Η σχέση των ποιητών της γενιάς του ’30 με τον Σικελιανό δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Στα όσα έχουν γραφεί για τη συνομιλία της ποίησης του Σεφέρη με την ποίηση του Σικελιανού θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλα, ενώ για την παρουσία του Σικελιανού στην ποίηση του Ελύτη, του Ρίτσου, του Εγγονόπουλου και του Εμπειρίκου έχουν ειπωθεί ελάχιστα. Και όμως, η σχέση αυτή αποτελεί ένα συναρπαστικό κεφάλαιο στην ιστορία των ποιητικών σχέσεων. Πέντε διαφορετικοί, κορυφαίοι, ποιητές, τους οποίους ενώνει η αναζήτηση νέων εκφραστικών τρόπων με σκοπό την ανανέωση της ελληνικής ποίησης, και οι οποίοι αντλούν για τη διαμόρφωση της τέχνης τους στοιχεία από ποικίλες ξένες νεοτερικές πηγές, ελκύονται όλοι, σε ό,τι αφορά τις εγχώριες πηγές, από το ίδιο παράδειγμα, εκείνο του Σικελιανού (το οποίο θα είναι γι’ αυτούς το κύριο εγχώριο παράδειγμα), δηλαδή από το έργο ενός ποιητή που, σύμφωνα με όλα τα φαινόμενα, καλλιεργεί ένα είδος ποίησης το οποίο θέλουν να αφήσουν πίσω. Φαίνεται πως εκείνα που ενώνουν τους ποιητές αυτούς με τον Σικελιανό είναι σημαντικότερα από εκείνα που τους χωρίζουν· τόσα, ώστε να μπορούμε να πούμε ότι οι ποιητές της γενιάς του ’30 αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του Σικελιανού τη μορφή ενός ποιητικού πατέρα. Αυτό συνάγει κανείς τόσο από τους χαρακτηρισμούς τους για τον ποιητή, που περιέχονται σε διάφορα, μη ποιητικά, κείμενά τους, όσο και από τον τρόπο με τον οποίο έχουν αφομοιώσει στην ποίησή τους εκείνα τα στοιχεία του τα οποία τους ενώνουν με αυτόν.


* Δεσμοί αίματος


Για τον Σεφέρη ο Σικελιανός είναι «ο άρχοντας της λαλιάς μας», «ο πλέον σημαντικός από τους ζώντες Ελληνες ποιητές» (1944), ένας ποιητής που «κατεχόταν από έναν θεό ­ μια δύναμη καμωμένη από τον Απόλλωνα, τον Διόνυσο και τον Χριστό»· για τον Ελύτη ο Σικελιανός είναι «γίγαντας, βράχος θεόρατος αποσπασμένος από το Δελφικόν όρος, καμάρι και πηγή δύναμης και ζωής για τους γύρω του», ένας ποιητής που πρόσφερε υψηλό όραμα «στη δίψα των συγκαιρινών του»· για τον Ρίτσο είναι «ποιητής θεϊκός» («που αγέρωχος κατέβηκε μια νύχτα από τον Ολυμπο / αφήνοντας τους Δώδεκα Ολυμπίους εμβρόντητους στη μέση του δείπνου»)· για τον Εμπειρίκο είναι ποιητής – «Αρχάγγελος και μέγας ταγός»· ο Εγγονόπουλος είναι βέβαιος ότι η ποίηση του Σικελιανού «δεν θα πεθάνει ποτέ».


Από τους χαρακτηρισμούς αυτούς μπορούμε να προσδιορίσουμε τι είναι εκείνο στη σικελιανική ποίηση που γοητεύει περισσότερο τους ποιητές της γενιάς του ’30 και που τους ενώνει με δεσμούς αίματος με τον Σικελιανό, παρά τα στοιχεία που τους χωρίζουν από αυτόν· είναι η αίσθηση που δίνει η ποίηση του Σικελιανού ότι η ποιητική εμπειρία (τόσο στην εκτός της τέχνης όσο και στην καλλιτεχνική μορφή της) δεν είναι η υποδεέστερη αντανάκλαση μιας ουράνιας εμπειρίας, αλλά η βίωση μιας ουράνιας εμπειρίας με όρους γήινους. Και πράγματι, η αίσθηση αυτή διατρέχει την ποίηση των πέντε ποιητών, είτε ως εναγώνια αναζήτηση είτε ως κατακτώμενη εμπειρία, εκφραζόμενη, αρκετές φορές, με τόνους όχι μόνο ενδιαθέτως αλλά και φανερά σικελιανικούς.


Είναι κυρίως αυτή η αίσθηση, καθώς και εκείνες οι εκφραστικές αναζητήσεις του Σικελιανού οι πέρα από τον έμμετρο στίχο, που καθιστούν την ποίηση του Σικελιανού το πέρασμα ανάμεσα στην «παραδοσιακή» ποίηση και τη μοντερνιστική, περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα τέτοιο πέρασμα ­ και μάλιστα αποκλειστικό, όπως πιστεύεται ­ η ποίηση του αδιάπτωτα απαισιόδοξου και συντηρητικού στιχουργικά Καρυωτάκη (προς την οποία, εντούτοις, οι ποιητές της γενιάς του ’30 όχι μόνο δεν διάκεινται αρνητικά ­ όπως απρόσεκτα επαναλαμβάνουν σήμερα οι περισσότεροι ­ αλλά και εκφράζουν ρητώς την εκτίμηση ή τον θαυμασμό τους). Ενδεικτική ως προς αυτό είναι η προνομιακή παρουσία του Σικελιανού στα Νέα Γράμματα, το περιοδικό της γενιάς του ’30, το οποίο δημοσιεύει στίχους του Σικελιανού πολλαπλάσιους εκείνων που φιλοξενεί από τον Παλαμά, που αντιμετωπίζεται από το περιοδικό ως ένας μεγάλος μεν ποιητής, όμως ποιητής του παρελθόντος (ο Καβάφης αντιμετωπίζεται ως ιδιάζουσα περίπτωση). Στον Σικελιανό επιφυλάσσεται συμπεριφορά προς έναν παλαιότερο μεν, αλλά ακμαίο ακόμη ποιητή, πρόδρομο και, ως έναν βαθμό, συνοδοιπόρο στις νέες αναζητήσεις, έναν ποιητή που, όπως γράφει ο Ελύτης, «ετοίμαζε πλούσιες εκπλήξεις και προεκτάσεις, άξιες να τον φέρουν ως τις δικές μας τις γραμμές».


* Η επιρροή του «Θαλερού»


Αυτές οι εκπλήξεις και οι προεκτάσεις φαίνονται να υπαγορεύουν το θέμα των ποιημάτων που γράφουν για τον Σικελιανό ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος και ο Ρίτσος. Το «Μνήμη, β´» (Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ´, 1955) είναι το ποίημα στο οποίο ο θαυμασμός του Σεφέρη για τον Σικελιανό παίρνει το πιο συγκεκριμένο του σχήμα, τόσο από την άποψη της μορφής όσο και από την άποψη του περιεχομένου. Το ποίημα θεματοποιεί την ποίηση του Σικελιανού (η μορφή του οποίου εμφανίζεται στους στίχους του φωτιζόμενη από ένα ηρακλείτειο φως και εκφέροντας τον οραματικό της λόγο) με έναν τρόπο που αναπτύσσεται «με τον τρόπο του» όψιμου Σικελιανού (όπως ο «Ερωτικός Λόγος» αναπαρήγε στοιχεία από τον Σικελιανό της δεύτερης περιόδου). Με το «Μέθεξις ή Ο Αγγελος Σικελιανός είναι δικός μας» (Η σήμερον ως αύριον και ως χθες, 1965-1972) ο Εμπειρίκος ποιητικοποιεί τη σχέση του με τον Σικελιανό, προσδιορίζοντας ως κύριο στοιχείο της την κεντρική σημασία που έχει για το κοινό λυτρωτικό τους αίτημα η κοσμογονική λειτουργία της σεξουαλικότητας, που συναιρεί τα πάντα στο «Παν» και το «Εσαεί» με το «Τώρα». Με τον ύμνο του «Στον Αγγελο Σικελιανό» (Συντροφικά τραγούδια, 1981) ο Ρίτσος αποθεώνει τον Αρχάγγελο ­ όπως τον αποκαλεί και αυτός ­ ποιητή, απεικονίζοντας ένα συγκεκριμένο σημείο επαφής του υπερχρονικού οράματος του Σικελιανού με την Ιστορία, και την ώθηση που μπορεί να προσφέρει αυτό το όραμα για την πραγμάτωση της επίγειας ελευθερίας.


Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η συνομιλία των τριών ποιητών με εκείνο το ποίημα του Σικελιανού που εκφράζει καιριότερα και διαυγέστερα αυτό που περιέγραψα ως βίωση μιας ουράνιας εμπειρίας με επίγειους όρους. Αναφέρομαι στο «Θαλερό», χωρίς το οποίο το «Hampstead» του Σεφέρη (1931), η «Ανάμνηση» του Ρίτσου (1935) και το «Ανδρος – Υδρούσα» του Εμπειρίκου (1958) δεν θα είχαν γραφεί (ή θα είχαν γραφεί διαφορετικά). Και τα τρία ποιήματα προβάλλουν τις εικόνες τους πάνω στις εικόνες του «Θαλερού» εκφράζοντας είτε τη θλίψη για την αδυναμία ενός βόρειου τοπίου να προσφέρει ένα αίσθημα ανάλογο με εκείνο του ποιήματος του Σικελιανού (Σεφέρης), είτε την αγαλλίαση από την επαφή με ένα τοπίο παρόμοιο με εκείνο του «Θαλερού» (Εμπειρίκος), είτε την ευδαιμονία από την αναπόληση μιας τέτοιας αγαλλίασης (Ρίτσος). Και τα τρία ποιήματα είναι γραμμένα με τους στιχουργικούς τρόπους του Σικελιανού: το «Hampstead» και το «Ανδρος – Υδρούσα» πάνω στα χνάρια του ελεύθερου στίχου του Σικελιανού (το δεύτερο στην πεζόμορφη εκδοχή του περιέχει και έναν στίχο από το «Θαλερό»)· το ποίημα του Ρίτσου ­ που είναι και αφιερωμένο στον Σικελιανό ­ πάνω σε μια παραλλαγή του στροφικού σχήματος του «Θαλερού».


Στην ψυχή και των τριών ποιημάτων «τρίζουν και ηχούν βοερά πτερά μεγάλου αρχαγγέλου» («Ανδρος – Υδρούσα»).


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.