Το μόνο που δεν περνούσε από το μυαλό του Μαρκ Λακρουά, φωτογράφου τότε στον περιοδικό Τύπο και στον χώρο των εκδόσεων, τη στιγμή που έδινε την κάρτα του στην οικονόμο του Σαλβαντόρ Νταλί στις 8 Αυγούστου του 1970 ήταν ότι ο πλέον αμφιλεγόμενος καλλιτέχνης του 20ού αιώνα θα δεχόταν να τον συναντήσει την ίδια εκείνη ημέρα. Ακόμη κι όταν στις 7 το απόγευμα χτυπούσε μαζί με τη γυναίκα του, Τερέζ, την πόρτα του σπιτιού του στο Πορτγιγάτ, όπου ζούσε από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, ήταν αδύνατο να φανταστεί την εικόνα που θα αντίκριζε: μέσα σε μια ατμόσφαιρα μυστικιστική ο Νταλί τούς περίμενε καθισμένος στο κέντρο ενός μαύρου τραπεζιού. Υποδυόταν τον Χριστό αναβιώνοντας με αφορμή το επίθετο του φωτογράφου (Λακρουά στα γαλλικά σημαίνει Ο σταυρός) τον περίφημο πίνακα με τίτλο «Μυστικός Δείπνος» που είχε ζωγραφίσει 15 χρόνια νωρίτερα. Φορούσε έναν χιτώνα λευκό και στα χέρια του κρατούσε ένα δισκοπότηρο. Το σκηνικό έμοιαζε με αρνητικό. Εκείνο το βράδυ το ζεύγος Λακρουά έμεινε μαζί του για τρεις ολόκληρες ώρες αλλά αυτή έμελλε να είναι η αρχή μόνο της σχέσης τους. Στη δεκαετία που θα ακολουθούσε ο Λακρουά γνώρισε τον δικό του Νταλί, «τον Νταλί του Καδακές και όχι εκείνον του Παρισιού, της Νέας Υόρκης, των δημοσιογράφων ή της τηλεόρασης». «Κάθε στιγμή μαζί του ενείχε το απροσδόκητο μιας μικρής περιπέτειας», η φράση με την οποία μας καλωσόρισε στη συνάντηση που είχε οριστεί λίγο πριν από τα εγκαίνια της έκθεσής του με φωτογραφίες του Νταλί και της Γκαλά στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων.



Το βράδυ της πρώτης εκείνης συνάντησής τους ο Νταλί ζήτησε από τον Λακρουά μια φωτογραφία από τον καθεδρικό ναό μιας γειτονικής πόλης. «Μου είπε ότι το είχε ζητήσει πολλές φορές από άλλους φωτογράφους αλλά μετά δεν τους έβλεπε ξανά. Ηταν λογικό. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αλλά ο Νταλί ζητούσε συχνά το αδύνατο. Γύρισα πίσω με τη φωτογραφία. Εκανε σαν τρελός από τη χαρά του και μου είπε: «Υπάρχουν δύο ποιότητες ανθρώπων: εκείνοι που λειτουργούν και εκείνοι που δεν μπορούν να λειτουργήσουν»». Ενδιάμεσες καταστάσεις για τον Νταλί δεν υπήρξαν άλλωστε ποτέ. «Λέω συχνά ότι ήταν τα πάντα και την ίδια στιγμή το αντίθετό τους. Ικανός για κάθε ακραίο συναίσθημα, προκαλούσε τα γεγονότα». Ο Λακρουά μιλάει με πάθος για τον Νταλί. «Τα χρόνια που πέρασε μαζί του ήταν το φωτεινότερο κομμάτι της ζωής μας» λέει η γυναίκα του Τερέζ. Ανασκαλεύουν μαζί τις ιστορίες που γέννησαν τις φωτογραφίες των 10 χρόνων συνεργασίας τους, «για την έκθεση της Αθήνας έχουν επιλεγεί 84 φωτογραφίες, η περιοδεύουσα έκθεση περιλαμβάνει συνολικά περισσότερες από 200», διαφωνούν συχνά στις λεπτομέρειες ­ πώς να περιγράψεις τη ζωή ενός τόσο αντιφατικού καλλιτέχνη; Τους ζητούμε να μας δώσουν την εικόνα μιας τυπικής ημέρας του Νταλί στο Καδακές: «Σηκωνόταν γύρω στο μεσημέρι. Ζωγράφιζε ως τις τρεις, έτρωγε και ύστερα ερχόταν η ώρα της σιέστας. Το απόγευμα δεχόταν επισκέπτες. Του άρεσε να μεταμορφώνεται, να αλλάζει πρόσωπα… Μετά το δείπνο ανέβαινε στο δωμάτιό του για να ζωγραφίσει. Δούλευε ως τις τρεις το πρωί. Δεν μπορούσες να τον ενοχλήσεις».


Η Γκαλά ήταν συνήθως παρούσα στο δωμάτιο όταν εκείνος ζωγράφιζε, «είχε ανάγκη κάθε στιγμή από την παρουσία της». Γυναίκα εντυπωσιακή, μισήθηκε συχνά· όπως και ο ίδιος. Η Τερέζ επεμβαίνει λέγοντας ότι ο Νταλί τής οφείλει πολλά. «Ηταν εξαιρετική κριτικός τέχνης. Οταν έλεγε στον Νταλί «ναι, αυτό είναι αριστούργημα», δεν έπεφτε έξω». Η Γκαλά ήταν παράλληλα τα αφτιά και τα μάτια του Νταλί προς τον έξω κόσμο ­ «ήταν εκείνη που τον ενημέρωνε για ό,τι συνέβαινε. Ο Νταλί δεν διάβαζε εφημερίδες». Περνούσε ωστόσο ατέλειωτες ώρες συζητώντας για τα πάντα· επιστήμη, θρησκεία, πολιτική. «Μπορούσε να αφιερώσει ένα ολόκληρο απόγευμα στην κουβέντα του με τον ιερέα του χωριού ή με τον κηπουρό του. Εψαχνε να βρει ανθρώπους οι οποίοι θα μπορούσαν να του προτείνουν λύσεις στα αινίγματα που τον βασάνιζαν. Διέθετε ένα μοναδικό ταλέντο να ανακαλύπτει ποιοι άνθρωποι ήταν ενδιαφέροντες και ποιοι όχι. Οταν δεν τους έβρισκε ενδιαφέροντες, τους απωθούσε. Αμυνόταν σαν ένα ζώο. Δεν ήθελε να χάνει τον χρόνο του».


Υπήρχαν βέβαια και περιοχές «απαγορευμένες», για τις οποίες απέφευγε να μιλήσει στον Λακρουά. Οπως για τη σχέση του με τον φασισμό. «Είναι αλήθεια πως όταν τελείωσε ο εμφύλιος και ο Φράνκο είπε «ελάτε να ξαναχτίσουμε την Ισπανία» ο Νταλί ανταποκρίθηκε. Ο Νταλί όμως δεν έκανε ποτέ κακό σε κανέναν. Τον χαρακτήριζε μια βαθιά ουμανιστική σκέψη, και αυτό συχνά παραγνωρίζεται». Σε αντίθεση με τον δημοφιλή ναρκισσισμό του. «»Οταν με συγκρίνουν με τον Ρέμπραντ, τον Βελάσκεθ ή τον Βαν Γκογκ» έλεγε συχνά «είμαι ένας πολύ κακός ζωγράφος. Οταν συγκρίνομαι όμως με τους συγχρόνους μου, τότε είμαι ο καλύτερος»» θυμάται ο Λακρουά και αναφέρει τον ορισμό που έδινε ο ίδιος ο Νταλί για τον εαυτό του: «Είμαι ένας ηδονιστής της εικόνας. Η ζωγραφική για μένα είναι το κυνήγι της έκστασης». Παθιασμένος ήταν και με την κατάκτηση της τρίτης διάστασης στη ζωγραφική του και γι’ αυτό δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του για τους πειραματισμούς του Λακρουά πάνω στη φωτογραφία, όπως για τη μέθοδο της στερεοσκοπίας. «Στα εγκαίνια το 1974 του Teatro Museo Dali στο Φιγκέρας μου παραχώρησε μια αίθουσα για να εκθέσω τις φωτογραφικές μου μελέτες» λέει ο Λακρουά και μας μιλάει για τις μελέτες του Νταλί πάνω στους «διπλούς πίνακες» του Ζεράρ Ντου, συγχρόνου του Βερμέερ, που είχε ανακαλύψει μικρός στη βιβλιοθήκη του πατέρα του.


Λίγο προτού χωριστούμε μας δίνει μια κάρτα του ­ έχει ένα σχέδιο του Νταλί. «Ξέρετε» μας λέει «ετοιμάζω ένα βιβλίο για όσα έζησα μαζί του. Θα λέγεται «Ο Νταλί του Λακρουά», αφού θα είναι ο Νταλί όπως τον γνώρισα εγώ. Ως έναν άνθρωπο δηλαδή που είχε ανάγκη τη δημοσιότητα, που σε όλη του τη ζωή προσπαθούσε να ξεχωρίσει φωνάζοντας «είμαι εγώ και όχι οι άλλοι», αλλά που στην προσωπική του ζωή ήταν βαθιά τραυματισμένος και πολύ ανήσυχος. Φοβόταν τον πόλεμο, φοβόταν τον θάνατο, τα τραγικά γεγονότα της ζωής. Και οι φόβοι αυτοί τον κυνηγούσαν πάντοτε».


Η έκθεση φωτογραφίας «Νταλί, Λακρουά, Γκαλά. Το προνόμιο της οικειότητας» συνεχίζεται ως τις 30 Ιουνίου στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων (Ακαδημίας 50, τηλ. 3621.601). Συνδιοργάνωση: Πολιτισμικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων, Ινστιτούτο Θερβάντες, Fundacion Granell.