Ισως να έχει δίκιο ο συγγραφέας Robert Wright που λέει σε πρόσφατη μελέτη του πάνω στην εξέλιξη του συνεργασιακού ήθους στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού ότι μία από τις κύριες ανακαλύψεις του 20ού αιώνα είναι η θεωρία των παιγνίων των J. von Neuman και Ο. Morgenstern το 1947 και η διάκριση μεταξύ «παιγνίων μηδενικού και μη μηδενικού αθροίσματος» (zero/non zero games). Ο Robert Wright, ήδη αρκετά γνωστός από τη μελέτη του πάνω στη βιολογική βάση της ανθρώπινης ηθικής (1994) που μεταφράστηκε πρόσφατα στα ελληνικά, ονομάζει το νέο του βιβλίο Non Zero, θεωρώντας ότι ολόκληρη η πορεία του πολιτισμού μπορεί να ερμηνευθεί ως μια βαθμιαία μετάβαση από ένα συγκρουσιακό σε ένα συνεργασιακό ήθος, από την αντικατάσταση της αντίληψης όσον αφορά τα οικονομικά και πολιτικά πράγματα ως «παίγνια μηδενικού αθροίσματος» με μια άλλη αντίληψη που τα βλέπει ως «παίγνια μη μηδενικού αθροίσματος».


Η πρώτη είναι παγκοίνως γνωστή. Κερδίζει κανείς όσα χάνει ο άλλος σε μια σχέση αλληλόδρασης. Τα πάντα νοούνται μέσα από τη σύγκρουση και όχι τη συνεργασία. Η τελευταία εκλαμβάνεται ως ευκαιρία καταδολίευσης του άλλου, εφόσον μόνο εις βάρος του άλλου είναι δυνατόν να ωφεληθεί κανείς. Ενας ολοκληρωτικός πόλεμος ή ένα ποδοσφαιρικό ματς ή μια επιτυχημένη ληστεία αποτελούν τέτοια παιχνίδια. Αντίθετα, μια ανταλλαγή πληροφοριών, μια ερωτική σχέση ή μια εμπορική ανταλλαγή με όρους αμοιβαιότητας αποτελούν «παίγνια θετικού αθροίσματος», εφόσον κάθε πλευρά έχει όφελος από τη σχέση της με την άλλη.


Μια αταβιστική τάση στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση εμποδίζει τους συντηρητικότερους να ξανοιχτούν προς τη νέα αυτή αντίληψη και βλέπουν το όφελος μόνο ως δυνατότητα που πραγματοποιείται εις βάρος κάποιου άλλου, στο πλαίσιο του αρχέγονου «παιγνίου μηδενικού αθροίσματος» στο οποίο ανάγουν κάθε ανθρώπινη σχέση. Ετσι η πρώιμη μερκαντιλιστική σκέψη στην οικονομική θεωρία συνέδεσε την ευημερία με την απόκτηση πλεονεκτημάτων εις βάρος άλλων.


Οι οπαδοί αυτής της αντίληψης πολιτικών και οικονομικών σχέσεων αντιτίθενται στην αρχή της οικονομικής συνεργασίας μέσω της αγοράς. Οι θεωρητικοί της κλειστής οικονομίας στον 19ο αιώνα (όπως ο F. List και ο G. Schmoller) έβλεπαν και αυτοί την οικονομία ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Δεν αναγνώριζαν, ακριβώς όπως και οι θεωρητικοί της «εξάρτησης» έναν αιώνα μετά, ένα αυτόνομο σύστημα που να προκύπτει ασχεδίαστα από την προσφορά και τη ζήτηση. Τοποθετώντας την πολιτική υπεράνω της οικονομίας και τονίζοντας όχι τόσο τη σημασία της ευημερίας των ατόμων όσο την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία του κοινωνικού συνόλου, οι οπαδοί της κλειστής οικονομίας και της αυτάρκειας έγιναν μοιραία κρατιστές και ­ με κάποια έννοια ­ «μερκαντιλιστές».


Καρλ Σμιτ και Καρλ Μαρξ


«Μερκαντιλιστική», με μια έννοια, είναι και η ιδέα που υποστηρίζεται από ορισμένους «πατριώτες», σύμφωνα με την οποία πρέπει η Ελλάδα να «διεισδύσει» σε γειτονικές οικονομίες και να αντλήσει οφέλη εις βάρος τους. Αλλά και πέρα από το οικονομικό πεδίο, η αναγωγή κάθε σχέσης σε παίγνιο μηδενικού αθροίσματος οδηγεί στον εσφαλμένο συλλογισμό που εγγράφει στο εθνικό μας ενεργητικό κάθε πάθημα ή αποτυχία οποιουδήποτε βρίσκεται σε ανταγωνιστική σχέση με μας, λες και βρισκόμαστε σε ολοκληρωτικό πόλεμο μαζί του. Η καθαρή ανοησία αυτής της στάσης συγκαλύπτεται μέσα από έναν δημαγωγικό, υπερεθνικιστικό πολιτικό λόγο με τον οποίο χειραγωγείται η κοινή γνώμη.


Διάσημος θεωρητικός αυτής της ακραίας συγκρουσιακής στάσης ήταν ο φιλόσοφος του δικαίου και συνταγματολόγος του Γ’ Ράιχ Carl Schmitt, ο οποίος ανήγαγε τα πάντα σε σύγκρουση, θεωρώντας ότι όλοι γύρω από το υποκείμενο δράσης διαιρούνται σε «φίλους» και «εχθρούς». Η ίδια στάση διακρίνει και τον μαρξισμό, ιδίως στις θεωρίες του ιμπεριαλισμού του, της Ρόζας Λούξεμπουργκ, του Λένιν και των μετέπειτα θεωρητικών της «εξάρτησης». Η καταστροφική επαγγελία και η άρνηση συνεργασίας μεταξύ τάξεων συναρτώνται λογικά με την αντίληψη των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων ως παιγνίων μηδενικού αθροίσματος: αν ό,τι χάνω εγώ κερδίζει ο άλλος, ο μόνος τρόπος που έχω να ανατρέψω αυτήν τη σχέση είναι να την ανατρέψω εξουδετερώνοντας τον άλλον.


Αυτή η συγκρουσιακή κοσμοθεωρία συνδέεται άρρηκτα με την ευρύτατα διαδομένη αντίληψη κάθε πλέγματος ανθρωπίνων σχέσεων ως παιγνίου μηδενικού αθροίσματος, έτσι όπως αυτό ορίστηκε πιο πάνω. Δίδεται με αυτόν τον τρόπο θεωρητική και ιδεολογική κάλυψη σε μια άκρως συντηρητική ροπή του ανθρώπου να ανάγει τα πάντα σε σχέσεις εξουσίας και σύγκρουσης μέσα σε ένα κάθετο σχήμα αντιπαράθεσης.


Το στοιχείο αυτό του μαρξισμού έχει γι’ αυτόν τον λόγο τεράστια ελκτική δύναμη. Εχει όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: είναι λανθασμένο, όπως δείχνει η ανάπτυξη της θεωρίας των παιγνίων τα τελευταία πενήντα χρόνια στη θεωρία των συγκρούσεων, στην οικονομική θεωρία, στην ψυχολογία και στη θεωρία πολέμου.


Jihad ή Mc World;


Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές με την εφαρμογή του μοντέλου του «διλήμματος του φυλακισμένου» από τους Luce & Raiffa, Rappoport και Axelrod, μεταξύ άλλων, που είναι ένα μοντέλο ορθολογικής συμπεριφοράς φορέων δράσης με δύο επιλογές, συνεργασίας ή σύγκρουσης (αποποίησης συνεργασίας). Από τις μελέτες αυτές προκύπτει ότι η λογική τής κατάτασης οδηγεί τους ανθρώπους ­ και πολλές φορές και ορισμένα ζώα ­ στην υιοθέτηση ενός συνεργασιακού ήθους, που είναι μακροπρόθεσμα πιο σύμφορο από τη σύγκρουση. Γι’ αυτό και βαθμιαία, όπως δείχνει ο Robert Wright, το ήθος της σύγκρουσης ενδίδει στο ήθος της συνεργασίας, μέσα σε «οριζόντια» σχήματα που τα συνιστούν ελεύθεροι και ορθολογικοί φορείς δράσης, χωρίς να επιβάλλονται με τη βία άνωθεν μέσα σε «κάθετα» εξουσιαστικά σχήματα αναγκαστικής συνεργασίας.


Αν το καλοσκεφθεί κανείς, αυτό είναι το πνεύμα των καιρών σήμερα. Το τέλος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» σηματοδοτεί και την αρχή του τέλους ενός συγκρουσιακού ήθους γενικώς, της «αγωνιστικότητας» ως αρετής, της αποθέωσης της «επαναστατικής δυναμικής» κτλ., αλλά και την προαγωγή ενός κλίματος που ευνοεί τη συνεργασία και τις ανταλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο. Βέβαια η επιβίωση νοοτροπιών κλειστής κοινωνίας προκαλεί αντιδράσεις στην «ήρεμη επανάσταση» που επιφέρει η παγκοσμιοποίηση όχι μόνο του εμπορίου και των επικοινωνιών, αλλά και των πολιτιστικών αξιών (όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι ελευθερίες, η δημοκρατία).


Οι αντιδρώντες μετέρχονται τα πατροπαράδοτα συγκρουσιακά μέσα: Jihad vs McWorld, κατά την επιτυχημένη έκφραση του πολιτειολόγου Benjamin Barber (1995), δηλαδή ιερός πόλεμος που κηρύσσει ο παλιός κόσμος στον καινούργιο που γεννιέται. Είναι φυσικό να συναντά αντιστάσεις η νεωτερικότητα, η παγκοσμιότητα και η ανοιχτή κοινωνία. Ορισμένες μάλιστα από αυτές τις αντιδράσεις δεν στερούνται φολκλορικού ενδιαφέροντος, όπως αυτές κατά του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, με πρωταγωνιστή τον διεθνούς φήμης αγρότη-ταραχοποιό Ζοζέ Μποβέ. Σημασία δεν έχει το γεγονός ότι τέτοιες εκδηλώσεις θυμίζουν τους Λουδίτες στην Αγγλία του 19ου αιώνα που έσπαγαν τις μηχανές ή και την ένοπλη επίθεση του Δον Κιχότη κατά των ανεμομύλων δύο αιώνες νωρίτερα. Σημασία έχει ότι εκφράζουν συγκρουσιακά την αντίθεση πολλών ανθρώπων στον νέο κόσμο που γεννιέται και που δεν επιβάλλεται πρωταρχικά μέσα από τη σύγκρουση.


Οι αντιστάσεις αυτές όμως κάμπτονται βαθμιαία, κυρίως διότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο κλίνουν περισσότερο προς το McWorld ­ με όλη την «πολιτιστική δυσφορία» που συνεπάγεται ­ αποφεύγοντας το Jihad. Αυτό τεκμαίρεται από την εντυπωσιακή άνοδο του αριθμού δημοκρατιών στον κόσμο, έστω και «χαμηλής ποιότητας», την τελευταία δεκαετία. Το φαινόμενο δείχνει κάτι σημαντικό: ότι το πόρισμα εμπειρικών ερευνών που δείχνει έναν αναντίρρητο συσχετισμό μεταξύ δημοκρατίας και οικονομικής ευημερίας έχει γίνει αισθητό στις μεγάλες μάζες του ανθρώπινου πληθυσμού, ανεξαρτήτως γεωγραφικής θέσης ή πολιτιστικής παράδοσης. Οι άνθρωποι δεν θέλουν πόλεμο, επανάσταση ή σύγκρουση, αλλά ειρήνη, δημοκρατία και ευημερία. Εχουν αντιληφθεί, αμυδρά ίσως, το νόημα της προτίμησης για παίγνια μη μηδενικού από παίγνια μηδενικού αθροίσματος.*


* Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.