Η Κάτια Δανδουλάκη μιλάει για τον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων», τον ρόλο της και τη νέα θεατρική χρονιά





Υπηρέτης με τέσσερα χέρια για να μπορεί να ικανοποιεί τους δύο αφεντάδες του είναι η Κάτια Δανδουλάκη στην κωμωδία του Γκολντόνι


Ναράσταση για αντοχές αθλητών χαρακτηρίζει η Κάτια Δανδουλάκη την κωμωδία του Κάρλο Γκολντόνι «Υπηρέτης δύο αφεντάδων», που παρουσιάζει φέτος στο θέατρό της. «Είναι απίστευτο το πόσο κουραστική είναι αυτή η δουλειά. Χρειάζεται αντοχή αθλητή για να αντεπεξέλθεις. Η υπερένταση που έχουμε όλοι μας είναι μοναδική. Είναι η πρώτη φορά όπου ένα έργο έχει τόσο μεγάλες απαιτήσεις και σε καλεί να έχεις βιολογικές αντοχές». Η ίδια όμως, θέλοντας πάντα να βάζει στόχους πέρα και πάνω από τις δυνατότητές της, ξεπερνά κι αυτή τη φορά το μέτρο της: «Και αναρωτιέμαι πόσο θα αντέξω».


Με διάθεση να παίξει κωμωδία, η Κάτια Δανδουλάκη ήθελε να κάνει κάτι διαφορετικό, μετά από δύο χρόνια Τσέχοφ και Στρίντμπεργκ. «Το φυσικό μου άλλωστε αυτό είναιΩ αντιμετωπίζω τη ζωή με χιούμορ και αυτοσαρκασμό και όχι ως μια περιφερόμενη ρομαντική ύπαρξη. Εχω βαθύ ρομαντισμό μέσα μου αλλά αυτοσαρκάζομαι. Η διάθεσή μου έρχεται όμως σε αντίθεση με την όψη, με το φυζίκ μου». Ενάντια στην αέρινη μορφή της αναλαμβάνει τον ρόλο του υπηρέτη Τρουφαλδίνου: «Το θέατρο έχει τη μαγεία να σε βγάζει από τον ρεαλισμό. Δεν νομίζω ότι θα σταθεί κανείς στο γεγονός ότι γυναίκα παίζει τον άνδρα. Ζητούμενο είναι να πείθεις το κοινόΩ εκεί έγκειται η επιτυχία. Ερμηνεύοντας τον Τρουφαλδίνο δεν προσπάθησα να μιμηθώ τον άνδραΩ ούτε τη φωνή μου άλλαξα».


Η Κάτια Δανδουλάκη είναι ο συνδετικός κρίκος αυτής της παράστασης. Οχι μόνο γιατί ο ρόλος της αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο κινείται η κωμωδία, αλλά και γιατί βρίσκεται ανάμεσα στις γενιές που συνυπάρχουν στη φετινή παραγωγή: η παλαιότερη με τον Γιάννη Μιχαλόπουλο να σέρνει τον χορό ­ μαζί του και ο Μπάμπης Γιωτόπουλος ­ και η νεότερη με πρώτο τον Στέλιο Μάινα. «Στην Ελλάδα έχουμε εξαιρετικούς ηθοποιούς με τους οποίους δεν μας δίνεται η ευκαιρία να συνεργαστούμε, κυρίως λόγω συγκυρίας», λέει η ηθοποιός. «Δεν είχα ποτέ την τύχη να δουλέψω με τον Γιάννη Μιχαλόπουλο, έναν ηθοποιό του οποίου το ταλέντο, το ήθος και την πορεία μέσα στην κωμωδία τιμώ ιδιαίτερα. Επιπλέον ο ρόλος τού πάει πολύ. Θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι η πείρα και το παρελθόν του Μιχαλόπουλου με την παρουσία του Γιωτόπουλου συνυπάρχουν με αυτά τα νέα παιδιά. Αυτή η μείξη είναι που δημιουργεί τη βάση μιας σωστής θεατρικά παράστασης». Η ίδια είναι που πιστεύει ότι το 90% της επιτυχίας μιας παράστασης οφείλεται στη διανομή, και όταν αυτή συνδυάζει πείρα, ταλέντο, νιάτα και όρεξη, τότε τα πράγματα είναι σε καλό δρόμο.


Με τον νεαρό σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη η κωμωδία του Γκολντόνι δεν αντιμετωπίζεται ως μια παράσταση κομέντια ντελ’ άρτε. «Συνδυάζει ακραία είδη παιξίματος, τα οποία συντίθενται σε κάτι μη νατουραλιστικό. Υπάρχει μια προέκταση μελαγχολίας στην αρχή και στο τέλος του έργουΩ άλλωστε πάνω από όλα είμαστε θεατρίνοι και νιώθουμε μέσα μας την πίκρα, ενώ έξω είναι όλα ένα πανηγύρι. Οπως η ίδια η ζωή».


Η επιλογή του Αρβανιτάκη έγινε αφού η Κάτια Δανδουλάκη παρακολούθησε την παράσταση «Ολος ο Σαίξπηρ σε μια ώρα» (παρουσιάστηκε στο θέατρό της πέρυσι): «Χρειαζόμουν την ορμή τουΩ πιστεύω στην πείρα που μπολιάζεται με την ορμή. Εχοντας δουλέψει με σκηνοθέτες όπως ο Λιουμπίμοφ, ο Ντασέν, ο Βολανάκης, ο Κακογιάννης, ο Βουτσινάς, θέλω να συνεργασθώ με το φρέσκο και το καινούργιο. Ο Κωνσταντίνος είναι ένα βαθιά μορφωμένο παιδί που ξέρει τι θέλει και με τον οποίο επικοινωνούμε πνευματικά». Στέκεται ιδιαίτερα στον Σταμάτη Κραουνάκη, που συνθέτει τη μουσική της παράστασηςΩ «τον θεωρώ γεννημένο για τη μουσική θεάτρου. Οταν γράφει μουσική ακολουθεί διαδικασία υποκριτικής». Αντιστοίχως επισημαίνει ότι ο Δημήτρης Παπάζογλου «χορογραφεί χωρίς να χορογραφεί και θεατροποιεί την έμπνευσή του».


Νιώθει τεράστια ευθύνη για όλη αυτή τη θεατρική δημιουργία που αρχίζει να συντελείται στο θέατρο που φέρει το όνομά της. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια. Εχω την αίσθηση ότι βρίσκομαι στην κορυφή ενός απότομου βράχου και φυσάει δυνατά. Αισθάνομαι όμως, και ευτυχώς, ότι πλάι μου έχω στον ίδιο βράχο τη Μάγια Λυμπεροπούλου, μια από τις προσωπικότητες που βαθιά θαύμασα στο θέατρο και στη ζωή μου. Ωστόσο νιώθω ότι πρέπει να σταθώ όρθια και να μην παραπατήσω». Ασπίδα της έχει, όπως υπογραμμίζει, την απόλυτη ειλικρίνεια σε ό,τι κάνει. «Πιστεύω ότι ο κόσμος εκτιμά πάντα το αποτέλεσμα, από τη στιγμή όπου του παρουσιάζεται με ειλικρίνεια, εργατικότητα και σαφήνεια στόχου. Ο κόσμος απορροφά σαν σφουγγάρι την αλήθεια».


Στην ερώτηση αν χρειάζονται τόσα θέατρα και τόσα έργα σε μια πόλη όσο η Αθήνα, η Κάτια Δανδουλάκη απαντά: «Χρειάζονται τόσα βιβλία, τόσα υπουργεία, τόσα ραδιόφωνα, τόσες τηλεοράσεις, τόσες εφημερίδες…; Με το ίδιο σκεπτικό δεν χρειάζεται τίποτε ή χρειάζονται άλλα τόσα. Χρειάζεται τόσος κόσμος; Και αυτό το ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Εμείς τα χρειαζόμαστε, εμείς τα έχουμε ανάγκη. Το θέμα δεν είναι μέσα από πόσες παραστάσεις θα επιλέξει ο θεατής, αλλά πόσες και ποιες θα είναι αυτές. Οι ανάγκες μας όμως βρίσκουν ανταπόκριση. Στην Ελλάδα έχουμε πραγματικά θεατρόφιλο κοινό, ουσιαστικό και συνειδητοποιημένο. ».


* Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ


Θέατρο «Κάτια Δανδουλάκη»


«Υπηρέτης δύο αφεντάδων» του Κάρλο Γκολντόνι


Ελεύθερη απόδοση: Μάριος Πλωρίτης


Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης


Σκηνικά – κοστούμια: Γιώργος Πάτσας


Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης


Στίχοι: Μ. Πλωρίτης – Κ. Αρβανιτάκης


Χορογραφίες: Δημήτρης Παπάζογλου


Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ


Παίζουν: Θοδωρής Αθερίδης, Γεωργία Αποστόλου, Κυριάκος Βελισσάρης, Μπάμπης Γιωτόπουλος, Κάτια Δαναδουλάκη, Αγγελική Δημητρακοπούλου, Γιώργος Κορμανός, Κατερίνα Λοπού, Στέλιος Μάινας, Γιάννης Μιχαλόπουλος