Την ερχόμενη Τρίτη η Αναστασία Τούρτα, διευθύντρια του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης, θα παραλάβει στο Στρασβούργο από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου van der Linden το «Βραβείο Μουσείου» για το 2005, που ομόφωνα το Συμβούλιο της Ευρώπης αποφάσισε να δοθεί στο Μουσείο αυτό. Το βραβείο, ένα μικρό αγαλμάτιο του Joan Μirό που θα παραμείνει στη Θεσσαλονίκη για ένα χρόνο, συνοδεύεται και από ένα συμβολικό χρηματικό ποσό. H βράβευση αφορά όχι μόνον στα εκθέματα του Μουσείου και στον τρόπο που αυτά παρουσιάζονται στο κοινό, αλλά και στο σύνολο των λειτουργιών του, όπως στα εργαστήρια συντήρησης που διαθέτει και τον τρόπο λειτουργίας τους, στις συνθήκες φύλαξης των αρχαίων και την οργάνωση των αποθηκευτικών του χώρων και γενικά στη συμβολή του στη μελέτη και προβολή του βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμού.


Είναι η πρώτη φορά που η χώρα μας βραβεύεται με το βραβείο αυτό που άρχισε να επιδίδεται από το 1977 και ασφαλώς αποτελεί τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή διάκριση στον τομέα των μουσείων. Ως σήμερα το έχουν κερδίσει 18 ευρωπαϊκές χώρες, ορισμένες μάλιστα και για περισσότερες φορές, όπως π.χ. η Γερμανία (έξι φορές). Το βραβείο, πέραν της τιμής που αποτελεί για τη χώρα μας, έχει και μια πρόσθετη, ιδιαίτερη σημασία. Καθώς διάφοροι κύκλοι στη Δύση θέλουν να αποσιωπάται η όποια συμβολή του Βυζαντίου στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας, η παραπάνω βράβευση μπορεί να ερμηνευθεί και ως αναγνώριση του ρόλου του Βυζαντίου· επομένως κάνει πιο εύκολο το έργο εκείνων που τυχόν εργάζονται προκειμένου ο βυζαντινός πολιτισμός να πάρει τη θέση που του αξίζει στο υπό ίδρυση Μουσείο της Ευρωπαϊκής Ιστορίας που ετοιμάζεται από την Ευρωπαϊκή Ενωση.


Στους συντελεστές της οργάνωσης και λειτουργίας του Μουσείου οφείλουμε πολλές χάριτες. Ως γνωστόν το Μουσείο αυτό είναι επίτευγμα ελληνικό, που οικονομικά μόνο στηρίχθηκε από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Στο πρόσωπο αυτών που μόχθησαν τιμάται το ελληνικό κράτος και πάνω από όλα οι Ελληνες αρχαιολόγοι, όπως και όλοι οι εργαζόμενοι στο Υπουργείο Πολιτισμού που, κάτω από αντίξοες συχνά συνθήκες, επιτελούν έργο με απήχηση και εκτός των ελληνικών συνόρων.


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης, που άρχισε να ανοίγει τους εκθεσιακούς του χώρους για το κοινό το 1994, είναι ένα από τα πιο ζωντανά κρατικά μουσεία του τόπου μας. Σ’ αυτό έχουν συμβάλει, εκτός των άλλων, η γόνιμη συνεργασία του με άλλα γνωστά μουσεία τόσο της ημεδαπής όσο και της αλλοδαπής, η επιτυχής οργάνωση επιστημονικών ημερίδων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων και η ετήσια έκδοση, με τη βοήθεια του Σωματείου των Φίλων του Μουσείου, ενός ευπαρουσίαστου περιοδικού. Στις ένδεκα αίθουσες που στεγάζουν τις μόνιμες εκθέσεις του, οι επισκέπτες του έχουν τη δυνατότητα να προσεγγίσουν πολλές πτυχές του βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμού, ενώ πολλά οφέλη αποκομίζουν και από τις σημαντικές περιοδικές εκθέσεις που οργανώνονται κατά τακτά διαστήματα. (Περιοδικές εκθέσεις, στημένες βέβαια με γνώση, θα πρέπει συχνά να παρουσιάζονται στα κρατικά μας μουσεία, αν θέλουμε να μιλούμε για μουσεία και όχι για… νεκροταφεία). H σοβαρότητα μάλιστα του Μουσείου ώθησε κατόχους σημαντικών παλαιοχριστιανικών, βυζαντινών και μεταβυζαντινών συλλογών να τις δωρίσουν σ’ αυτό. Ολα αυτά, όπως και η επιστροφή των περισσοτέρων από τις βυζαντινές και μεταβυζαντινές αρχαιότητες της Θεσσαλονίκης και γενικότερα της Μακεδονίας που το 1915 είχαν πάρει το δρόμο προς την Αθήνα, έχουν ως αποτέλεσμα το Μουσείο αυτό να θεωρείται σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα διεθνώς στο είδος του.


H ίδρυση του Μουσείου δεν ήταν εύκολη υπόθεση. «Εγεννήθη μετά πολλάς ωδίνας, ας ουδ’ αυτή η Λητώ υπέστη κατά τον τοκετόν του Απόλλωνος» για να χρησιμοποιήσω μια φράση του X. Χαριτωνίδη ειπωμένη για μια ανάλογη περίπτωση. Αμέσως με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης η ελληνική Πολιτεία με το διάταγμα 746/21.8.1913 αποφασίζει να ιδρύσει στην πόλη, που «δεν έπαυσε ποτέ να φωτίζεται αμεσώτερον εκ του Βυζαντίου», Κεντρικό Βυζαντινό Μουσείο. Με εισήγηση μάλιστα του τότε μητροπολίτη Γενναδίου προτείνεται να στεγαστεί αυτό στο ναό της Αχειροποιήτου, τον οποίο ο φωτισμένος ιεράρχης τον χαρακτηρίζει ως ιδανικό για «να καταστή όχι μόνον του παρόντος αλλά και του μέλλοντος το επί αισίοις οιωνοίς ιδρυόμενον Κεντρικόν Βυζαντινόν Μουσείον της Ελλάδος». (Αν θυμηθούμε τη στάση που κράτησε πριν από μερικά χρόνια η μητρόπολη Θεσσαλονίκης στο θέμα της Ροτόντας, του σημαντικού δηλαδή οικοδομήματος που έκτισε στη Θεσσαλονίκη ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Γαλέριος, μόνο θλίψη και απογοήτευση μπορούμε να αισθανθούμε). Ενα χρόνο όμως αργότερα με το νόμο 401/20.11.1914 αποφασίζεται η ίδρυση και στην Αθήνα Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Ωστόσο ας μη νομίσει κανείς ότι η ελληνική Πολιτεία προχώρησε αμέσως και στην υλοποίηση των παραπάνω αποφάσεών της. Θα περάσουν πολλά χρόνια για να συμβεί αυτό. Δεν είναι βεβαίως περίεργο ότι το αθηνοκεντρικό νεοελληνικό κράτος έστησε πρώτο – το 1930 – το Μουσείο της Αθήνας. H υπόθεση του Βυζαντινού Μουσείου της Θεσσαλονίκης για εξήντα και πλέον χρόνια ήταν καταχωνιασμένη στα συρτάρια των αρμοδίων. Θα χρειαστεί η ενεργοποίηση δύο πρωθυπουργών, του Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβύτερου και του Ανδρέα Παπανδρέου, για να ξεπεραστούν μύρια όσα εμπόδια και για να μπει ο θεμέλιος λίθος του το 1989. Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1993, ένα λαμπρό κτίσμα, έργο του Κυριάκου Κρόκου, ενός προικισμένου αρχιτέκτονα που δυστυχώς χάθηκε πολύ νωρίς, ήταν έτοιμο να παρουσιάσει στους επισκέπτες του ανεκτίμητους θησαυρούς παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης.


Ο κ. Μιχάλης A. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.