Ακόμη μία «χαμένη ευκαιρία» για τις διωκτικές αρχές να «ακουμπήσουν» ­ αν μη τι άλλο ­ την οργάνωση «17 Νοέμβρη»; Αδιευκρίνιστο ­ προς το παρόν τουλάχιστον. Παραμένει γεγονός, όμως, ότι η επανεμφάνιση της οργάνωσης, μετά από δύο περίπου χρόνια σιωπής, με την εκτέλεση του εφοπλιστή Κ. Περατικού, στον Πειραιά, αποτελεί ένα νέο σκαλοπάτι στον «κύκλο αίματος» που εγκαινίασε στις 23 Δεκεμβρίου 1975 με τη δολοφονία του σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα Ρίτσαρντ Γουέλς.


Σε αυτή την εκτίμηση οδηγούνται οι αρχές Ασφαλείας, που πείσθηκαν πλέον ότι η οργάνωση ουδέποτε σιώπησε ­ παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις. Περί αυτού ομιλεί και η «τριπλή προκήρυξη», με την οποία η «17 Νοέμβρη» ανέλαβε την ευθύνη της δολοφονίας του Κ. Περατικού. Η προκήρυξη, εκτός των άλλων, αποκαλύπτει ότι τα μέλη της οργάνωσης αποπειράθηκαν δύο φορές ακόμη στο παρελθόν να δολοφονήσουν τον εφοπλιστή αλλά χωρίς επιτυχία. Η πρώτη απόπειρα είχε προγραμματισθεί για τον Ιούνιο 1995, αλλά κατέστη αδύνατη, όπως αναφέρεται στην προκήρυξη, μετά την «αιφνίδια απόφαση του Περατικού να κλείσει τα Ναυπηγεία την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου του ’95 και να αναστείλει την επιχειρηματική του δραστηριότητα στην Ελλάδα». Η δεύτερη απόπειρα έγινε την άνοιξη του ’95, «αλλά χωρίς επιτυχία».


Η ετεροχρονισμένη, πάντως, δολοφονία του εφοπλιστή Κ. Περατικού, που έγινε το απόγευμα της Τετάρτης, στην οδό Φίλωνος 86, στον Πειραία, αν και δεν έβγαλε τη «17 Νοέμβρη» από τη νάρκη στην οποία πίστευαν ότι είχε περιπέσει ­ με αποτέλεσμα τόσο η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης όσο και ο ίδιος ο πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης να μιλούν για «ύφεση της τρομοκρατίας στην Ελλάδα» ­, ωστόσο ανέδειξε νέα στοιχεία για τη δράση της οργάνωσης. Τα νέα «στοιχεία» δεν έχουν σχέση τόσο με την ηλικιακή εμφάνιση των μελών της οργάνωσης που πήραν μέρος στην επιχείρηση (μιλούν για άτομα 25 ως 35 ετών), αλλά κυρίως με τον τρόπο δράσης τους.


Το πρώτο στοιχείο είναι ότι η οργάνωση έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή της στον Πειραιά, εγκαταλείποντας τα βόρεια προάστια και το κέντρο της Αθήνας. Το δεύτερο είναι ότι η οργάνωση επέλεξε να κάνει γνωστή την παρουσία της για ένα θέμα που δεν απασχολεί άμεσα την επικαιρότητα ­ έστω και αν επίκειται η εκδίκαση της προσφυγής Περατικού για τα Ναυπηγεία Ελευσίνας. Το τρίτο είναι ότι ο «ψηλός», που είχε αναλάβει αυτή τη φορά τον ρόλο του εκτελεστή, δεν διέθετε την ανάλογη πείρα των προκατόχων του, καθώς, παρ’ ότι πυροβόλησε από μικρή απόσταση, δεν βρήκε εύκολα τον στόχο του. Το τέταρτο είναι ότι τα μέλη της οργάνωσης δεν διέθεταν «ομάδα υποστήριξης» που θα διευκόλυνε τη διαφυγή τους, αφού απεδείχθη ότι στην όλη επιχείρηση πήραν μέρος μόνο τρία άτομα.


Παρά ταύτα, τα μέλη της «17 Νοέμβρη» ακολούθησαν και αυτή τη φορά τον βασικό κανόνα της οργάνωσης: κατόρθωσαν να διαφύγουν χωρίς ν’ αφήσουν πίσω τους κανένα ουσιαστικό ίχνος. Και αυτό γιατί, όπως αναφέρουν απολύτως έγκυρες πληροφορίες από τις έρευνες που πραγματοποίησαν οι αρχές Ασφαλείας: μουστάκια, περούκες και άλλα είδη μεταμφίεσης δεν βρέθηκαν· τα αποτυπώματα που βρέθηκαν στα αυτοκίνητα διαφυγής κρίθηκαν μη αξιοποιήσιμα· η γυναίκα – επιβάτις του ταξί, με το οποίο διέφυγαν οι δράστες, ευρέθη αλλά δεν στάθηκε δυνατό να ρίξει φως στην υπόθεση αφού κατέθεσε ότι είδε μόνο ένα πιστόλι να την σημαδεύει· οι περιγραφές, τόσο του ταξιτζή που υποχρεώθηκε να παραδώσει το ταξί του στους δράστες όσο και του αστυφύλακα που τους πυροβόλησε, είναι αντιφατικές με αποτέλεσμα οι αρχές Ασφαλείας να μην είναι σε θέση να κατασκευάσουν «πειστικά» σκίτσα των μελών της οργάνωσης· το αποτέλεσμα της βαλλιστικής έρευνας του κάλυκα που προήλθε από το 38άρι με το οποίο πυροβόλησαν τα μέλη της οργάνωσης για εκφοβισμό, μετά τον εντοπισμό τους από τον αστυφύλακα Θ. Αβδούλου, αποτελεί ακόμη ένα πειστήριο για την ταυτότητά τους καθώς, όπως απεδείχθη, έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν κατά τη συμπλοκή στα Σεπόλια, στη δολοφονία Ταρασουλέα κλπ.


Πάντως η έρευνα των αρχών Ασφαλείας κατέδειξε ότι τα μέλη της οργάνωσης που πήραν μέρος στη δολοφονία του εφοπλιστή Κ. Περατικού ήταν μόνο τρία, ενώ κατά πάσα πιθανότητα, όπως προκύπτει από τις συγκρίσεις των περιγραφών που έδωσαν οι αυτόπτες μάρτυρες, τα ίδια άτομα είχαν πάρει μέρος και στη δολοφονία του τούρκου διπλωμάτη Σεμπαχίογλου. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει τις αρχές Ασφαλείας στο συμπέρασμα ότι ηλικιακή ανανέωση των μελών της οργάνωσης δεν έχει γίνει τα τελευταία χρόνια. Εικάζεται ότι η δεύτερη γενιά ανέλαβε δράση την εποχή της δολοφονίας Μπακογιάννη. Αλλά και αυτό παραμένει μόνο μια από τις πολλές θεωρίες για τη δομή της οργάνωσης. «Τη στιγμή που δεν μπορούμε από τις περιγραφές των μαρτύρων να προσδιορίσουμε την ακριβή ηλικία των δραστών, δεν είναι δυνατόν να μιλήσουμε για ηλικιακή ανανέωση», λένε χαρακτηριστικά στελέχη της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας.


Το κύριο χαρακτηριστικό, όμως, της τελευταίας ενέργειας της «17 Νοέμβρη» είναι ότι τα μέλη της βρέθηκαν για δεύτερη φορά, μετά την υποθεση της Λουίζης Ριανκούρ, αντιμέτωποι με αστυνομικούς. Το σημείο που επέλεξαν τα μέλη της οργάνωσης να δολοφονήσουν τον Κ. Περατικό απέχει μόλις 150 από το Τμήμα Μεταγωγών Παιραιώς. Η κινητοποίηση των αστυνομικών που βρίσκονταν την ώρα της δολοφονίας στο κτίριο είναι σχεδόν βέβαιον ότι θα έδινε μια άλλη τροπή στα γεγονότα. Παρά ταύτα, μόνον ο αστυφύλακας Θ. Αβδούλου φιλοτιμήθηκε να βγει από το κτίριο για να δει τι συμβαίνει.


Η εμφάνιση του αστυφύλακα εκτιμάται ότι άλλαξε τα σχέδια των δραστών, καθώς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το φορτηγό με το οποίο σκόπευαν να διαφύγουν. Αρχικά η εκτίμηση που επικρατούσε είναι ότι το φορτηγό εγκαταλείφθηκε επειδή δεν λειτούργησε η πατέντα που είχαν κατασκευάσει τα μέλη της οργάνωσης. Μια προσεκτικότερη όμως εκτίμηση των γεγονότων έδειξε ότι η πατέντα λειτούργησε καθώς δεν διέφερε ουσιαστικά από την τακτική που ακολουθούσαν ως τότε τα μέλη της οργάνωσης να θέτουν σε κίνηση τα αυτοκίνητα με τα καλώδια. Απλώς τα μέλη της οργάνωσης εκτίμησαν ότι αν έφευγαν με το φορτηγό θα περνούσαν σε απόσταση δύο – τριών μέτρων από τον αστυνομικό ­ και αυτό από την πλευρά του οδηγού, γεγονός που δεν θα τους επέτρεπε να αντιδράσουν. Ετσι, προτίμησαν να φύγουν με τα πόδια καθώς το φορτηγάκι όταν ήταν σταθμευμένο τους παρείχε την αναγκαία κάλυψη. Και Αμερικανοί στις έρευνες


Ο ΠΕΡΙΒΟΗΤΟΣ αρχιτρομοκράτης Κάρλος διαθέτει και χιούμορ. Οταν ερωτήθη από τα μέλη του κλιμακίου της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας που τον «ανέκριναν» μέσα στο κελί του, στη φυλακή, στη Γαλλία, για την ταυτότητα της «17 Νοέμβρη», απάντησε: «Γιατί ρωτάτε εμένα. Ρωτήστε καλύτερα τον κ. Καραμανλή». Βεβαίως, απέφυγε να διευκρινίσει ποιον Καραμανλή εννοούσε ­ τον πρεσβύτερο ή τον νεότερο.


Πάντως η «απάντηση» του Κάρλος είναι το μοναδικό νέο «στοιχείο» για τη δράση της τρομοκρατίας στην Ελλάδα που έχει εμπλουτίσει τους φακέλους της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας τα τελευταία χρόνια. Η εξέταση του αρχιτρομοκράτη έγινε, ως γνωστόν, μετά την εμφάνιση των «αρχείων της Stazi», στα οποία πολλοί είχαν (ή και εξακολουθούν να έχουν) εναποθέσει τις ελπίδες τους για την αποκάλυψη της «17 Νοέμβρη».


Οι ελπίδες αυτές, όπως δείχνουν τα γεγονότα, δεν διαψεύστηκαν μόνο για τις ελληνικές υπηρεσίες Ασφαλείας αλλά και για τους πράκτορες του FBI που έχουν αναλάβει, κατ’ εξαίρεση με το ισχύον καθεστώς στις ΗΠΑ, τη διερεύνηση των τρομοκρατικών ενεργειών στην Ελλάδα. Εστω και αν το κλιμάκιο του FBI στη χώρα μας, που, εκτός των άλλων, έχει αναλάβει τον συντονισμό των αντιτρομοκρατικών ενεργειών σε όλες σχεδόν τις χώρες των Βαλκανίων, έχει ενισχυθεί αισθητά μετά την τελευταία επίθεση της «17 Νοέμβρη» με ρουκέτα εναντίον της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ελλάδα ­ μια ενέργεια για την οποία η οργάνωση απέφυγε με την τελευταία της προκήρυξη να αναλάβει την ευθύνη, γεγονός που οδηγεί τις αρχές Ασφαλείας στην εκτίμηση ότι θα υπάρξει και νέος κύκλος βομβιστικών επιθέσεων.


Πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες που διαθέτει «Το Βήμα», η τελευταία επίθεση της «17 Νοέμβρη» με τη δολοφονία του εφοπλιστή Κ. Περατικού είχε ως αποτέλεσμα να επαναδραστηριοποιηθεί και το Task Force, η κοινή επιχειρησιακή ομάδα που είχε συσταθεί επί υπουργίας του κ. Σ. Παπαθεμελή αλλά ατόνησε με πρωτοβουλία του τέως υπουργού Δημόσιας Τάξης κ. Σ. Βαλυράκη. Η επαναδραστηριοποίηση αυτής της ομάδας προϋποθέτει τη διενέργεια κοινών ερευνών για την αποκάλυψη των τρομοκρατών, την παροχή στις υπηρεσίες Ασφαλείας της χώρας μας υλικοτεχνικού εξοπλισμού, όπως ειδικών ΒΑΝ για τις επιχειρησιακές ανάγκες και την ανταλλαγή πληροφοριών.