διατηρητέου. Ελεύθερη όμως παραμένει η διαμόρφωση της εισόδου.


* Η επέκταση


Δύο εξάλλου είναι οι σημαντικές αλλαγές που προβλέπονται, σύμφωνα με την πρόταση, στο κτίριο. Η ιδιοκτήτρια εταιρεία έχει το δικαίωμα να επέμβει δραστικά στο εσωτερικό του συγκροτήματος, αναμορφώνοντάς το σύμφωνα με τις σύγχρονες προδιαγραφές. Και το σημαντικότερο, μπορεί να πραγματοποιήσει επέκταση στις δύο πλάγιες και στην πίσω όψη του κεντρικού κτιρίου με χαμηλά σε ύψος κτίσματα. Το γεγονός πάντως ότι την αρχιτεκτονική μελέτη για όλα αυτά έχει αναλάβει ένας από τους σημαντικότερους έλληνες αρχιτέκτονες, ο κ. Νίκος Βαλσαμάκης, αποτελεί εγγύηση σεβασμού στο έργο του Μυλωνά.


Οσον αφορά τον εσωτερικό χώρο, διατηρείται η πισίνα την οποία είχε σχεδιάσει ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, αλλά θα κατεδαφισθούν όλες οι μεταγενέστερες προσθήκες. Διατηρητέα κρίθηκε επίσης η εντυπωσιακή ελικοειδής κλίμακα, που οδηγεί από τον χώρο υποδοχής στους ορόφους και μοιάζει σαν να αιωρείται στο κενό. Επίσης το Μακεδονικό Σαλόνι, αντίγραφο του αρχοντικού Σβαρτς στα Αμπελάκια, το Υδραίικο Σαλόνι και διάφορα αντικείμενα όπως έπιπλα, ταπισερί και φυσικά τα έργα τέχνης, που φέρουν τις υπογραφές μεγάλων ελλήνων καλλιτεχνών.


* Οι καλλιτέχνες


Αλλωστε τα ονόματα αυτών αναφέρονται σε ειδική πλάκα των συντελεστών του έργου – που βρίσκεται στο σαλόνι του ξενοδοχείου και η οποία επίσης θα διατηρηθεί – και είναι τα εξής: Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Γιώργος Μαυροΐδης, Παναγιώτης Τέτσης, Δημοσθένης Κοκκινίδης, Γιάννης Χαΐνης, Σπύρος Βασιλείου, Ευγένιος Σπαθάρης και πολλοί άλλοι. Η πρόταση για τη δημιουργία μιας αίθουσας-μουσείου όπου θα εκτεθούν διάφορα έργα έγινε επίσης αποδεκτή.


«Το Μον Παρνές έχει στο σύνολό του κακοποιηθεί» λέει σήμερα ο αρχιτέκτων-πολεοδόμος κ. Βασίλης Γρηγοριάδης, επίτιμος πρόεδρος του ΣΑΔΑΣ και της Πανελλήνιας Ενωσης Αρχιτεκτόνων, ο οποίος γνώριζε καλά τον Παύλο Μυλωνά. Ο ίδιος ως σύμβουλος της εταιρείας έχει διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το κάποτε μεγαλεπήβολο έργο, ενώ η δική του πρόταση για τη δημιουργία αίθουσας περιοδικών εκθέσεων στο νέο Μον Παρνές έχει περιληφθεί στον φάκελο της εταιρείας.


Για όλα αυτά, ωστόσο, αναμένεται η τελική απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων, η οποία θα ληφθεί αφού κατατεθεί η αρχιτεκτονική πρόταση του Νίκου Βαλσαμάκη βασισμένη στις οδηγίες που δόθηκαν.


Ενα κτίριο σε μόνιμη αμφισβήτηση


Βρίσκεται σε ύψος 1.078 μέτρων. Η κάποτε πανοραμική θέα την οποία είχε στο λεκανοπέδιο της Αττικής, σήμερα μόνον ελκυστική δεν είναι. Οπως και το οικοδόμημα. Η θέση όμως – 90 στρέμματα στο Μαυροβούνι – εξακολουθεί να είναι προνομιούχα καθώς το Μον Παρνές μοιάζει να ακροζυγιάζεται σε έναν γκρεμό της Πάρνηθας. Και ίσως γι’ αυτό και όταν χτίστηκε, χαρακτηρίστηκε σαν ένα μεγάλο πουλί που πάτησε εκεί στην άκρη.


Το Μον Παρνές οικοδομήθηκε σε μια εποχή δύσκολη για την Ελλάδα, όταν δίνονταν οι μεγάλοι αγώνες για την Παιδεία και όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου έλεγε την ιστορική φράση: «Οταν οι αριθμοί ευημερούν, οι άνθρωποι υποφέρουν». Υπήρξε βεβαίως έργο του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο πλαίσιο του προγράμματος τουριστικής ανάπτυξης της Ελλάδας, στο οποίο πάντως το Μον Παρνές ουδέποτε συνεισέφερε. Ο ίδιος φέρεται να επέλεξε τη θέση και το όνομα Mont Parnes, το οποίο παραπέμπει στη γαλλική συνοικία Montparnasse. Η ανάθεση για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό έγινε από τον ΕΟΤ το 1958 στον Παύλο Μυλωνά και εκείνος δημιούργησε ένα έργο στο πνεύμα του μεταπολεμικού μοντερνισμού. Τα εγκαίνια που ήταν λαμπρά, παρουσία και του Καραμανλή, τελέστηκαν το 1961.


Το κτίριο ωστόσο έγινε αμέσως αντικείμενο συζήτησης και οξείας αντιπαράθεσης στον αρχιτεκτονικό και πολιτικό κόσμο. Σε μια φωτογραφία ο Κωνσταντίνος Τσάτσος εικονίζεται να κόβει την κορδέλα των εγκαινίων, αργότερα ο ίδιος θα γράψει στο βιβλίο του Λογοδοσία μιας ζωής: «Πρόκειται για ένα έργο που κατά τη γνώμη μου και καλλιτεχνικά και οικονομικά αποτελούσε μία αποτυχία». Αντίθετα, με μεγάλο ενθουσιασμό και λυρικό λόγο ο αρχιτέκτονας Δ. Βασιλειάδης μιλούσε για «εγκαρδιότητα, οικειότητα, παλμό, ατμόσφαιρα αναζήτησης γνησιότητας και αυθεντικότητας και καταξίωση μιας προσπάθειας και ενός σκοπού». Στον αντίποδα, ο εκδότης τότε του περιοδικού «Αρχιτεκτονική» Αντώνης Κιτσίκης κατέληγε στο συμπέρασμα: «Ασυναρτησία συλλήψεως, αδεξιότης συνθέσεως, ακαλαισθησία διακοσμήσεως, κακοτεχνία εκτελέσεως, ατμόσφαιρα γενικώς για την οποία μπορεί επιγραμματικά να λεχθεί ότι στους χώρους του ξενοδοχείου πλανάται η πλήξις».


Υπήρξε, τέλος, και η ψύχραιμη άποψη του αρχιτέκτονα Δημήτρη Φιλιππίδη, ο οποίος στο έργο του Νεοελληνική Αρχιτεκτονική αναφέρει: «Οπωσδήποτε ένα από τα μεγαλεπήβολα έργα της περιόδου Κ. Καραμανλή το ξενοδοχείο αυτό δεν παύει να είναι αξεπέραστο πρότυπο για όλα τα ξενοδοχεία πολυτελείας που θα χτίζονταν αργότερα στην Ελλάδα».


Στον ναό της Τύχης * Η λειτουργία του καζίνου ήταν η μόνη διαχρονική επί τέσσερις δεκαετίες


Μεγαλύτερη διάρκεια στον χρόνο είχε η λειτουργία του Καζίνου στο Μον Παρνές το οποίο άρχισε να λειτουργεί δέκα χρόνια μετά το ξενοδοχείο, δηλαδή τον Φεβρουάριο του 1971. Στην Ελλάδα υπήρχαν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 τα Καζίνα της Ρόδου και της Κέρκυρας, γερμανικής ιδιοκτησίας με έδρα το Μπάντεν – Μπάντεν, ενώ το Καζίνο του Λουτρακίου, το οποίο λειτούργησε τη δεκαετία του 1930, δεν υπήρχε πλέον.


Ιδιοκτήτης του Καζίνου της Πάρνηθας ήταν ο Φρίξος Δημητρίου, κύπριος επιχειρηματίας με έδρα το Λονδίνο. Για τις ανάγκες του καζίνου οικοδομήθηκε ένα κτίριο δίπλα στο ξενοδοχείο και για κάποιο διάστημα τα δύο συγκροτήματα λειτουργούσαν παράλληλα. Η πρώτη δεκαετία ήταν και η λαμπρότερη στην ιστορία καζίνου, με το χρήμα να ρέει άφθονο και από τους παίκτες οι οποίοι δοκίμαζαν την τύχη τους στη ρουλέτα και στην πράσινη τσόχα, αλλά και από την εταιρεία η οποία επένδυε χρήματα στην επιχείρησή της (υπήρχε ακόμη και υπάλληλος μόνο για να γυαλίζει τους πολυελαίους). Ηταν τότε που επιβαλλόταν κώδικας ένδυσης για την είσοδο – κοστούμι και γραβάτα για τους άνδρες και βραδινό φόρεμα για τις γυναίκες -, αλλά και διαπιστωμένο εισόδημα των παικτών, αρχικά άνω των 150.000 δραχμών το έτος και αργότερα άνω των 500.000, ενώ απαγορευόταν η είσοδος στους δημοσίους υπαλλήλους.


Ολος ο επιχειρηματικός κόσμος – εφοπλιστές, βιομήχανοι – αλλά και ο καλλιτεχνικός «ανέβαιναν στο βουνό» εκείνη την εποχή, η πελατεία ήταν εκλεκτή αποτελούμενη από την αφρόκρεμα της αθηναϊκής κοινωνίας και το περιβάλλον λαμπερό όπως επιβαλλόταν για έναν τέτοιον χώρο. Ο μύθος θέλει έναν επώνυμο παίκτη να «τινάζει» την μπάνκα στον αέρα ποντάροντας συνεχόμενες φορές στο νούμερο 29, με αποτέλεσμα οι υπεύθυνοι να σκεπάσουν τη ρουλέτα με μαύρο πανί. Από την άλλη όμως περιουσίες παίχθηκαν και χάθηκαν ενώ πολλές μικρές και μεγάλες τραγωδίες εκτυλίχθηκαν γύρω από τα τραπέζια της Τύχης.


Η ίδια ευημερία δεν υπήρξε και για το ξενοδοχείο, η λειτουργία του οποίου σταμάτησε το 1974. Δέκα χρόνια αργότερα η κρατικοποίηση της επιχείρησης του καζίνου και η ανάληψή της από τον ΕΟΤ σήμανε και την αρχή της πτώσης του. Σιγά σιγά άρχισε η φθορά των εγκαταστάσεων και η ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών υποβαθμίστηκε.


Η αλλαγή ήρθε με τον νόμο 2206/1994 που επέτρεψε τη λειτουργία ιδιωτικών επιχειρήσεων καζίνων στην Ελλάδα, οπότε μεταβατικά και για δύο χρόνια το Καζίνο Μον Παρνές περιήλθε στα Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ. Σήμερα, η ιδιοκτήτρια εταιρεία Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας έχει προχωρήσει ήδη σε αναμόρφωση των χώρων του καζίνου και των παρεχομένων υπηρεσιών ενώ εγκαινίασε σύγχρονο τελεφερίκ με ιδιαίτερα πολυτελή σταθμό στους πρόποδες της Πάρνηθας.