«Δεν ξέρω καν αν είμαι μουσικός»


Εχω πάρει συνέντευξη από δεκάδες ανθρώπους. Πολιτικούς, αθλητές, καλλιτέχνες. Πρώτη φορά όμως μου συνέβη αυτό. Να ρωτάω έναν άνθρωπο που λατρεύει τον λόγο – τη λογοτεχνία, την ιστορία, την ποίηση -, έναν άνθρωπο που αγαπάμε για τη φωνή του, και εκείνος να μη μου απαντά με λέξεις και με ήχους αλλά με σιωπές, με μορφασμούς, με βλέμματα και με νοήματα. Και εγώ να καταλαβαίνω τις απαντήσεις. Τη συνάντησα ένα βράδυ στην πόλη όπου γεννήθηκε, το Παρίσι. Από κοντά είναι ακριβώς έτσι όπως την περιγράφουν: μυστηριώδης, ευαίσθητη, ντροπαλή, «ατίθαση» ως προς τα πρέπει και τις συμβατικότητες, γεμάτη εσωτερική ένταση και πάθος, πολύπλευρη. Πράγματι, η «μαγική φωνή της Μεσογείου» δεν χωράει σε μία προσωπικότητα. Ούτε σε ταυτότητες που θα την κατέτασσαν στην κατηγορία: «λυρική καλλιτέχνις» ή «είδωλο της ποπ». Γι’ αυτό και έχει συνδυάσει αυτά τα δύο. Γι’ αυτό «εκπαίδευσε» τη φωνή της σε ένα heavy metal συγκρότημα καπνίζοντας δύο πακέτα τσιγάρα την ημέρα, προτού τραγουδήσει το «Queen of the night» από τον Μαγικό Αυλό. Αλλά δεν χρειάζονται άλλα λόγια. Ας απολαύσουμε μαζί το μυστήριο, τον ρομαντισμό και τη μεσογειακή φλόγα της σκέψης της. Ούτε συστάσεις χρειάζονται.





– Τι κάνατε προτού σας συναντήσω σήμερα εδώ;
Είμαι περίεργος να μάθω πώς περνάτε μια μέρα σας.


«Τι έκανα προτού έρθω; Τίποτε το ιδιαίτερο. Δεν έκανα κάτι συγκεκριμένο. Αυτή την περίοδο είμαι λιγάκι κλεισμένη στον εαυτό μου. Ισως επειδή έχω ξεκινήσει να συνθέτω καινούργια κομμάτια. Οταν περνάω δύσκολη φάση, συνήθως απομονώνομαι για να μπορώ να είμαι συγκεντρωμένη. Ετσι λοιπόν η ημέρα πέρασε χωρίς να κάνω κάτι το ιδιαίτερο. Απλώς ήμουν εδώ και δούλευα».


– Πώς αποφασίζετε πότε θα συνθέσετε;


«Αυτό είναι λιγάκι δύσκολο να σας το εξηγήσω. Το νιώθω, το γνωρίζω, αν και κάθε φορά γίνεται με διαφορετικό τρόπο. Συχνά το ερέθισμα είναι οπτικό. Βλέπω δηλαδή κάτι – μία εικόνα, ένα σκηνικό ή μπορεί και έναν άνθρωπο – και αρχίζει σιγά σιγά να γεννιέται μέσα μου μια μελωδία, αόριστη στην αρχή, η οποία σχεδόν αμέσως μετατρέπεται σε ιστορία. Ετσι στο τέλος γεννιούνται και οι λέξεις. Τους στίχους βέβαια μετά τους ξαναδουλεύω, αν και είναι περίπλοκο να σας εξηγήσω πώς γίνεται αυτό ακριβώς. Π.χ., το άλμπουμ «Eterna» το είχα γράψει σε αρχαία ιταλικά και, όπως καταλαβαίνετε, αντιμετώπισα πρόβλημα με τη γλώσσα. Γράφοντας καταλάβαινα ότι υπήρχαν παντού λάθη, με αποτέλεσμα να πρέπει μετά να ξανακοιτάξω τους στίχους για να τους διορθώσω. Ηξερα σε γενικές γραμμές τι ήθελα να πω αλλά ταυτόχρονα ήξερα ότι έπρεπε να περάσω ξανά τους στίχους από κόσκινο. Γενικά δεν μπορώ να πω ότι τα τραγούδια μου αποκτούν την τελική τους μορφή με τη μία. Κάθε άλμπουμ μοιάζει με ένα μικρό σύμπαν το οποίο χτίζεται σιγά σιγά ως τη στιγμή που θα τελειώσει. Δεν σταματά να εξελίσσεται».


– Πώς «παντρεύετε» συνήθως τους στίχους με τη μουσική;


«Μα νομίζω ότι οι στίχοι περικλείουν τη μουσική. H αλήθεια είναι ότι ορισμένες φορές μου έχει συμβεί να γράψω, π.χ., ένα ποιηματάκι στα γαλλικά χωρίς να έχω τη φιλοδοξία να γίνω ποιήτρια και μετά να το μεταφράσω – αν και δεν μ’ αρέσει πολύ αυτή η λέξη. Εννοώ να αποδώσω αυτό που έγραψα σε άλλη γλώσσα, μετά να το ξαναδουλέψω για να πάρει την τελική του μορφή και κάπου εκεί να έρθει με έναν πολύ φυσικό τρόπο να προστεθεί και η μελωδία. Αυτός που σας λέω τώρα είναι ένας από τους τρόπους. Εξαρτάται, δεν είναι όλες οι φορές ίδιες». (γέλια)


– Πιστεύετε στην έμπνευση;


«Ναι, βέβαια».


– Πώς θα την ορίζατε; Τι σημαίνει για σας έμπνευση;


«Μάλλον μια στιγμή κατά την οποία σε επισκέπτεται η Θεία Χάρη».


– Δεν είναι κάτι που έχει να κάνει με το ταλέντο; Μήπως η πηγή της έμπνευσης είναι το ταλέντο;


«Δεν ξέρω. Πιστεύω ότι το ταλέντο είναι κάτι το οποίο έρχεται έξωθεν. Αντιθέτως, η έμπνευση είναι κάτι το οποίο το νιώθεις ο ίδιος. Γι’ αυτό και ποτέ δεν αναρωτιέμαι αν έχω ταλέντο. Δεν μπορώ να απαντήσω διότι το ταλέντο δεν μου ανήκει, είναι κάτι έξω από μένα».


– Ετσι είχατε ονειρευτεί τη ζωή σας;


«Οχι. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που συνηθίζουν να κάνουν σχέδια – αν εννοείτε για το πώς θα είναι το μέλλον μου. Πιστεύω ότι αυτό είναι κάτι που μπορεί να σε οδηγήσει στην απογοήτευση ή να σε κάνει να πληγωθείς – και δεν θα ήθελα να νιώσω έτσι».


– Για έναν δημιουργό όμως η απογοήτευση αποτελεί υλικό. ‘H όχι;


«Προσωπικά δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσιάζει η ιδέα. Μμμ, είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο».


– Μου αρέσει που δεν μπορείτε να εξηγήσετε κάποια πράγματα. Αλλωστε, ακόμη και οι σιωπές σε κάτι μεταφράζονται.


«Παρ’ όλο που μου αρέσει πάρα πολύ, ξέρετε, να παίζω με τις λέξεις, μου αρέσει να γράφω, να διαβάζω – και ποίηση και ιστορία και πολλά άλλα πράγματα. Θεωρώ ότι οι λέξεις στο πλαίσιο μιας κουβέντας μπορεί να γίνουν ακόμη και δολοφόνοι. (γέλια) Πάντως έχετε δίκιο. Αρχικώς μέσω των λέξεων προσπαθώ συνήθως να μεταφέρω ένα συναίσθημα, κάτι που κάνει άλλωστε όλος ο κόσμος. Μπροστά στη ροή του συναισθήματος όμως οι λέξεις πολλές φορές μοιάζουν ξύλινες. Ειδικά όταν μιλάει κανείς έτσι όπως μιλάμε εμείς τώρα. Ενώ, αντίθετα, η ποίηση είναι κάτι το… Καταλαβαίνετε… Εκεί τα πράγματα είναι πιο ώριμα. Με την ποίηση, όταν θέλω να πω κάτι, μου βγαίνει πολύ εύκολα. Ενώ έτσι, παρ’ ότι έχει ενδιαφέρον η κουβέντα, μου είναι δύσκολο να εκφραστώ με λέξεις. Γι’ αυτό κάνω τόσο πολλές χειρονομίες, όπως βλέπετε». (γέλια)


– H σιωπή έχει ήχο;


«Σίγουρα. Μουσική χωρίς σιωπές θα ήταν σκέτη κακοφωνία. Την έχουμε ανάγκη τη σιωπή».


– Πώς ανακαλύψατε ότι θέλατε να γίνετε μουσικός; Τι μπορεί να κάνει, δηλαδή, ένα παιδί να τραβήξει αυτόν τον δρόμο στη ζωή του και όχι έναν άλλον;


«Δεν ξέρω καν αν είμαι μουσικός. Στο σολφέζ, π.χ., δεν ήμουν καθόλου καλή. Επίσης συχνά δυσκολεύομαι να επικοινωνήσω με άλλους μουσικούς, ειδικά με τα λόγια. Από την άλλη, υπάρχουν και στιγμές μαγείας, όταν π.χ. συναντάς ανθρώπους με τους οποίους δεν χρειάζεται να πεις πολλά πράγματα. Το νιώθεις αμέσως ότι υπάρχει επικοινωνία. Προσωπικά είμαι πολύ τεμπέλα για να πω ότι είμαι μουσικός. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελώ πρότυπο μουσικού. Εχω περάσει από διάφορες σχολές. Ειδικά όμως στην κλασική μουσική, στα ωδεία, οι καθηγητές μάς προέτρεπαν να λειτουργούμε ανταγωνιστικά, σχεδόν εχθρικά μεταξύ μας. Προσωπικά αυτού του είδους τους ανταγωνισμούς τους αντιμετώπιζα πάντα ως επιθετική συμπεριφορά. Και πιστεύω ότι για να τραγουδήσει κανείς δεν πρέπει να λειτουργεί επιθετικά. Αν μου φερθεί εμένα κάποιος επιθετικά, θα βάλω τις φωνές».


– Θα μπορούσατε στη ζωή σας να έχετε πάρει άλλον δρόμο από αυτόν που πήρατε τελικά;


«Πιστεύω… Πώς να σας το πω; Χμμμ…». (γέλια)


– Πείτε το με όποιον τρόπο θέλετε. Μπορείτε, αν θέλετε, να μου απαντάτε μόνο με χειρονομίες. (γέλια)


«Δεν ξέρω αν γίνεται να διαλέξει ένας άνθρωπος τον δρόμο που θα τραβήξει. Εντάξει, υπάρχουν στιγμές που καλείται κανείς να λάβει αποφάσεις αλλά…».


– Οι επιρροές ή οι επιλογές είναι πιο σημαντικές στη ζωή;


«Θα έλεγα οι επιρροές, όπως και οτιδήποτε άλλο, είναι έξω από μας. Αυτές έρχονται να μας γεμίσουν, να συμπληρώσουν αυτό που είμαστε και έτσι καταλήγουμε να λαμβάνουμε ορισμένες αποφάσεις».


– Σε τι οικογένεια μεγαλώσατε;


«Ο πατέρας μου, ο οποίος τώρα είναι συνταξιούχος, ήταν αστυνόμος και η μητέρα μου γραμματέας. Εχω δύο αδέλφια μεγαλύτερα από μένα. Τι άλλο να σας πω;».


– Τραγουδούσε κανένας στην οικογένειά σας;


«H μητέρα μου τραγουδούσε λίγο, αλλά την εικόνα τη θυμάμαι αμυδρά, ήμουν πολύ μικρή».


– Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι μέσα από μια οικογένεια που δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική βγήκατε εσείς; Σας έχει απασχολήσει ποτέ αυτό;


«Ναι, αλλά είναι δύσκολο να πω χάρη σε ποια γεγονότα πήρα αυτόν τον δρόμο. Νομίζω ότι τον πιο καθοριστικό ρόλο τον έπαιξε μια λυρική φωνή που άκουσα για πρώτη φορά σε μια διαφήμιση. Ακουγόταν ένα μικρό κομμάτι από τον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ. Ακούγοντας τη φωνή δεν μπορούσα να κουνηθώ από τη θέση μου. Τελικά κλείστηκα στο δωμάτιό μου και προσπάθησα να μιμηθώ αυτό που με είχε μαγέψει. Ηταν μια απόλαυση πολύ προσωπική, σχεδόν εγωιστική. Κατά τα άλλα, στο σχολείο δεν τραγουδούσα. Ημουν πολύ ντροπαλή».


– Οταν λάβατε την απόφαση να ασχοληθείτε με το τραγούδι, οι δικοί σας δεν αντέδρασαν;


«Ηρθαν έτσι τα πράγματα που… Κάποια συμμαθήτριά μου ακούγοντάς με να προσπαθώ να τραγουδήσω εκείνο το κομμάτι που είχα ακούσει στην τηλεόραση μου είπε ότι αυτό που τραγουδούσα ήταν Μότσαρτ και ότι καλό θα ήταν να γνώριζα την καθηγήτριά της στο πιάνο, μια ηλικιωμένη κυρία η οποία στα νιάτα της είχε κάνει καριέρα στο λυρικό τραγούδι. Πάω λοιπόν να τη γνωρίσω και ξεκινάω με Μότσαρτ. Αρχίζω δειλά δειλά να τραγουδάω κάποιες νότες και μου λέει: «Στοπ! Μη συνεχίσεις! Αν θέλεις, θα δουλέψουμε λίγο την τεχνική». H αλήθεια είναι ότι η προσωπικότητα αυτής της γυναίκας με γοήτευσε πάρα πολύ. Ηταν μια μικροκαμωμένη κυρία, ελαφρώς σκυφτή, για την οποία είχα φανταστεί ότι θα έμενε μόνη της αλλά τελικά δεν ήταν έτσι. Το διαμέρισμά της ήταν γεμάτο γάτες – μάζευε όλες τις αδέσποτες γάτες της γειτονιάς. Επίσης υπήρχαν παντού παλιές φωτογραφίες και παρτιτούρες. Αυτή η γυναίκα μού άνοιξε την πόρτα για τον κόσμο της όπερας, κατάφερε να μου μεταδώσει την αγάπη της για τη μουσική και να μου διδάξει την τεχνική της, η οποία ήταν πολύ ιδιαίτερη. Π.χ., προσπαθούσε να τραγουδάει συλλαβές με παράξενο ήχο, έκανε διάφορους παράξενους θορύβους. Δούλευε πολύ με την αναπνοή, κάνοντας, π.χ., τη φλόγα ενός κεριού να τρεμοπαίζει. Εκανε τέτοιου είδους πράγματα, τα οποία μέσα στο μυαλό μιας έφηβης όπως ήμουν εγώ εκείνη την εποχή φάνταζαν σχεδόν μαγικά. Στην αρχή, θυμάμαι, μου είχε πει να πηγαίνω μία φορά την εβδομάδα για μισή ώρα. Μετά άρχισα να μένω μία ώρα, δύο ώρες, ώσπου στο τέλος μου ζήτησε να την ακολουθώ ως και στο εξοχικό της για να συνεχίζουμε τη μελέτη και εκεί. Τότε ήταν που ανησύχησαν οι γονείς μου. Μάλλον τους φόβισε το γεγονός ότι αυτή η γυναίκα με είχε γοητεύσει. Και όντως έτσι ήταν. Με είχε γοητεύσει επειδή είχε πάθος γι’ αυτό που έκανε. Υπήρχαν φορές που όταν τελικά έπιανα μια νότα έβαζε τα κλάματα».


– Τι σημαίνει για σας καλός δάσκαλος;


«Αυτός που έχει πάθος, αυτός που νιώθει πραγματικά ερωτευμένος με τη δουλειά του και βρίσκει πάντα τον σωστό δρόμο για να μεταδώσει και στους άλλους το πάθος του».


– Το πάθος μπορεί να είναι καταστρεπτικό;


«Σίγουρα!».


– Εσείς έχετε κινδυνέψει ποτέ από πάθος;


«Ναι. Επειδή είμαι άνθρωπος… – πώς να το πω; – πολλές φορές υπερεσωστρεφής».


– Πιστεύετε ότι ζούμε για να μαθαίνουμε ή απλώς ζούμε;


«Νομίζω ότι μαθαίνουμε. Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Ακόμη και αν είναι έτσι, είμαι σίγουρη ότι τουλάχιστον εξελίσσεται. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω ακριβώς προς τα πού οδηγεί αυτή η εξέλιξη και πολύ περισσότερο αν χρησιμεύει σε κάτι… (γέλια) Τουλάχιστον είναι ένας λόγος να ψάξουμε».


– Θα λέγατε ότι είστε ιδιόρρυθμη ως άνθρωπος;


«Ναι, είμαι».


– Τι κάνει έναν δημιουργό να διαφέρει από έναν κοινό άνθρωπο;


«Εγώ πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι είναι δημιουργικοί».


– Και όμως υπάρχουν γύρω μας άνθρωποι που ζουν με έναν πολύ κοινό τρόπο.


«Πιστεύω ότι ακόμη και αυτοί κρύβουν μέσα τους στοιχεία δημιουργικότητας – και ας μην το ξέρουν».


– Το «είδος» της φωνής σας σάς οδήγησε στην όπερα; Γιατί δεν επιλέξατε την ποπ;


«Μα, μου αρέσει και η ποπ».


– Αυτό ακριβώς ρωτάω. Αφού σας αρέσει και η ποπ, γιατί επιλέξατε την όπερα;


«H αλήθεια είναι ότι δεν θεωρώ τον εαυτό μου ακριβώς τραγουδίστρια της όπερας. Απλώς νιώθω να με ελκύει πολύ η τεχνική του λυρικού τραγουδιού. Με κάνει να νιώθω ολοκληρωμένη, με την έννοια ότι το συγκεκριμένο είδος τραγουδιού απαιτεί να του διαθέσεις χώρο – χώρο από εσένα τον ίδιο. Από την άλλη, έχω την εντύπωση ότι τα τραγούδια της ποπ είναι πιο πρόχειρα, πιο «κοντά στην καθομιλουμένη». Ισως γι’ αυτό οι δυνατότητές τους να είναι λιγότερες. Δεν ξέρω κιόλας…».


– Εχετε προσπαθήσει να τραγουδήσετε κάποιο άλλο είδος;


«Ναι, συνέβη και αυτό».


– Και;


«Υπήρξε μια περίοδος στην εφηβεία μου που έπρεπε να σταματήσω τα μαθήματα που έκανα στο κλασικό τραγούδι. Σας λέω, άκουγα μια λυρική φωνή και τσακ… έβαζα τα κλάματα. Ελεγα «δεν μπορώ άλλο». Εμένα η φωνή μου είναι ψιλή και διαπεραστική, ακόμη και όταν μιλάω. E, από ένα σημείο και μετά άρχισα να το θεωρώ γελοίο. Θεώρησα ότι η φωνή μου δεν έκανε γι’ αυτή τη δουλειά. Ετσι λοιπόν αποφάσισα να την «πατινάρω» τραγουδώντας με ένα γκρουπ χαρντ ροκ. Περισσότερο ούρλιαζα παρά τραγουδούσα. Εκείνη την περίοδο κάπνιζα δύο πακέτα τσιγάρα την ημέρα μόνο και μόνο για να γίνει η φωνή μου πιο μπάσα!..».


– Τελικά ποια είναι η καλή φωνή;


«Καλή ή ωραία;».


– Και τα δύο. Ποια είναι σύμφωνα με εσάς η διαφορά;


«Αρχικά η καλή φωνή είναι σαν να έχουμε ένα όργανο… Π.χ., ένα εκκλησιαστικό όργανο πολύ καλής ποιότητας. Από εκεί και πέρα, για μένα η ωραία φωνή είναι καθαρά υποκειμενικό ζήτημα. Μπορεί μια φωνή, ως όργανο, να είναι καλή αλλά για εμένα να μην είναι κάτι το ιδιαίτερο. Στα αφτιά μου, δηλαδή, μπορεί να μην ακούγεται ωραία».


– Μια φωνή, δηλαδή, με μικρό εύρος, μια φωνή που ως όργανο δεν είναι ό,τι τελειότερο, μπορεί να είναι ωραία;


«Για εμένα ναι».


– Εσείς πιστεύετε ότι έχετε καλή ή ωραία φωνή;


«Μα τι δύσκολες ερωτήσεις είναι αυτές που μου κάνετε!.. (γέλια) Πιστεύω, τέλος πάντων, ότι διαθέτω ένα όργανο το οποίο ακούγεται ωραία, απλώς εγώ δεν νιώθω πάντα ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα».


– Πώς καταφέρνει ένας άνθρωπος να βάλει τα συναισθήματά του μέσα στη φωνή του;


«Αυτό συμβαίνει έτσι κι αλλιώς ακόμη και όταν δεν το επιδιώκουμε. Ακόμη και όταν δεν θέλουμε να βάλουμε συναίσθημα στη φωνή μας, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να τη συγκρατήσουμε, να την εμποδίσουμε από το να αποδώσει το μάξιμουμ των δυνατοτήτων που έχει ως όργανο. Πιστεύω ότι η φωνή μας αντανακλά απόλυτα όχι μόνο την προσωπικότητά μας αλλά ακόμη και αυτό που έχουμε μέσα στο μυαλό μας, ακόμη και τη στιγμή που μιλάμε. H φωνή είναι ένα όργανο το οποίο συνδέεται με όλο μας το σώμα».


– Εφόσον η παρτιτούρα είναι πάντα η ίδια, τι είναι αυτό που κάνει την κάθε ερμηνεία να διαφέρει από τις υπόλοιπες;


«Αυτό συμβαίνει επειδή ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός».


– Τη φαντασία πώς θα την ορίζατε; Τι ακριβώς είναι η φαντασία; Ας υποθέσουμε ότι είναι ένα σπίτι. Μπαίνοντας μέσα τι βλέπει κανείς; Και πόσο διαφέρει αυτό το σπίτι από την πραγματικότητα;


«Θα έλεγα ότι υπήρξα πραγματικά πολύ τυχερή. Για ένα μεγάλο διάστημα πίστευα ότι αυτά τα δύο είναι ένα και το αυτό. Ξυπνώντας βέβαια κανείς από αυτό το όνειρο συνήθως πονάει αλλά…». (γέλια)


– Αλλά; (γέλια) Τώρα;


«Και τώρα καμιά φορά συνεχίζω να τα μπερδεύω».


– Πώς είναι το εσωτερικό του σπιτιού της φαντασίας; Εχει χρώματα;


«Μμμ, εξαρτάται».


– Νερά;


«Ναι, βέβαια. Πάντως, κρίνοντας από τις αναμνήσεις μου, θα έλεγα ότι το δωμάτιο της φαντασίας συχνά είναι αρκετά σκοτεινό. Τις φορές που είναι πολύ φωτεινό το χρώμα που κυριαρχεί είναι το πράσινο-λεμονί».


– Εχετε νιώσει ποτέ φόβο μέσα σε αυτό το σπίτι;


«Ναι, βεβαίως».


– Τι σας φόβιζε;


«Μη φανταστείτε τίποτε τραγικό. Είναι ένας φόβος που δεν πηγάζει από κάποια μορφή επιθετικότητας. Πιο πολύ θα τον χαρακτήριζα παιχνιδιάρικο…».


– Σε τι διαφέρει ο φόβος που σας προκαλεί η φαντασία από τον φόβο που σας προκαλεί η πραγματικότητα;


«Δεν θα ακουστεί πολύ ευχάριστο αυτό που θα πω, αλλά στην πραγματικότητα βλέπω να κυριαρχεί τρομερή επιθετικότητα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να ονειρεύεται, όπως δεν μπορεί να ζήσει και χωρίς φαντασία. H ύλη, κατά τη γνώμη μου, είναι άγριο πράγμα, σκληρό».


– Οταν κάνατε την πρώτη σας μεγάλη επιτυχία, μέσα σας αρχίσατε να φοβάστε; Θέλω να πω, δημιουργείται ένα αίσθημα φόβου μετά την πρώτη ικανοποίηση που νιώθει κάποιος όταν αυτό που κάνει αρέσει στον κόσμο;


«…» (απαντά χωρίς λέξεις, με μορφασμούς)


– Μάλιστα. (γέλια) Αυτό με απασχολεί πολύ.


(Στην αρχή δείχνει αμήχανη, μετά γελάει και εκείνη.) «Δεν νομίζω ότι η επιτυχία προκαλεί φόβο. Πώς θα μπορούσε άλλωστε από τη στιγμή που είναι ένας τρόπος με τον οποίον κάποιοι μας εκφράζουν την αγάπη τους; Αυτό που ενοχλεί είναι ο φόβος μήπως απογοητεύσουμε».


– Το να κάνεις επιτυχίες είναι κάτι που μαθαίνεται;


«Οχι, δεν το πιστεύω. Δεν είναι καλό να αντιμετωπίζει κανείς την επιτυχία ως δεδομένη. Δεν πιστεύω σε συνταγές».


– Σε μια συνέντευξη με τον Μάικ Τάισον, τον πυγμάχο, μεταξύ άλλων, μου είχε πει και την εξής φράση: «Πραγματικός νικητής είναι πάντα αυτός που έχει ήδη βιώσει την αίσθηση της ήττας». Συμφωνείτε;


«Ναι, συμφωνώ. Ετσι κι αλλιώς είναι ένα θέμα το οποίο κρίνεται πάντα σε σχέση με τον ίδιο μας τον εαυτό. Ο εαυτός μας κατά βάθος δεν ενδιαφέρεται για το ποιος είναι στην πραγματικότητα ο νικητής και ποιος ο ηττημένος».


– Υπάρχουν φωνές που αγαπάτε ή ζηλεύετε;


«Που να ζηλεύω όχι. Που να αγαπάω όμως ναι, υπάρχουν».


– Οπως;


«Του Ντέιβιντ Μπάουι, της Ιλεάνα Κοτρουμπάς, της Τζόαν Σάδερλαντ για το εύρος, την καθαρότητά της αλλά και για την τεχνική που διαθέτει. H Μαρία Κάλλας βέβαια με μαγεύει πολύ περισσότερο. Εκείνη, αντίθετα, διέθετε μια φωνή που ως όργανο για μένα δεν ήταν ό,τι καλύτερο αλλά επάνω στη σκηνή…».


– Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο θρύλο; Πώς, π.χ., η Μαρία Κάλλας κατάφερε να κάνει την όπερα να ξεκινήσει από αυτήν, να κάνει ακόμη και ανθρώπους που δεν ακούνε όπερα να την αγαπήσουν; ‘H γιατί έγινε θρύλος π.χ. η Μέριλιν Μονρόε;


«Αναφέρεστε σε υπάρξεις οι οποίες διέθεταν ταπεινότητα. Αυτή ακριβώς η ταπεινότητα τις έκανε να ξεχνούν τον εαυτό τους. Πιστεύω ότι τέτοιοι άνθρωποι, ακέραιοι, σπανίζουν. Ανθρωποι οι οποίοι ξεχνούν τελείως τον εαυτό τους, το εγώ τους, και απλώς είναι αυτό που είναι. «Είναι» με όλη τη σημασία και το περιεχόμενο της λέξης. Συνήθως οι άνθρωποι αυτοί είναι «σκυλιά» στη δουλειά. Βεβαίως οι συγκυρίες και το περιβάλλον παίζουν και αυτά ρόλο».


– Εσείς πιάνετε ποτέ τον εαυτό σας να προσπαθεί να γίνει αυτό που περιμένουν οι άλλοι;


«Πολύ συχνά».


– Υπάρχει ταλαντούχο κοινό; Πρέπει να έχει μουσική καλλιέργεια κανείς για να συλλάβει αυτό που θέλεις να του πεις;


«Οχι απαραιτήτως. Είναι πολύ λεπτό το θέμα αυτό. Το να καταλαβαίνεις δεν είναι κατ’ ανάγκην θέμα παιδείας».


– Τι είναι αυτό που κάνει συνθέτες όπως ο Μότσαρτ, ο Μπαχ και ο Βάγκνερ να αντέχουν στον χρόνο; Πιστεύετε ότι ορισμένοι μεγάλοι συνθέτες υπήρξαν για την εποχή τους ό,τι ο Ντέιβιντ Μπάουι για τη σημερινή εποχή;


«Μεγάλη ερώτηση και δεν ξέρω αν μπορώ να σας απαντήσω. Σε κοινωνικό επίπεδο πιθανόν να ήταν έτσι. Πέραν αυτού, όμως, δεν μπορώ να γνωρίζω. Ισως να σας παραξενέψει αυτό που θα πω και είναι πιθανόν να με περάσετε για τρελή. (γέλια) H αλήθεια είναι ότι μερικές φορές συμβαίνει να μην ακούμε παντού την ίδια μουσική. Π.χ., όταν είμαστε στην εξοχή ή μέσα σε ένα δάσος, δίπλα σε ένα ποτάμι κτλ., δεν ταιριάζει να ακούσουμε την ίδια μουσική που ακούμε στην πόλη. Θέλω να πω ότι μου έχει συμβεί, ακούγοντας πουλιά να κελαηδάνε, να νιώθω σαν να ακούω Μότσαρτ. Διότι οι νότες της μουσικής του κυλάνε έτσι που μου θυμίζουν κελάηδημα πουλιών. ‘H μπορεί έτσι να το ερμηνεύω εγώ επειδή έτσι θέλω να το βλέπω. Γενικά όμως δεν μπορώ τους θορύβους των μηχανών. Ο θόρυβος του μετρό, π.χ., μπορεί κάλλιστα να με παραπέμψει στο ρολάρισμα των τυμπάνων μιας ορχήστρας. Αντίθετα, η φύση αποτελεί για όλους μας σημείο αναφοράς, όλοι νιώθουμε ένα δέσιμο μαζί της, γι’ αυτό και ο καθένας μας έχει τον δικό του ρυθμό με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Πιστεύω ότι όλοι μας αποτελούμε κομμάτι της φύσης. Γι’ αυτό και η φύση συνεχίζει να μιλάει μέσα μας ακόμη και όταν δεν έχουμε χρόνο να την ακούσουμε».


– Τελικά δεν μου είπατε τι είναι αυτό που κάνει ένα έργο τέχνης να αντέχει στον χρόνο.


«Μάλλον είναι το ίδιο πράγμα που λέγαμε και πριν για τη Μαρία Κάλλας και για τη Μέριλιν Μονρόε: το ότι μια ύπαρξη δουλεύει ξεχνώντας τελείως το «εγώ» της. Ετσι καταφέρνει μέσα από αυτό που κάνει να αγγίξει και τους άλλους».


– Θα θέλατε κάποιον από αυτούς τους μεγάλους συνθέτες να τον γνωρίσετε από κοντά, αν είχατε τη δυνατότητα;


«Γιατί όχι; Θα λούφαζα βέβαια σε μια γωνία αλλά…». (γέλια)


– Αν υπήρχε ένα νησί όπου θα κατοικούσαν όλες οι επιθυμίες σας και σας έλεγε κάποιος ότι μπορείτε να πάτε εκεί και να τις πραγματοποιήσετε αλλά με τίμημα να μην ξαναγυρίσετε ποτέ, θα πηγαίνατε;


«Οπως και να ‘χει, η λίστα θα ήταν πολύ μπερδεμένη. Μάλλον θα πήγαινα. Αλλά θα έπαιρνα μαζί μου μερικά πραγματάκια που θα μου θύμιζαν τον κόσμο που θα άφηνα πίσω μου». (γέλια)


– Εννοώ, θα μπορούσε ένας άνθρωπος να ζήσει χωρίς να επιθυμεί επειδή θα έχει ήδη εκπληρώσει όλες τις επιθυμίες του;


«Μα νομίζω ότι ο άνθρωπος δεν σταματά ποτέ να επιθυμεί».


– Ποια είναι η χειρότερη ερώτηση που σας έχουν κάνει ποτέ;


«Δεν ξέρω». (γέλια)


– Πείτε μου τότε ποιο είναι για σας το βασικό ζητούμενο στη ζωή. Για ποιο πράγμα θα λέγατε ότι άξιζε που ζήσατε;


«Δεν ξέρω, διότι δεν μπορώ να συγκρίνω τη ζωή με την εμπειρία της ανυπαρξίας. Δεν ξέρω, δηλαδή, τι κρύβει πίσω της η ανυπαρξία. Πιθανόν αυτό που κρύβει να είναι κάτι καλύτερο. Δεν είμαι μοιρολάτρης, αλλά φαντάζομαι ότι θα υπάρχουν πολλά ωραία πράγματα για τα οποία θα μετανιώνει ένας άνθρωπος λίγο πριν από το τέλος της ζωής του. Ισως πάλι να μετανιώνουμε για τα χειρότερα. Το θέμα είναι αν νιώθουμε φόβο γι’ αυτό που κρύβεται πίσω από την ανυπαρξία».


– Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.


«Και εγώ σας ευχαριστώ».


H Εμμα Σάπλιν θα εμφανιστεί στις 28, 29 και 30 Νοεμβρίου στο Big Top Theatre, στο Allou Fun Park (Ρέντη). Περισσότερες πληροφορίες στο τηλ. 210 4906300.