Το μάθημα στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Columbia στη Νέα Υόρκη είχε να κάνει με «Δημοσιογραφία και Εξουσία». Διδάσκων καθηγητής ο θρυλικός Φρεντ Φρέντλι, ο γενικός διευθυντής του τηλεοπτικού δικτύου CBS, ο οποίος παραιτήθηκε όταν οι ανώτεροί του αποφάσισαν να προβάλουν ένα επεισόδιο της χαζοχαρούμενης σειράς Λούσι αντί για μια ακρόαση της Επιτροπής του Κογκρέσου που ερευνούσε τα λάθη του Πενταγώνου στο Βιετνάμ. Ψηλός, με εντυπωσιακή παρουσία και ένα βλέμμα που ζητούσε γρήγορες απαντήσεις, ο Φρέντλι μπήκε στην τάξη και άρχισε να πετάει στους λίγους φοιτητές μικρά βιβλιαράκια τα οποία περιείχαν το αμερικανικό σύνταγμα και ένα – δύο άλλα κείμενα.


Ξαφνικά στράφηκε στον πρώτο φοιτητή που είχε την ατυχία να βρεθεί μπροστά του και του είπε: «Λοιπόν, πες ότι είσαι ο διευθυντής ειδήσεων του CBS και σου τηλεφωνεί ο πρόεδρος των ΗΠΑ από τον Λευκό Οίκο. Ξέρει ότι στο δελτίο των έξι θα παίξεις μια είδηση που θα τον πλήξει καίρια, για κάποια ενέργεια της CIA σε ξένη χώρα. Σου ζητάει να «σκοτώσεις» το κομμάτι, να μην το παίξεις, γιατί θα κάνει ζημιά στα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα. Τι κάνεις, έχοντας υπόψη σου το βιβλιαράκι που κρατάς;». Μόλις ο ατυχής ξένος φοιτητής άρχισε να ψελλίζει τις πρώτες του σκέψεις, ο Φρέντλι πρόσθεσε: «Και υπόψη ε, βρισκόμαστε στην εποχή μετά το Γουότεργκεϊτ». Με τη φράση αυτή και μόνο ο αμερικανός καθηγητής συνόψιζε τις τεράστιες αλλαγές που επέφερε η κάλυψη του σκανδάλου στην αμερικανική δημοσιογραφία. Το ίδιο το μάθημά του για τη σχέση εξουσίας και Τύπου δεν θα υπήρχε κατά πάσα πιθανότητα στο πρόγραμμα σπουδών του Columbia πριν από το 1974.


* Η ισχύς των ρεπόρτερ


Τι άλλαξε λοιπόν μέσα από το ρεπορτάζ του θρυλικού διδύμου Γούντγουορντ – Μπέρνστιν; Πρώτα απ’ όλα ελαττώθηκαν κατά πολύ τα ταμπού στην αμερικανική δημοσιογραφία. Την εποχή του Τζον Κένεντι, για παράδειγμα, οι περισσότεροι πολιτικοί ρεπόρτερς γνώριζαν τις εξωσυζυγικές του περιπέτειες και τις συζητούσαν τα βράδια στα σαλόνια της Τζορζτάουν. Κανένας όμως δεν τολμούσε να τις αποκαλύψει. Η σχέση εξουσίας και Τύπου ήταν τότε ακόμη σχέση αγαστής συμβίωσης που βασιζόταν σε έναν «σεβασμό» έναντι της εξουσίας.


Η κάλυψη του πολέμου του Βιετνάμ, με τη θρυλική αποκάλυψη των «εγγράφων του Πενταγώνου» από τους «New York Times» παρά τις αφόρητες πιέσεις της κυβέρνησης Νίξον και στη συνέχεια ο ρόλος της «Washington Post» στο Γουότεργκεϊτ άλλαξαν για πάντα το σκηνικό της ενημέρωσης. Δεκάδες νεαροί Αμερικανοί έβλεπαν στο πρόσωπο του θρυλικού δημοσιογραφικού διδύμου ένα νέο πρότυπο που υποσχόταν μεγάλες επιτυχίες και φήμη. «Α, ξέρω, θέλετε να γίνετε Γούντγουορντ» ήταν το κλασικό ειρωνικό σχόλιο αμερικανών καθηγητών προς τους υποψήφιους δημοσιογράφους που βιάζονταν να μπουν στο κουρμπέτι της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Μια νέα κουλτούρα αντιπαράθεσης με την εξουσία έδωσε κίνητρο σε μια γενιά δημοσιογράφων που καθιέρωσαν το λεγόμενο «investigative reporting», με κορυφαίους εκφραστές τον Σίμορ Χερς, τον Γούντγουορντ κ.ά.


Τίποτε δεν ήταν πια «εκτός ορίων», ούτε η προσωπική ζωή του προέδρου, ούτε οι μυστικές επιχειρήσεις της CIA στη Χιλή, ούτε η προπαγάνδα του Πενταγώνου που συνόδευε κάθε πολεμική επιχείρηση. Η οργισμένη γενιά του ’60 βρήκε τον ρόλο σε αυτόν τον τύπο της δημοσιογραφίας που άνθησε ως τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80, όταν η έλευση του Ρίγκαν στην εξουσία άλλαξε το κλίμα και έγειρε την πλάστιγγα προς την πλευρά της εξουσίας, σε βάρος της ανεξαρτησίας του Τύπου.


Το Γουότεργκεϊτ άλλαξε όμως και τον τρόπο που χειρίζονται τις κρίσεις οι πολιτικοί. Τα λάθη του Νίξον απέδειξαν ότι η «συγκάλυψη», το περιώνυμο cover up, όχι μόνο δεν φέρνει αποτελέσματα αλλά μπορεί να προκαλέσει πολλαπλάσιες ζημιές εφόσον αποκαλυφθεί. Ο Ρίγκαν έδειξε πως έμαθε το μάθημά του με τον χειρισμό του σκανδάλου Ιράνγκεϊτ, ενώ ο Κλίντον θα νοσταλγούσε ασφαλώς την προ-Γουότεργκεϊτ εποχή, όταν κανείς δεν θα τολμούσε να αναφερθεί στη Μόνικα Λιουίνσκι.


* Το χθες και το σήμερα


Το ερώτημα είναι πού βρισκόμαστε σήμερα, πόσο ζωντανή είναι η παράδοση της δημοσιογραφίας τύπου Γούντγουορντ – Μπέρνστιν στην Αμερική. Τα νέα είναι ανάμεικτα. Τα δείγματα καλής ερευνητικής δημοσιογραφίας είναι εμφανή αυτές τις ημέρες καθώς κάθε εβδομάδα αποκαλύπτονται συγκλονιστικά στοιχεία για τα λάθη και τις παραλείψεις των μυστικών υπηρεσιών πριν από τις 11 Σεπτεμβρίου. Την ίδια όμως ώρα η αντιπαλότητα απέναντι στην εξουσία έχει πέσει θύμα μιας νέας συντηρητικής στροφής. Η άσκηση ψυχολογικής προπαγάνδας, με χειραγώγηση των ΜΜΕ, γίνεται δεκτή εφόσον στηρίζεται σε «λόγους εθνικής ασφαλείας». Η δημοσιογραφία γενικότερα έχει στραφεί προς την ελαφρότητα και αποφεύγει τις έρευνες σε βάθος. Οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ δεν είναι πλέον αυθύπαρκτοι «βαρόνοι» αλλά κομμάτια τεράστιων εταιρειών που έχουν τον νου τους κυρίως στους μελλοντικούς ισολογισμούς.


Οπως και αν έχουν όμως τα πράγματα, η σχέση Τύπου και εξουσίας στην Ουάσιγκτον δεν θα επιστρέψει ποτέ στην περίοδο πριν από το 1974. Το Γουότεργκεϊτ άλλαξε μια για πάντα την κουλτούρα της αμερικανικής δημοσιογραφίας. Και βεβαίως μπορεί μέσα στο κλίμα που δημιουργήθηκε μετά τις 11 Σεπτεμβρίου να υπάρχουν περισσότερες αιτήσεις φοιτητών για τη CIA παρά για τις σχολές δημοσιογραφίας, αλλά εξίσου βέβαιο είναι πως οι μελλοντικοί ρεπόρτερς κάτι θα πάρουν μαζί τους από τους καθηγητές τους, τους γκριζομάλληδες της γενιάς του ’60, που τώρα έγιναν πια δάσκαλοι στα ιδρύματα του κατεστημένου που τόσο βοήθησαν να «ξεγυμνωθεί» την περίοδο 1973-74.