1
Εύκολα ρέπομε προς την ελεεινολόγηση του παρόντος! Υποθέτω πως μας βοηθάει να δικαιώσωμε ένα παρελθόν αμφίβολης άλλως σπουδαιότητας, ή να προβάλωμε τον εαυτό – μας πάνω απ’ τις «ατέλειες» των άλλων. Συνήθως, μάλιστα, η σχετική γκρίνια – μας στηρίζεται σε προσωπικές εκτιμήσεις, χωρίς να νοιώθουμε πάντα την ανάγκη των μετρήσεων και της αποδεικτικότητας. Ετσι λ.χ. κεραυνοβολούμε τα ήθη της νέας γενιάς, χωρίς κάν να ορίζωμεν τον (απέραντης περιπλοκής) όρο «ήθος», χωρίς να περιγράφωμε την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος στο οποίο αναφερόμαστε, και χωρίς να επικαλούμαστε κανενός είδους μέτρηση με συγκεκριμένα κριτήρια.


Ετούτα όμως όλα, καθόλου δεν σημαίνουν πως πρέπει να παραιτηθούμε απ’ την κριτική των κοινωνικών – μας φαινομένων. Στο κάτω – κάτω η κριτική (όταν δέν συνοδεύεται και με αστυνομική διάταξη) είναι καθήκον δημοκρατικό, μιάς και ακυρώνει την νανουριστική μονοφωνία της κρατούσας άποψης ή της «φοράς» των πραγμάτων.


2 Ηθελα λοιπόν σήμερα να ελεεινολογήσω τον καινούργιο συρμό των ξενικών μέν, λατινογραμμένων δέ, τίτλων σωρείας περιοδικών. Υποθέτω πως, τώρα, μέσα στη λαπαδιασμένη αγορά κανείς δέν θα τολμά να εκδώση περιοδικό με τίτλο «Μαστορέματα»· οφείλει να το ‘πή «Do it yourself» (παρ’ όλο που παραπέμπει στον συμπαθή ήρωα της παλαιάς διαθήκης ο οποίος κατέχεεν το σπέρμα αυτού χαμαί). Ιδού η πρόχειρη καταγραφή τέτοιων περιοδικών για τους τυχόν αμυήτους:


­ Οι πιό τσαχπίνιδες αναγνώστες πρέπει τώρα να διαβάζουν το «Nitro», το «Colt», το «Downtown», το «Vita», ή ακόμη και το «The thing».


­ Οι άνδρες ειδικότερα, το «Men» ή το «Status».


­ Οι πιό ενήμεροι το «Crash».


­ Οι ερωτικοί το «Open».


­ Οι κυρίες το «Diva».


­ Οι μουσικόφιλοι το «Music cafe», και τράβα κορδέλα.


Και δέν αναφέρομαι βεβαίως στα επώνυμα ξένα περιοδικά τα οποία στην ελληνόφωνη έκδοσή – τους κυκλοφορούν κι αυτά με λατινογραμμένον τον τίτλο τους: «Cosmopolitan», «Elle», «Marie Claire», «Playboy»…


Ναί, ξέρω, το φαινόμενο δέν έχει διαφύγει της προσοχής των κοινωνιολόγων, αλλά δέν έτυχε ακόμα να διαβάσω σχετική επιστημονική έρευνα. Εως τότε, θεωρώ ως μάλλον δεδομένο πως όλοι – μας γεμίζομε από εθνική περηφάνεια για τις προόδους – μας και για τη συμβολή – μας στην παγκοσμιοποίηση. Εάν όμως σφάλλωμε, εάν κάμποσοι θεωρούν ετούτα τα τερτίπια ως πολιτισμικό γενιτσαρισμό μάλλον, νομιμοποιούμαστε νομίζω ν’ αντιδράσουμε. Κι ομολογώ πως η πρώτη – μου παρόρμηση είναι να καταδείξωμε το γελοίον του πράγματος ­ ο σκωπτικός ο λόγος αφυπνίζει! Αφήνοντας όμως το έργο τούτο στους θερινούς επιθεωρησιογράφους, διερωτώμαι πούθε μας έλαχε τόση ηττοπάθεια; Τόσο άχρηστη αποδείχθηκε λοιπόν η γλώσσα – μας στην πράξη;


3 Φαίνεται δέ οτι το ζήτημα είναι ευρύτερο: Τα «σόου» και τα «γκλάμουρ» και τα «μπάτζετ» πάνε σύννεφο. Δέν θέλω ακόμα την ‘πώ γλωσσική διολίσθηση (έτσι κι αλλιώς όλοι μας διολισθαίνομε). Διερωτώμαι μόνο τί μας κάνει ν’ αγκαλιάζουμε κατεπειγόντως την ξένη λέξη στον καθημερινό λόγο; (Το θέμα της τεχνικο-επιστημονικής ορολογίας είναι ξέχωρο).


Υποθέτω λοιπόν οτι μας έχει πρώτα κερδίσει το ξένο πρότυπο ζωής (δέν είναι άσχετο το γεγονός οτι κάμποσα απ’ τα περιοδικά που ανέφερα αποκαλούνται lifestyle). Επιζητούμε να βιώσωμε κι εμείς οι δεύτεροι την ωμορφιά, την ευφυΐα, τις δεξιότητες, τον πλούτο του αντίστοιχου ξένου προτύπου. Οπότε, φυσικότατα, η ξένη λέξη εκφράζει αρμοδιότερα την αντίστοιχη πρωτογενή έννοια, μιάς κι η ξένη λέξη κουβαλάει αυτομάτως ολόκληρο το εννοιολογικό του φορτίο, από γεννησιμιού – της. Και δέν την αλλάζουμε με τίποτα, ιδίως όταν η παιδεία – μας δέν έτυχε να μας προσφέρη επαρκείς αντίστοιχες συγγενείς παραστάσεις κατα το παρελθόν.


Επομένως, το θέμα δέν είναι στενά γλωσσικό ­ είναι ευρύτερα πολιτισμικό, είναι θέμα στάσεως ζωής. Ποιόν επιλέγεις για πρότυπο: Τον Καραϊσκάκη ή τον Μαραντόνα, την Ειρήνη Παπά ή την Μαντόνα, τον Αλέκο τον Παναγούλη ή τον επιμελώς λιγδιάρη ήρωα της πόπ; Δικός – σου είναι ο βίος, δικιές – σου οι ειδικές περιστάσεις, δική – σου (ελεύθερη προφανώς) κι η απόφαση. Μόλις όμως διαλέξης το πρότυπο, θα λουστής και τα σουσούμια – του και τις λέξεις – κλειδιά που το εκφράζουν.


4 Πάντως, όσο ατελής κι αν είναι αυτή η εισαγωγή, επιτρέπει νομίζω να υποπτευθούμε οτι η γλωσσική διολίσθηση είναι απλός απόηχος μιας πολιτισμικής διολίσθησης. Υποθέτω δηλαδή οτι ετούτο το κοινωνικό φαινόμενο δέν συνιστά μια «φυσική» πολιτισμική εξέλιξη της τοπικής Ομάδας. Θα υποστηρίξω οτι αυτή η εξέλιξη είναι αποτέλεσμα βιασμού: Η εισαγόμενη πλημμυρίδα των μικρού κόστους προϊόντων της βιομηχανίας των «διασκεδάσεων» ή των «ειδήσεων», υπακούει σε εξωγενείς κανόνες (τους λεγόμενους νόμους της αγοράς), και δέν είναι αποτέλεσμα «φυσιολογικής» πολιτισμικής διεργασίας. Ασχετο άν, στη μεγάλη κλίμακα χώρου και χρόνου, τα προϊόντα αυτά θα καταγραφούν τελικώς στην κουλτούρα της εποχής – μας. Ετούτο όμως καθόλου δέν αποδεικνύει την αυτόματη αγαθοποιό συνέπεια αυτού του γεγονότος: Το ενδιάμεσο κόστος προσαρμογής θα το έχουν πληρώσει πλήθος τοπικές κοινωνίες, ερήμην των οποίων οργανώθηκε κι εκτελέσθηκε η εισβολή. Γι’ αυτό εμίλησα για «βιασμό».


Στον βαθμό λοιπόν που ευσταθεί αυτή η (βασική νομίζω) παρατήρηση, γεννάται τώρα η άποψη οτι ορθώς μέν νομιμοποιούνται τα εκ βιασμού τέκνα (κανείς δέν σκέφτηκε, εκτός από φασίστες ή σταλινικούς, ν’ αστυνομεύση την κουλτούρα), ο ίδιος ο βιασμός όμως ΔΕΝ νομιμοποιείται. Οταν λοιπόν έλεγα προ καιρού «λίγη αντίσταση ωρέ» σε ορισμένα γλωσσικά μπουγαδόνερα (της δήθεν λαϊκής λαλιάς), αυτήν την άμυνα κατα του βιασμού υπαινισσόμουν. Διότι, και γενικότερα, τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς στον Τούρκο δέν κατάφεραν να διώξουν τα άρθρα απ’ τα ελληνικά (άρθρα των οποίων ως γνωστόν στερείται το τουρκικόν ιδίωμα). Είκοσι όμως χρόνια γλωσσικού κατινισμού αρκέσαν για να φουντώση ο υφέρπων εξοβελισμός των άρθρων («πήγαμε Τρίπολη, είδαμε Δήμαρχο κι ερχόμαστε Αθήνα»).


Μου λένε οι Γλωσσολόγοι ­ κι έχουν δίκιο: «Αυτή είναι σήμερα η γλώσσα. Αυτήν καταγράφομε εμείς, κι αυτής τα φαινόμενα τακτοποιούμε». Καθήκον – τους. (Και μακάρι να καταγράφανε και την ήττα της νι-φοβίας, εκείνης που την νομιμοποίησε η γνωστή «σχολική» Γραμματική: Τώρα, η πλειονότητα του γραπτού και του προφορικού λόγου εκφέρει «τον Γραμματέα», κι όχι «το Γραμματέα». Συνήλθαμε απ’ τ’ αρβανίτικα). Πολύ σωστά λοιπόν κάνουν οι γλωσσολόγοι. Πρίν όμως ένα γλωσσικό φαινόμενο καταστή γεγονός καταγράψιμο, έχει (όπως υπαινιχθήκαμε) προηγηθή ένα κοινωνικό πολιτισμικό φαινόμενο που προκάλεσε τη γλωσσική μεταβολή. Σ’ εκείνην δε ακριβώς τη φάση, κι όχι στη γλώσσα, υποστηρίζω πως δικαιούμαι να ασκήσω κρίση αξιολογική όταν διαπιστώνω βιασμόν. Και μάλιστα όχι ως επιστήμονας, αλλά ως πολίτης. Και ν’ αντιπροτείνω μια μορφή φυσιολογικότερου έρωτος, που θα προέλθη από μια αντίρροπα οργανωμένη παλλαϊκή Παιδείαν: Αν την πληρώσουμε (Κύριε Υπουργέ επι της Οικονομίας), άς την ετοιμάσουμε (Κύριε Υπουργέ επι της Παιδείας), ας την διαθέσουμε εμείς ­ κι όποιος γουστάρει παίρνει. Και μήν ξανακουσθή εκείνο λόγου χάρη το απίστευτο «δέν φέρνει διαφημήσεις η μορφωτική τηλεόραση» ή το άλλο «δέν χωράν στο πρόγραμμα των Λυκείων τα φιλοσοφικά και τα καλλιτεχνικά μαθήματα». Πρέπει, είν’ αλήθεια, να πείσουμε και κάμποσες χιλιάδες Δασκάλους, οι οποίοι μέχρι προχθές υποχρεώνονταν να μεριμνούν «να μήν εθισθή ο μαθητής σε γλώσσα κυριλέ».


Τέτοιαν αντίσταση λοιπόν ευαγγελίζομαι. Παρ’ όλο που δέν είναι της μόδας, λίγη εθνική περηφάνεια δέν θα ‘βλαφτε κι εδώ. «Λίγο ξυπνάτε αδέρφια» του αείμνηστου Ξυλούρη. Εως, τότε, διατηρώ πλήρες το δικαίωμα του ηχηρού καγχασμού εισβάρος (ή «σε βάρος», που λέν κι οι άσχετοι) του τλήμονος εκείνου που θα βαστάη παραμάσχαλα το νέο περιοδικό «The Lober» αντί για το προτιμητέον «Ο Γκόμενος» (ιδίως διοτι έχει ενετική καταγωγή).


Ο κ. Θ. Π. Τάσιος είναι καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.