50 χρόνια μετά τον Εμφύλιο



Για τους σημερινούς μαθητές ο εμφύλιος πόλεμος είναι ένα ιστορικό γεγονός όπως πολλά άλλα που περιλαμβάνονται στην ύλη του σχολικού βιβλίου τους. Αν κάποιοι από αυτούς διαθέτουν επιπλέον γνώσεις από οικογενειακές αφηγήσεις, αυτές οφείλονται στους παππούδες, δεδομένου ότι οι γονείς τους είτε δεν είχαν γεννηθεί ακόμη είτε ήταν σε πολύ μικρή ηλικία. Για τη σχολική ιστορία, λοιπόν, 50 χρόνια μετά, η διδασκαλία του Εμφυλίου δεν θα έπρεπε θεωρητικά να είναι προβληματική. Συνήθως η χρονική απόσταση εξασφαλίζει τη νηφαλιότερη αντιμετώπιση. Για πολλές δεκαετίες ωστόσο ο Εμφύλιος δεν ήταν ένα απλό μάθημα Ιστορίας αλλά χρησιμοποιήθηκε ως ηθικό και πολιτικό «μάθημα» μέσα στο σχολείο ­ όπως και έξω από αυτό ­ έτσι ώστε το συμβαντολογικό τέλος του να μην είναι και το πραγματικό. Γι’ αυτό ακόμη και σήμερα η διδασκαλία του στα σχολεία δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε ενιαία. Φαίνεται πράγματι ότι η θέση του Εμφυλίου στη διδασκαλία της Ιστορίας εξαρτάται από τη διάχυση των διχαστικών συνεπειών του μέσα στην ελληνική κοινωνία για πολλές δεκαετίες μετά τη λήξη του, από την καθυστέρηση της ιστοριογραφικής επεξεργασίας του και από την επιβολή της τραυματικής μαρτυρίας στη θέση του ιστορικού λόγου.


Η εκτίμηση των γεγονότων


Μια φράση του Δ. Καμπούρογλου, το 1933, μπορεί να είναι αποκαλυπτική προς αυτή την κατεύθυνση: «Με την αρχαιότητα μας συνδέει ο θαυμασμός, με την παλαιότητα ο πόνος». Η διαπίστωση αυτή, παρ’ όλο που δεν συνδέεται με τον εμφύλιο πόλεμο, μπορεί να εφαρμοστεί ευρύτερα στον τρόπο αντίληψης αφενός του απώτερου και αφετέρου του πρόσφατου παρελθόντος. Στην ψύχραιμη, εξιδανικευμένη αντιμετώπιση του απώτερου παρελθόντος αντιπαρατίθεται η εμπαθής, συγκινησιακά φορτισμένη εικόνα της πρόσφατης ιστορίας. Στην πρώτη περίπτωση η χρονική απόσταση επιτρέπει είτε τη νηφάλια επιστημονική προσέγγιση είτε την εξιδανικευμένη παρουσίαση που εξομαλύνει αντιθέσεις και αποσιωπά τα «μελανά» σημεία. Στη δεύτερη περίπτωση η ζωντανή μνήμη των γεγονότων προβάλλει, αντίθετα, τις εσωτερικές ρωγμές, τις αντιθέσεις και τις εχθρότητες. Η αίσθηση ότι γι’ αυτά τα πρόσφατα γεγονότα η Ιστορία «δεν έχει ακόμη πει την τελευταία της λέξη» παροτρύνει τους ζώντες πρωταγωνιστές σε έναν αγώνα προσωπικής δικαίωσης.


Την αντίδραση αυτή μπορούμε να την εντοπίσουμε και στους δύο σημαντικότερους εμφύλιους πολέμους της νεότερης ιστορίας μας: στις εμφύλιες διαμάχες στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης και στον μεταπολεμικό εμφύλιο πόλεμο. Και στις δύο περιπτώσεις οι πρωταγωνιστές ήταν πεπεισμένοι ότι έλαβαν μέρος σε ένα εξαιρετικό γεγονός του οποίου άξιζε να διασώσουν την ανάμνηση. Επιθυμούσαν άλλωστε παράλληλα να δικαιολογήσουν τη στάση που κράτησαν και τις επιλογές τους. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι στα χρόνια που ακολούθησαν παρατηρείται και στις δύο περιπτώσεις μια υπερπαραγωγή απομνημονευμάτων και προσωπικών αφηγήσεων, η οποία προηγείται της ιστοριογραφικής επεξεργασίας των γεγονότων. Σε μεγάλο βαθμό οι μαρτυρίες αυτές αναπαράγουν τον διχαστικό χαρακτήρα του ίδιου του γεγονότος, σε συνάρτηση με το κυρίαρχο πολιτικό κλίμα της σύγχρονής τους εποχής. Οσο η απόσταση από το γεγονός μεγαλώνει πυκνώνουν οι φωνές για συμφιλιωτική προσέγγιση και για ομαλή ένταξη του γεγονότος στο εθνικό αφήγημα της ιστορικής συνέχειας. Η εμφύλια σύγκρουση παύει να είναι με αυτό τον τρόπο γεγονός αναφοράς: υποβαθμίζεται σε περίοδο «κρίσης» και «ανωμαλίας» και υποτάσσεται στο μείζον, ένδοξο, γεγονός ­ την Ελληνική Επανάσταση στη μία περίπτωση, την Εθνική Αντίσταση στην άλλη.


Η μετάλλαξη του μαθήματος


Η πορεία αυτή της μεταγραφής του βιώματος σε ιστορία ­ και μάλιστα σε εθνική ιστορία ­ καθρεφτίζεται στα σχολικά εγχειρίδια νεότερης ιστορίας από τη δεκαετία του 1960 ως σήμερα. Η γενική εντύπωση που έχουμε ότι ο εμφύλιος πόλεμος απουσιάζει από τη σχολική ιστορία είναι, εν μέρει τουλάχιστον, λανθασμένη. Γιατί υπάρχει στα σχολικά εγχειρίδια αλλά φαίνεται ότι δεν φθάνει ποτέ να διδαχθεί στην τάξη. Εν τούτοις η ορολογία που υιοθετείται, η έκταση του σχετικού κεφαλαίου, οι αποσιωπήσεις και οι ερμηνείες ως προς τις αιτίες και τις ευθύνες είναι αποκαλυπτικές για την επίσημη κάθε φορά άποψη σχετικά με τον Εμφύλιο. Είναι χαρακτηριστικό, π.χ., ότι το σχολικό εγχειρίδιο Ιστορίας της Γ’ γυμνασίου που διδασκόταν στα χρόνια της δικτατορίας αφιερώνει πολύ μεγαλύτερη έκταση στον Εμφύλιο ­ τον οποίο ονομάζει βεβαίως «συμμοριτοπόλεμο» και «ανταρσία» ­ σε σχέση με άλλα μεταγενέστερά του σχολικά βιβλία. Η ιδιαίτερη αυτή ανάπτυξη έχει φρονηματιστικό χαρακτήρα και εγγράφεται στον σφοδρό αντικομμουνισμό του απριλιανού καθεστώτος. Οι κομμουνιστές κατονομάζονται ως υπεύθυνοι βιαιοτήτων, «αγρίας τρομοκρατίας», σφαγών, λεηλασιών κτλ., εντέλει δηλαδή ως οι μοναδικοί υπεύθυνοι του εμφύλιου σπαραγμού. Αντίθετα, η σωτηρία της χώρας αποδίδεται στην ξένη παρέμβαση, αγγλική και αμερικανική.


Το αντεστραμμένο είδωλο αυτής της άποψης περιέχεται στα σχολικά βιβλία της μεταπολίτευσης και κυρίως σε εκείνα που εκδόθηκαν μετά την άνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία. Στη σύντομη ενδιάμεση περίοδο ως τις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Εμφύλιος, αν και αναφέρεται, δεν περιγράφεται στα εγχειρίδια. Χρησιμοποιείται και πάλι φρονηματιστικά αλλά σε άλλη κατεύθυνση απ’ ό,τι κατά την περίοδο της δικτατορίας. Τώρα το «μάθημα» του Εμφυλίου δεν είναι ο αντικομμουνισμός αλλά η ανάγκη της εθνικής ενότητας. Ηδη εξάλλου ο ρόλος των συμμάχων έχει χάσει το θετικό του πρόσημο, έτσι ώστε οι ευθύνες να κατανέμονται πλέον όχι μόνο σε εσωτερικούς αλλά και σε εξωτερικούς παράγοντες. Από τη δεκαετία του ’80 ως σήμερα οι πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία σε συνδυασμό με την εξέλιξη της ελληνικής ιστοριογραφίας καθρεφτίζονται και στη σχολική ιστορία. Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζουν άλλωστε οι δημόσιες πράξεις συμφιλίωσης με το επώδυνο παρελθόν.


Τι γίνεται σήμερα


Τα σύγχρονα σχολικά εγχειρίδια περιέχουν διαφορετικών αποχρώσεων και κυμαινόμενης σαφήνειας περιγραφές του Εμφυλίου, γεγονός που οφείλεται οπωσδήποτε και στην ηλικιακή ομάδα στην οποία απευθύνονται. Διαπιστώνουμε πάντως σε άλλη περίπτωση την αναστολή και τον δισταγμό (όπως στο βιβλίο της Γ’ γυμνασίου, όπου το σχετικό κεφάλαιο επιγράφεται «Η κρίσιμη πενταετία» και όχι «Ο εμφύλιος πόλεμος») και σε άλλη περίπτωση τη θαρραλέα διαπραγμάτευση των αιτίων, των γεγονότων και των συνεπειών του Εμφυλίου (όπως στο βιβλίο της Γ’ λυκείου, όπου περιλαμβάνονται επίσης κείμενα και εικόνες από την περίοδο εκείνη). Η στάση λοιπόν της σχολικής ιστορίας κλιμακώνεται από τη σιωπή και τις έμμεσες διατυπώσεις ως την ξεκάθαρη περιγραφή του πολιτικού τοπίου. Σε όλες τις περιπτώσεις πάντως επιδιώκεται η όσο το δυνατόν πιο ισορροπημένη παρουσίαση του θέματος, όπου οι ευθύνες κατανέμονται ισοδύναμα τόσο στις δύο αντίπαλες παρατάξεις (που ωστόσο άλλοτε κατονομάζονται και άλλοτε όχι) όσο και στην ξένη επέμβαση (την ανάμειξη των Αγγλων). Η σχολική ιστορία σήμερα υιοθετεί τον νηφάλιο και «ουδέτερο» λόγο των «ίσων αποστάσεων».


Αυτή η ψύχραιμη αναφορά στον Εμφύλιο οφείλεται στη χρονική απόσταση της πεντηκονταετίας αλλά και στις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές των δύο τελευταίων δεκαετιών. Ιδιαίτερα για έναν συντηρητικό κοινωνικό θεσμό όπως είναι το σχολείο η ενσωμάτωση νέων στοιχείων είναι δυνατή μόνο στο μέτρο που αυτά είναι αποδεκτά από ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ή από την κυρίαρχη κοινωνική ομάδα. Ταυτόχρονα η πρόοδος της ιστορικής έρευνας με το άνοιγμα των ρωσικών αρχείων και μέρους των αρχείων του ΚΚΕ και με τη συγγραφή μελετών που στηρίζονται σε πρωτογενές υλικό ανοίγει τον δρόμο για την ελεύθερη από στερεότυπα, ορθολογική γνώση. Ο Εμφύλιος χάνει σιγά σιγά το μυθολογικό περίβλημά του και το ηθοπλαστικό περιεχόμενό του και γίνεται Ιστορία, ακριβώς όπως συνέβη τον προηγούμενο αιώνα με την Ελληνική Επανάσταση. Επειδή όμως η ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης δεν απέβαλε ακόμη τα μυθικά στοιχεία της ούτε έπαψε να προσφέρεται για ιδεολογική χρήση, να περιμένουμε άραγε ότι το ίδιο θα συμβεί και με την ιστορία του Εμφυλίου που σήμερα γράφεται;


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.